Θα θυμάστε ότι όταν πρωτοακούστηκε η πληροφορία για παιδιά που πήγαιναν στα σχολεία και εμφάνιζαν υποσιτισμό, ένα ολόκληρο σύστημα συντεταγμένων και συγχρωτισμένων εγκάθετων σχολιαστών, δημοσιογράφων, αρθρογράφων, διαδικτυακών «περσόνων», «καθώς πρέπει» ιστοσελίδων και προνομιακών κατόχων κάθε λογής πληροφοριών «από μέσα», ξεσηκώθηκε προσπαθώντας να πείσει ότι αυτές οι «φήμες» ήταν κακοήθειες και ψευδείς πληροφορίες που σκοπό είχαν να πλήξουν την κυβέρνηση Παπανδρέου.
Ορισμένοι μάλιστα δεν δίστασαν να βγούνε στο «ρεπορτάζ» προσπαθώντας κάθιδροι να αποδείξουν ότι όλα αυτά ήταν απλώς κακόβουλα δημοσιεύματα. Λες και περίμεναν, οι άθλιοι, να πάνε να τους βρούνε παιδιά και να τους επιβεβαιώσουν ότι δεν έχουν στο σπίτι φαγητό, ότι οι γονείς είναι άνεργοι, ότι στο σπίτι μετά βίας υπάρχουν ρύζι και μακαρόνια.
Ξέχασαν – βέβαια – όλοι αυτοί οι φαύλοι, ότι στο αίμα κάθε ανθρώπου και όχι μόνο των Ελλήνων, κυλάει εκ γενετής ένα συστατικό που λέγεται «αξιοπρέπεια». Ένα συστατικό που οι ίδιοι έχουν κατορθώσει να αφαιρέσουν από το δικό τους αίμα, κάνοντας συνεχείς μεταγγίσεις δηλητηρίου με το οποίο τους εφοδιάζουν οι κατά καιρούς εντολείς τους για να φτιάχνουν «αγιογραφίες», να εξιδανικεύουν καταστάσεις, να αποκρύπτουν ειδήσεις, να διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα ή να υπερβάλουν για κάτι βαθμιαία, στους ρυθμούς που τους χτυπάει το «εργοδοτικό» τους ντέφι, ακόμα και αν αυτό το κάτι είναι ανυπόστατο και ανύπαρκτο.
Είναι οι ίδιοι, αυτοί οι φαύλοι, που συνήθως βρίσκονται «ψηλά» στις λίστες πολλών, μεγάλων, πανελλαδικών εφημερίδων και τηλεοπτικών σταθμών, που βγαίνουν τα μεσημέρια σε εκπομπές και πουλάνε αναλύσεις, χτυπώντας, καθυβρίζοντας και ισοπεδώνοντας κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες, σε μια περίοδο που μόνο ενωμένοι μπορούμε να ελπίζουμε σε κάτι, έστω και ελαχίστως καλύτερο.
Είναι εκείνοι που με περισπούδαστο ύφος πουλάνε σήμερα «ρεαλισμό» και έρχονται κατόπιν εορτής να παραστήσουν τους τιμητές, κάνοντας διαπιστώσεις που χιλιάδες άλλοι τις είχαν κάνει πολλά χρόνια πριν, αλλά τότε, αυτοί οι φαύλοι τους «εξαφάνιζαν», τους λοιδορούσαν, τους έλεγαν «κινδυνολόγους» και τους απομόνωναν από την επικαιρότητα, συνεχίζοντας να προβάλουν και να πριμοδοτούν τους «αντιπροσώπους» της τρυφηλότητας, της ελαφρότητας και του «ελαφρολαϊκού», οι οποίοι βέβαια τους εξασφάλιζαν το υψηλό, «μαύρο», αφορολόγητο βιοτικό τους επίπεδο και γινόντουσαν υπάκουα πιόνια στα διάφορα παιχνίδια τους.
Είναι ίσως οι δύσκολοι καιροί που ζούμε τώρα πια, που πράγματι έρχονται αμείλικτα και ανελέητα να εφαρμόσουν τη λαϊκή θυμοσοφία που επιτάσσει πως «όσο πιο ψηλά ανεβαίνει η μαϊμού στο δέντρο, τόσο περισσότερο φαίνεται ο πισινός της», απογυμνώνοντας τους «θεωρητικούς» της πολιτικής δημοσιογραφίας, οι οποίοι με ένα τηλέφωνο στο χέρι, λαμβάνουν και εκτελούν τα συμβόλαια πολιτικών εκτελέσεων, με το αζημίωτο.
