Οι βουλευτές, πρώην βουλευτές και ευρωβουλευτές έχασαν την «μάχη» στο
Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, το οποίο με μια πρώτη απόφασή του έκρινε ότι
δεν δικαιούνται αναδρομικές διαφορές αποδοχών, ενώ την ίδια στιγμή μόνο
43 βουλευτές παρατήθηκαν από την μισή και πλέον Βουλή που έχει προσφύγει
στη Δικαιοσύνη.
Στα Διοικητικά Δικαστήρια της Αθήνας έχουν προσφύγει βουλευτές και
διεκδικούν, με το νόμιμο τόκο, τις διαφορές των αποδοχών τους, που δεν
τους χορηγήθηκαν μετά την αύξηση των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών.
Κατά μέσο όρο, με την κάθε αγωγή τους οι βουλευτές διεκδικούν 250.000
ευρώ, χωρίς ωστόσο να μπορεί να προσδιοριστεί το ακριβές ποσό, καθώς τα
χρηματικά ποσά κυμαίνονται ανάλογα με το πόσες αγωγές έχει καταθέσει ο
κάθε βουλευτής και με τα χρόνια που διετέλεσε βουλευτής.
Στις αγωγές τους, οι βουλευτές επικαλούνται ότι παραβιάζονται οι
συνταγματικές επιταγές με τις οποίες καθιερώνεται η αρχή της διάκρισης
των τριών λειτουργιών (νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής), οι
οποίες μεταξύ τους είναι ισοδύναμες και ισότιμες. Παράλληλα, ο κάθε
βουλευτής διεκδικεί και αποζημίωση 10.000 ευρώ, για την ηθική βλάβη που
υπέστη από την μη αναπροσαρμογή των αποδοχών του.
H πρώτη εφετειακή απόφαση
Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, με την υπ΄ αριθμ. 13/2012 απόφασή του
(πρόεδρος ο Νικ. Διακονικολάου και εισηγήτρια η Σοφία Τσέκου-Πλιάτσικα),
απέρριψε την έφεση πρώην βουλευτή της ΝΔ (διετέλεσε βουλευτής τέσσερεις
κοινοβουλευτικές περιόδους, 1993 - 2004), ενώ αντίθετα έκανε δεκτή την
έφεση του ελληνικού Δημοσίου κατά της πρωτόδικης απόφασης που τον είχε
δικαιώσει, μερικά.
Αναλυτικότερα, ο πρώην βουλευτής Ευγένιος Χαϊτίδης (ΝΔ Σερρών) διεκδικεί
από το ελληνικό Δημόσιο 401.152,82 ευρώ. Το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει τη
διαφορά της βουλευτικής αποζημίωσης με τις μηνιαίες αποδοχές του
προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ),
που ανέρχεται στα 10.271,46 ευρώ.
Να σημειωθεί ότι οι δικαστές (πρόεδροι των τριών μεγάλων δικαστηρίων και
σύμφωνα με την θεωρία της πυραμίδας και οι δικαστές των λοιπών βαθμών)
έχουν λάβει την διαφορά αυτή των αποδοχών τους, ως έκτακτη παροχή για
την τετραετία 2003 έως 2007, με σειρά αποφάσεων του Μισθοδικείου.
Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών επιδίκασε στον πρώην βουλευτή το ποσό
των 202.496,18 ευρώ, καθώς έκανε μερικά δεκτή την αγωγή του. Όμως, λόγω
της απώλειας που είχε από τις διεκδικήσεις του, συνέχισε τον δικαστικό
του αγώνα στο Εφετείο, διεκδικώντας τη διαφορά από το αρχικό ποσό των
401.152,82 ευρώ.
Επίσης, διεκδικεί και χρηματική ικανοποίηση (10.000 ευρώ) για την ηθική
βλάβη που υποστεί από την μη καταβολή των προσαυξήσεων της βουλευτικής
αποζημίωσής του (πρωτόδικα του επιδικάστηκαν 1.000 ευρώ).
