Την άποψη ότι «ο αγώνας για τη διεκδίκηση των γερμανικών επανορθώσεων
συνεχίζεται» και πως το ελληνικό κράτος «θα πρέπει να προχωρήσει στη
διεκδίκηση» εξέφρασε ο καθηγητής Στέλιος Περράκης, ο οποίος εκπροσώπησε
την Ελλάδα στην παρέμβαση που έκανε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Ερωτηθείς σχετικά με την απόφαση του δικαστηρίου ο κ. Περράκης δήλωσε
ότι «είναι σαφώς σε μία συντηρητική γραμμή με μία εξαιρετικά στενή
ερμηνεία του ισχύοντος Διεθνούς Δικαίου, ιδίως του εθιμικού Διεθνούς
Δικαίου».
«Το Δικαστήριο» όπως εξήγησε ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων «θεώρησε ότι η
Ιταλία με τις δικαστικές αποφάσεις που έχει εκδώσει, αποδεχόμενη τα
αιτήματα ιδιωτών, παραβίασε τις διεθνείς υποχρεώσεις συμπεριλαμβανομένων
και των αποφάσεων εκτέλεσης των δικών μας δικαστηρίων, του Πρωτοδικείου
Λειβαδιάς και του Αρείου Πάγου σχετικά με την υπόθεση σφαγής του
Διστόμου, καθώς επίσης και για την κατάσχεση της βίλας Vigoni.
» Αυτή είναι η μία, πρώτη ανάγνωση που μπορεί να κάνει κανείς και σε
αυτό το σημείο δεν μπορώ να πω ότι είμαι ιδιαίτερα ικανοποιημένος από
την πλειοψηφία του Δικαστηρίου, αφού υπάρχουν και τρεις δικαστές, οι
οποίοι ακολουθούν άλλη κατεύθυνση βλέπουν διαφορετικά τη θέση του ατόμου
σήμερα στο διεθνές γίγνεσθαι και μάλιστα μπροστά στην κρατική
κυριαρχία, η οποία προσπαθεί να κρύψει τα εγκλήματα τα φοβερά τα οποία
κάνει το κράτος» συμπλήρωσε.
«Από την άλλη πλευρά, το δικαστήριο» σύμφωνα με τον κ. Περράκη
«ξεκαθάρισε ότι θα πρέπει η Ιταλία και η Γερμανία, άρα το επεκτείνουμε
τώρα αυτό γιατί αυτό ενδιαφέρει κι εμάς, θα πρέπει να προχωρήσουν σε
συνομιλίες, προκειμένου να διευκρινιστεί τι ακριβώς μέλλει γενέσθαι με
τα ζητήματα των επανορθώσεων.
» Δηλαδή το Δικαστήριο θέλει να επαναφέρει σε διακρατικό επίπεδο
συνεννόησης το θέμα των επανορθώσεων. Άρα λοιπόν η συνέπεια αυτής της
απόφασης είναι ότι έστω και αν είναι λυπηρό το γεγονός ότι οι δικαστές
δεν διαπιστώνουν εξέλιξη του Διεθνούς Δικαίου, το θεωρούν σαν να είναι
κάτι παγωμένο, ενώ δε νομίζω ότι τα πράγματα είναι έτσι, αλλά εν πάση
περιπτώσει είναι σοφότεροι να ξέρουν αυτοί».
«Σε κάθε περίπτωση» καταλήγει ο καθηγητής «δείχνει ότι ο αγώνας για τη
διεκδίκηση των γερμανικών επανορθώσεων συνεχίζεται και σημαίνει ότι το
κράτος, δηλαδή και η Ελληνική Δημοκρατία, θα πρέπει πια αυτή να
προχωρήσει στην διεκδίκηση με τυπικό τρόπο.
» Δηλαδή να ξαναπιάσει τη σκυτάλη από εκείνη την περίφημη ρηματική
διακοίνωση του 1995, η οποία έμεινε αναπάντητη και επί πολλές δεκαετίες
μετά, βέβαια αυτό είναι μία απόφαση πολιτική, δεν ανήκει σε μένα, λέω
την προσωπική μου άποψη αυτή τη στιγμή, προκειμένου να διεκδικήσουμε τις
επανορθώσεις για όλα τα ολοκαυτώματα που γίνανε στην Ελλάδα, καθώς
επίσης αυτοτελές ζήτημα είναι το θέμα του αναγκαστικού δανείου του
1942-1943».