Προχθές στην Ελληνική Βουλή, η υφυπουργός Παιδείας, Εύη Χριστοφιλοπούλου, μιλούσε για πρόγραμμα διανομής «μικρογευμάτων», πιλοτικά, σε 20 περίπου σχολεία της Αττικής με στόχο αυτά να πολλαπλασιαστούν στο επόμενο χρονικό διάστημα. Μιλούσε με ένα ύφος, λες και επρόκειτο για «κοινωνική» πρόσθετη παροχή στα σχολεία, σαν ένα είδος – μπόνους προς τους μαθητές που προάγει το επίπεδο των ελληνικών σχολείων. Την ώρα που, Φεβρουάριο μήνα, ακόμα τυπώνονται τα βιβλία της χρονιάς, η υφυπουργός ανακοίνωνε, σχεδόν πιστεύοντας ότι έκανε κάποια ιστορική τομή στα εκπαιδευτικά πράγματα, την επίσημη έναρξη των συσσιτίων στα σχολεία της Ελλάδας. Το έκανε ανερυθρίαστα, με αυτό το ύφος του αυτάρεσκου πολιτικού ταγού, ενώ θα έπρεπε να εκτελέσει το «πρόγραμμα» χωρίς να βγάλει άχνα, ή απλώς κάνοντας μια λιτή ανακοίνωση, κοιτώντας τα νύχια των ποδιών της.
Στα δελτία ειδήσεων, το θέμα «έπαιξε» για λίγα δευτερόλεπτα, σαν τις ειδήσεις που παίζουν από τον υπόλοιπο πλανήτη όταν παρουσιάζονται εν τάχει γεγονότα από άλλες χώρες της υφηλίου.
Την ίδια στιγμή, γίνονται καμπάνιες για εξασφάλιση σε χιλιάδες οικογένειες μιας σακούλας με ρύζι, γάλα, μακαρόνια, αλεύρι, λάδι και παρουσιάζονται στις οθόνες διευθυντές Marketing και Επικοινωνίας που εκφράζουν την ικανοποίησή τους για την επιτυχία του εγχειρήματος !
Κανείς βέβαια δεν βγήκε να πει ότι τελικά δεν ήταν ψέματα οι φήμες για υποσιτισμό στα ελληνικά σχολεία. Κανείς δεν βγήκε να δηλώσει ανοιχτά και φωναχτά την οργή του για το σημείο στο οποίο φτάσαμε. Ο κόσμος κουράστηκε. Κλείστηκε στο καβούκι του και προσπαθεί να διαφυλάξει τα τετραγωνικά του. Δεν υπάρχει κουράγιο, όρεξη για φωνή και ένα στεντόρειο «Φτάνει πια ρε ΑΛΗΤΕΣ !». Ντροπιασμένοι συνεχίζουμε να περιμένουμε τη μοίρα μας ακούγοντας λόγους και περιμένοντας το δελτίο των 8 και το βιβλιαράκι με τις συνταγές στην εφημερίδα της Κυριακής …
Η ιστορία μιας φωτογραφίας
Την Πέμπτη, 26 Ιανουαρίου 2012, συναντήθηκε ο Σαμαράς με τον Πούτιν στη Ρωσία, κατά τη διάρκεια της τριήμερης, επίσημης επίσκεψής του. Για διπλωματικούς λόγους και για λόγους πρωτοκόλλου, από το γραφείο του Πούτιν, ανακοινώθηκε ότι συναντήθηκε με τον Σαμαρά, υπό την ιδιότητα του ηγέτη του κυβερνώντος κόμματος της «Ενιαίας Ρωσίας», κάτι που είναι απόλυτα λογικό και μάλιστα τολμηρό για όσους γνωρίζουν τη σημειολογία, τη σημασία και τα διπλωματικά πρωτόκολλα που απαρέγκλιτα ακολουθούνται σε όλες τις χώρες σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής.
Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Πούτιν είναι αυτή τη στιγμή εν ενεργεία πρωθυπουργός της Ρωσίας και εκ νέου υποψήφιος πρόεδρός της, γεγονός που προσδίδει άλλη βαρύτητα στη συνάντησή του με τον Σαμαρά, από τη στιγμή που ήταν ανακοινωμένη η επίσκεψή του ως επίσημη και εξ αυτού του λόγου υπήρχε λογική τήρησης πρωτοκόλλου μιας και στην Ελλάδα μέχρι να γίνουν εκλογές και για την ώρα, μεταβατικός πρωθυπουργός είναι ο Παπαδήμος.
