Με καταθέσεις των Ι. Αρμάγου, Η. Πεντάζου, Δ. Τζανίνη και Γ. Τζανιά συνεχίστηκαν οι εργασίες της Εξεταστικής Επιτροπής.
Θανάσιμες αδυναμίες του συστήματος καταγραφής και παρακολούθησης των δημοσίων οικονομικών και των προσλήψεων, αδιαφάνεια και γραφειοκρατία, αδυναμία επαρκούς υλοποίησης κρίσιμων αποφάσεων, μια οικονομική κρίση που καταφέρνει να παραπλανεί ως προς την τελική της έκβαση και μια διαπραγμάτευση με την Eurostat «με το πιστόλι στο τραπέζι», συνθέτουν το πλαίσιο της ελληνικής δημοσιονομικής κατάρρευσης, όπως τουλάχιστον αναδύεται στις καταθέσεις των στελεχών και εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Οικονομικών, ενώπιον της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής.
Έχοντας αναλάβει υψηλά ιεραρχικά αξιώματα επί διαφορετικών κυβερνήσεων, η Ιουλία Αρμάγου γ.γ. Δημοσιονομικής Πολιτικής το 2008-9, ο διάδοχός της Ηλίας Πεντάζος, ο Δημήτριος Τζανίνης, πρόεδρος του Σώματος Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων επί υπουργίας Γ. Παπαθανασίου και ο διάδοχός του, Γιώργος Τζανιάς, απορρίπτουν κατ' αρχήν το ενδεχόμενο πολιτικής παρέμβασης στην Ελληνική Στατιστική Αρχή, προκειμένου να εξυπηρετηθεί κάποια συγκεκριμένη πολιτική στόχευση μέσω τεχνητής αύξησης του ελλείμματος. Συμφωνούν πως οι αδυναμίες των υπηρεσιών καταγραφής και παρακολούθησης των δημοσιονομικών δεδομένων είναι χρόνιες και πως οι πολιτικές ευθύνες για τη μη θεραπεία τους διαχρονικές.
Μία σειρά από παράδοξα φαινόμενα, όπως η διάσταση εκτιμήσεων για το έλλειμμα μεταξύ του υπουργού Οικονομικών Γ. Παπαθανασίου και του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, Γ. Προβόπουλου, έχουν τη ρίζα τους και σ' αυτό το φαινόμενο. Από την άλλη, διιστάμενες υπήρξαν οι απόψεις τους, σχετικά με τις δυνατότητες λήψης έκτακτων μέτρων στα τέλη του 2009 προκειμένου να περιοριστεί το έλλειμμα και «εμπροσθοβαρούς δανεισμού» την ίδια περίοδο, όταν τα επιτόκια δανεισμού ήταν ακόμη διαχειρίσιμα.
«Το Γενικό Λογιστήριο έχει καλά στοιχεία για το κράτος. Για να βγάλεις ωστόσο το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης, θα πρέπει να προσθέσεις τους ΟΤΑ, τα ασφαλιστικά ταμεία και τα διάφορα νομικά πρόσωπα» διευκρινίζει ο Γ. Τζανιάς. Για τα υπόλοιπα αυτά στοιχεία, υπεύθυνη ήταν η Στατιστική Υπηρεσία, η οποία απευθυνόταν για τη συμπλήρωσή τους στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης.
Σύμφωνα όμως με την Ιουλία Αρμάγου, «δεν μπορούσε κανείς να έχει πλήρη εμπιστοσύνη στα στοιχεία που του διαβίβαζαν τα νοσοκομεία ή η Τοπική Αυτοδιοίκηση. Όταν, για παράδειγμα, έρχονται και σου λένε ότι τιμολόγια των προμηθευτών στα λογιστήρια των νοσοκομείων είναι στοιβαγμένα σε κούτες και τα τρώνε τα ποντίκια, πώς μπορώ να έχω εμπιστοσύνη στα στοιχεία που στέλνει το κάθε νοσοκομείο στην Στατιστική Υπηρεσία;». Ακόμα περισσότερο, με δεδομένη την ευθύνη της Στατιστικής Υπηρεσίας να διαβιβάζει τα στατιστικά στοιχεία στην Eurostat, αναπτύχθηκε και μία μόνιμη διαμάχη ανάμεσα σ' αυτήν και το Γενικό Λογιστήριο, με τα στελέχη του τελευταίου να «κατηγορούν τους λογιστικάριους για παραποίηση των στοιχείων που διαβιβάζονταν. Η αλήθεια έκτοτε αναζητείται» παρατήρησε η μάρτυρας.