Φυσικά, το Δημόσιο ζητούσε να απορριφθεί η αναίρεση του πρώην βουλευτή.
Οι Εφέτες έκριναν "κατ΄αρχήν" ότι «η καταβαλλόμενη στους βουλευτές κατά
μήνα αποζημίωση δεν έχει τα εννοιολογικά στοιχεία του μισθού, που
αποτελεί χρηματική κατά κανόνα αντιπαροχή, καταβαλλόμενη στον εργαζόμενο
για ορισμένη εργασία από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που οφείλεται από
την παροχή της, αλλά αποβλέπει στην κάλυψη των οικονομικών συνεπειών από
την απομάκρυνση του βουλευτή από τον επαγγελματικό και βιοποριστικό
γενικά έργο του και την αποκλειστική του απασχόληση με το λειτούργημά
του».
Ακόμη, οι Εφέτες υπογραμμίζουν ότι η εφάπαξ έκτακτη παροχή, που έλαβαν
οι δικαστικοί λειτουργοί (2003-2007) και εξομοιώνονται οι αποδοχές τους
με αυτές του προέδρου του ΕΕΤΤ, είναι ανεξάρτητη και δεν συνδέεται με το
μισθολόγιο των δικαστών, έτσι ώστε να μπορεί να τεθεί ζήτημα
αναπροσαρμογής της βουλευτικής αποζημίωσης.
Η έκτακτη αυτή παροχή, που έλαβαν οι δικαστές συνιστά «αναγνώριση
επιπλέον απολαβών προς τους δικαστικούς λειτουργούς, όπως αυτές
συνδέονται προς τις ειδικότερες συνθήκες άσκησης» του επαγγέλματός τους
και συνεπώς «δεν αφορούν άλλους λειτουργούς, των οποίων οι αποδοχές τους
εξισώνονται με εκείνες των δικαστών».
Οι δικαστές έλαβαν την έκτακτη αυτή παροχή επειδή υπήρχε μεγάλος φόρτος
εργασίας (μεγάλος όγκος υποθέσεων) στα δικαστήρια και στο Νομικό
Συμβούλιο του Κράτους, λόγω της εισόδου μεγάλου αριθμού οικονομικών
μεταναστών (απελάσεις, άδειες παραμονής, παραβατικές συμπεριφορές,
κ.λπ.), των Ολυμπιακών Αγώνων και της επίσπευσης και εκτέλεσης δημοσίων
συμβάσεων.
Έτσι, κρίθηκε ότι η επέκταση της επίμαχης παροχής στους βουλευτές
«συνιστά ανεπίτρεπτη άσκηση νομοθετικού έργου», καθώς ο νομοθέτης κατά
πρώτον είχε την πρόθεση να αναγνωριστούν οι απολαβές αυτές προς τους
δικαστικούς για συγκεκριμένους λόγους, ενώ κατά δεύτερον «είχε την
πρόθεση να αποκλείσει άλλες κατηγορίες λειτουργών, οι αποδοχές των
οποίων συναρτώνται με το ύψος των μηνιαίων αποδοχών του ανώτατου
δικαστικού λειτουργού» (δηλαδή τους βουλευτές).
Κατόπιν αυτών, το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι αβάσιμα ο πρώην βουλευτής
ζητεί την διαφορά των αποδοχών του με αυτές του προέδρου του ΕΕΤΤ.
Πάντως, ο πρόεδρος του δικαστηρίου μειοψήφησε υποστηρίζοντας ότι ο πρώην
βουλευτής πρέπει να λάβει το ποσό που διεκδικεί.
Ας σημειωθεί ότι από το Διοικητικό Εφετείο αναμένεται η έκδοση και άλλων
αποφάσεων επί προσφυγών βουλευτών, που πιθανά να είναι και αντίθετες με
την επίμαχη απόφαση που δημοσιεύθηκε.