Παρ’ όλ’ αυτά και χωρίς ίχνος τήρησης της όποιας εναπομείνασας δεοντολογίας υπάρχει σε μερικούς ανθρώπους των ΜΜΕ της χώρας, πολλοί επιδόθηκαν σε ένα όργιο αμφισβήτησης της πραγματοποίησης αυτής της συνάντησης. Δεν δίστασαν να λοιδορήσουν, να κάνουν χαβαλέ και πλάκα, να υποβαθμίσουν και να γελοιοποιήσουν σε μερικές περιπτώσεις. Άνθρωποι όπως ο Π. Μανδραβέλης και ο Σ. Θεοδωράκης, αμφισβήτησαν δημοσίως τη συνάντηση. Το ίδιο έπραξαν και διάφοροι «δορυφόροι» στην επαρχία. Επιζητούσαν εναγωνίως μια φωτογραφία για να πειστούν. Ένα πειστήριο, όντας βέβαιοι ότι δεν θα υπήρχε.
Αναρωτιέμαι, τι θα κέρδιζαν ; Τι είχαν να πανηγυρίσουν εάν είχαν δίκιο ; Τι θα γινόταν ; Θα ένιωθαν δικαιωμένοι για ποιο λόγο και τι θα είχε να κερδίσει τελικά η πατρίδα ;
Μετά από όλα αυτά, δημοσιεύτηκαν τελικά οι φωτογραφίες της συνάντησης για να σταματήσουν τη σπέκουλα οι «αρρωστημένοι». Και βέβαια κανείς δεν είχε την τσίπα έστω να ανασκευάσει όσα είχε πει. Από εδώ και πέρα, από αυτούς που αμφισβήτησαν όπως αμφισβήτησαν τη συνάντηση, θα απαιτώ φωτογραφίες και ντοκουμέντα για όσα γράφουν και υποστηρίζουν είτε μιλώντας, είτε γράφοντας. Αλλιώς θα τους θεωρώ εκ των προτέρων ψεύτες.
Το δάκρυ της γιαγιάς
Η γιαγιά – ζωή να έχει – έχει πατήσει τα ενενήντα και ευτυχώς τα έχει ακόμα τετρακόσια. Πέρασε χρόνια δύσκολα, με στερήσεις, πολέμους, κακουχίες, σκληρή δουλειά, ανεκπλήρωτα όνειρα. Είδε πολλά, βίωσε πολλά, στάθηκε σε όλα με ψηλά το κεφάλι, με αξιοπρέπεια, περήφανα. Έχει αποκτήσει πια σοφία, που δεν διδάσκεται, που δεν βρίσκεται στα βιβλία, στα πτυχία και στους πανεπιστημιακούς παπύρους.
Προχθές την επισκέφθηκα. Από την πόρτα άκουσα την τηλεόραση, συντονισμένη σε ενημερωτική εκπομπή, με τον παρουσιαστή να αναφέρεται στα τραγικά νούμερα που ανακοινώθηκαν για τα ποσοστά της ανεργίας, της φτώχειας στον πληθυσμό της χώρας και τις νέες περικοπές που έρχονται.
Καθώς με προϋπαντούσε, την είδα δακρυσμένη. «Έλα βρε γιαγιά», της είπα, «θα τα καταφέρουμε και εμείς, όπως τα καταφέρατε και εσείς σε πολύ πιο δύσκολα, σε φτώχειες, πολέμους, κατοχή. Είναι η σειρά της δικής μας γενιάς να φτιάξει την Ελλάδα από την αρχή και να προσπαθήσουμε να αφήσουμε κάτι καλύτερο στα παιδιά μας. Θα δυσκολευτούμε, αλλά θα τα καταφέρουμε.».
«Στην κατοχή, παιδί μου, στην επαρχία είχαμε να φάμε», είπε η γιαγιά και συνέχισε. «Αγωνιζόμασταν στα χωράφια για να ταΐσουμε τα παιδιά μας, τώρα θα ετοιμάζεις καρπό και θα στον κλέβουν τη νύχτα. Τώρα φοβάστε να κυκλοφορήσετε στο δρόμο, σκοτώνουν για λίγα λεφτά, δεν θα μπορείτε να πάτε στη δουλειά σας. Φοβόμαστε να κοιμηθούμε μέσα στα σπίτια μας. Πως θα παλέψετε ;».
Η γιαγιά τα είπε όλα. Ο φόβος και η ανασφάλεια στην καθημερινότητα μιας κοινωνίας είναι ο χειρότερος εχθρός. Χωρίς σταθερότητα και ασφάλεια δεν μπορούμε να σταθούμε και να παλέψουμε, έστω και με λίγα. Ό,τι και να γίνει, η ασφάλεια για τους πολίτες πρέπει να είναι αυτονόητη. Διαφορετικά δεν υφίσταται κοινωνία και δεν μπορεί να αγωνιστεί για τίποτα.
vasileios[at]balafas.gr
vbalafas.blogspot.com