Σε κάθε περίπτωση, οι στατιστικές με τις οποίες η ελληνική κυβέρνηση εφοδιαζόταν στο εξωτερικό το 2009, δεν προκαλούσαν εξ αρχής έντονη ανησυχία, ώστε να καταστεί επιτακτική η λήψη έκτακτων μέτρων. Αυτό τουλάχιστον ισχυρίστηκε ο Δ. Τζανίνης. Ακόμα και το ΔΝΤ στις παρατηρήσεις του, εστιαζόταν στη λήψη μέτρων μεσο-μακροπρόθεσμου χαρακτήρα. Η κατάσταση κατά τον πρώην πρόεδρο του ΣΟΕ, παρουσιάζεται πιο ανησυχητική το καλοκαίρι του 2009, με επιστολή του κ. Γιούνκερ που κρούει για πρώτη φορά το καμπανάκι του κινδύνου τον Ιούλιο, παρότι η πρόβλεψη της Κομισιόν για το έλλειμμα, παραμένει στο 5,1%.
«Υπήρχε η κατανόηση «να δούμε πώς πάει το καλοκαίρι». Ένα μεγάλο μέρος της οικονομίας θα εκφράζονταν το καλοκαίρι όπως ο τουρισμός - και αυτό θα καθόριζε αν πρώτα θα λαμβάναμε μέτρα το φθινόπωρο και τι είδους» ανέφερε ο πρώην πρόεδρος του ΣΟΕ. Κατά την εκτίμησή του δε, ακριβώς η ανάγνωση των δημοσιονομικών στοιχείων του Σεπτεμβρίου, οδήγησε την κυβέρνηση Καραμανλή, στην πρόωρη προσφυγή στις κάλπες:
«Καταλύτης στην απόφαση κατά την γνώμη μου, ήταν η ανάγνωση των τελευταίων δημοσιονομικών στοιχείων στις αρχές Σεπτεμβρίου, γιατί τουλάχιστον στο ΣΟΕ συμπεράναμε πως ο στόχος για έλλειμμα 3,7% δεν ήταν επιτεύξιμος, υπήρχε μια διολίσθηση στις δαπάνες γιατί δεν υπήρχαν μηχανισμοί ελέγχου και υπήρχε η ανάγκη λήψης πρόσθετων μέτρων» ανέφερε ο κ. Τζανίνης.
Μέτρα βεβαίως, είχε εξαγγείλει η κυβέρνηση Καραμανλή - και μάλιστα τρεις φορές. Αρκετά απ' αυτά, απαρίθμησε η Ιουλία Αρμάγου: Περιορισμός των ελαστικών δαπανών των υπουργείων και των δαπανών για συμβάσεις έργου κατά 10%, περιορισμός των προσλήψεων με εξαίρεση τους τομείς της υγείας και της παιδείας, μη χορήγηση εισοδηματικής πολιτικής στους υπαλλήλους και συνταξιούχους του δημοσίου, εφαρμογή αυστηρού ελέγχου στις δαπάνες της τοπικής αυτοδιοίκησης, των νοσοκομείων και των ασφαλιστικών ταμείων, εφαρμογή ολοκληρωμένου συστήματος προμηθειών στο χώρο της υγείας για εξοικονόμηση 500 εκ. ευρώ στην τριετία, επίσπευση της μηχανογράφησης και των διαδικασιών ελέγχου των συνταγογραφήσεων κ.ά..
«Τίποτε απ' αυτά δεν έγινε» παρατήρησε ο Χρήστος Πρωτόπαπας. «Δέκα χιλιάδες προσλήψεις έγιναν σε προγράμματα stage παραμονές των εκλογών» συμπλήρωσε. «Δυστυχώς, ένα από τα προβλήματα που υπήρχαν, ήταν ότι δεν υπήρχε ένα κεντρικό σύστημα παρακολούθησης των προσλήψεων» απάντησε ο Δ. Τζανίνης.
Με τη λήψη πρόσθετων μέτρων να επαφίεται στην επόμενη κυβέρνηση για το τελευταίο τρίμηνο του 2009, την ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών αναλαμβάνει ο Γ. Παπακωνσταντίνου, ο οποίος ανακοινώνει πρόβλεψη ελλείμματος 12,5% έναντι του 6% του προκατόχου του. Ο διπλασιασμός της εκτίμησης μέσα σε λίγες μόλις μέρες, οφείλεται κατά τον Ηλία Πεντάζο, «αποκλειστικά στην υποεκτίμηση των στοιχείων του Προϋπολογισμού του 2009»:
«Στα έσοδα είχαμε απόκλιση γύρω στα 9 δισ. και στις δαπάνες 4 έως 4,5 δισ. Μόνο τα ασφαλιστικά ταμεία μας τράβηξαν πάρα πολλά χρήματα μέχρι το τέλος του 2009, γιατί έπεσε κάθετα η εισφοροδοτική ικανότητα, ενώ είχαν υπερτιμηθεί πάρα πολύ οι απολαβές τους» ανέφερε. Με την Eurostat να αξιώνει πλέον ενδελεχή έρευνα για πιστή καταγραφή των χρεών και ελλειμμάτων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, άρχισαν «να βγαίνουν οι σκελετοί από τα ντουλάπια των ασφαλιστικών ταμείων - δαπάνες τις οποίες δεν τις είχαν μετρήσει ή τις είχαν μετρήσει με διαφορετικό τρόπο, τις είχαν διπλοχρεώσει ή ήταν στο ισοζύγιό τους, αλλά δεν τις είχαν περάσει».
Ένα από τα βασικά ερωτήματα που έχουν τεθεί όλο αυτό το διάστημα, είναι εάν η κυβέρνηση είχε την δυνατότητα τον Δεκέμβριο του 2009 να δανειστεί εμπροσθοβαρώς με σχετικά χαμηλά spreads, προκειμένου να διατηρήσει ένα δημοσιονομικό απόθεμα για το 2010 και να αποφύγει η Ελλάδα την κατοπινή περιπέτεια. Επ' αυτού, οι γνώμες διίστανται: Κατά τον Δ. Τζανίνη, πρόεδρο του ΣΟΕ επί κυβερνήσεως ΝΔ, κάτι τέτοιο ήταν επιβεβλημένο - και η αδράνεια της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ να το εκμεταλλευτεί, επέτεινε την αβεβαιότητα για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας:
«Τα spreads δεν αντέδρασαν στο πρόβλημα των Greek statistics, αλλά παρέμειναν στο 120%-130%, για περίπου δυο μήνες. Οι αγορές ήταν υπομονετικές. Παρά τη μεγάλη απόκλιση των όσων έλεγε η μία κυβέρνηση απ' την άλλη, το κόστος δανεισμού είχε κρατηθεί εκεί. Ίσως όμως η απραξία, η μη εκδήλωση διάθεσης να ελέγξεις το πρόβλημα και η μη πρόσβαση στις αγορές όταν σε χρηματοδοτούν αρκετά φθηνά, οδήγησαν σε μια ραγδαία απώλεια εμπιστοσύνης» εκτίμησε ο κ.Τζανίνης.
Αντίθετα, ο νυν πρόεδρος του ΣΟΕ, Γιώργος Τζανιάς, εκτιμά πως ο δανεισμός αυτός δεν ήταν η σωστή επιλογή: «Ζητήσαμε δάνειο 5 δισ. και μας πρότειναν 25 δισ. Ήταν πολύ δελεαστικό το να απλώσεις και να τα πάρεις. Όμως οι σύμβουλοι μας, οι διεθνείς εταιρείες οι οποίες έκαναν τη διαδικασία αυτή, μας συμβούλευσαν εντελώς εναντίον και είπαν «μην πάρετε πάνω από 8 δισ,, διότι αν πάτε και τα πάρετε, δεν θα σας τα ξαναδώσουν».
Ο Ηλίας Πεντάζος, απαντώντας σε αντίστοιχο ερώτημα του Π. Κουρουμπλή, επέλεξε τη μέση οδό: «Πιθανώς κάποιος θα μπορούσε να πει πως ο υπουργός μπορούσε να δανειστεί τα χρήματα αυτά -και κάποιος άλλος το αντίθετο».
Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τον Γ. Τζανιά, η περαιτέρω καταγραφή αύξησης του ελλείμματος σε επίπεδο 15,7%, από την ΕΛΣΤΑΤ και τον Α. Γεωργίου, υπήρξε ένας καθοριστικός παράγοντας για την αναβολή της εξόδου της ελληνικής οικονομίας στις αγορές: «Ο κυριότερος λόγος ήταν οι αποφάσεις Μέρκελ-Σαρκοζί στη Ντοβίλ, αλλά και το υψηλότερο έλλειμμα βοήθησε».
«Μπορούσε η ελληνική πλευρά λοιπόν, να διαπραγματευτεί τουλάχιστον το ύψος των χρεών των νοσοκομείων που θα καταγράφονταν;» Το ερώτημα αυτό έθεσε ο Π. Κουρουμπλής στον Ηλία Πεντάζο, υπενθυμίζοντας πως «δύο εκατομμύρια ανασφάλιστοι μετανάστες περιθάλπονται δωρεάν από το ΕΣΥ και η Συνθήκη «Δουβλίνο 2», μας έχει μετατρέψει σε αποθήκη μεταναστών προς όφελος της ΕΕ. Αν το Ελεγκτικό Συνέδριο βγάλει πως απ' τα 6,5 δισ. χρέη των νοσοκομείων, μονάχα τα 2 δισ. είναι πραγματικά και όλα τα άλλα είναι απατεωνιές, ποιος θα το πληρώσει, αφού δεν διαπραγματευτήκαμε και σταθήκαμε τόσο καλοϋπάκουα, για να μη μας πούνε ψεύτες οι Ευρωπαίοι;».
«Στο τραπέζι δεν κάθονται δύο ισότιμα μέρη. Κάθεται ο δανειστής και κάθεται και αυτός ο οποίος έχει την ανάγκη να καλύψει τα ελλείμματά του» απάντησε ο γ.γ. Δημοσιονομικής Πολιτικής. «Αυτός που έχει το πιστόλι, είναι ο δανειστής», ανέφερε. «Έχει και ο δανειζόμενος πιστόλια. Αρκεί να έχει το σθένος να τα χρησιμοποιήσει» ανταπάντησε ο βουλευτής.