Σκληρή στάση στο θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας κρατά ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος. Μέσα από το βιβλίο που έγραψε με τίτλο «Εκκλησιαστική περιουσία και μισθοδοσία του κλήρου» και ολοκλήρωσε μόλις πριν από λίγες ημέρες υποστηρίζει ότι σήμερα η Εκκλησία όχι μόνο δεν κατέχει τεράστια περιουσία, αλλά αδυνατεί να ανταποκριθεί στις άμεσες υποχρεώσεις της λόγω οικονομικών προβλημάτων. Δεν διστάζει μάλιστα να αναφέρει ότι σε περίπτωση που η Πολιτεία διακόψει τη μισθοδοσία του κλήρου, η Εκκλησία θα διεκδικήσει την επιστροφή όλης της περιουσίας της που έχει δημευθεί.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας "Τα Νέα", στο 239 σελίδων βιβλίο του ο Αρχιεπίσκοπος χρησιμοποιεί σε αρκετές περιπτώσεις βαριές εκφράσεις κατά της Πολιτείας για τη στάση που τήρησαν – όπως λέει – στο θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας. Κάνει λόγο για «επιδρομή κατά της εκκλησιαστικής περιουσίας», σημειώνοντας ότι δυστυχώς η εκκλησιαστική περιουσία από την Παλιγγενεσία και έπειτα έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης της Πολιτείας επί περίπου δύο αιώνες». Μάλιστα, αφιερώνει μεγάλο μέρος του βιβλίου του στην τεκμηρίωση της άποψης ότι η Εκκλησία προσέφερε στην Πολιτεία δεκάδες εκτάσεις για να καλυφθούν οι ανάγκες του ελληνικού κράτους και ότι εισέπραξε ελάχιστα ως αντάλλαγμα. «Οταν το Κράτος βρέθηκε σε μεγάλες οικονομικές δυσκολίες και αδιέξοδα, η Εκκλησία έσπευσε αυθόρμητα και κάλυψε τις ανάγκες αυτές. Αντιθέτως η Πολιτεία σε ώρες κρίσιμες για την Εκκλησία, κινούμενη από διάφορες σκοπιμότητες, συχνά έδρασε αυθαίρετα, αντικανονικά και παράνομα εις βάρος της, υπήρξε καθ’ ολοκληρίαν ασυνεπής», γράφει.
Ο Αρχιεπίσκοπος εξηγεί στην εισαγωγή του βιβλίου του ότι πήρε την απόφαση να γράψει για το θέμα της περιουσίας διότι αυτή την περίοδο χρειαζόμαστε «περισσότερο φως σε θέματα μικρά ή μεγάλα που αφέθησαν από αδράνεια, από αμέλεια και περισσότερο από σκοπιμότητες να δηλητηριάζουν τις ψυχές, τις σχέσεις των ανθρώπων και να δημιουργούν επικίνδυνες κοινωνικές καταστάσεις. Ενα τέτοιο θέμα είναι της εκκλησιαστικής περιουσίας και της δήθεν σημερινής οικονομικής ευμάρειας της Εκκλησίας μας, η οποία, σύμφωνα με κάποιους επικριτές της, συμπεριφέρεται με σκληροκαρδία προς τους συνανθρώπους μας». Και συνεχίζει λέγοντας ότι πολλοί δημοσιογράφοι και ΜΜΕ «επιδίδονται στο άθλημα της καχυποψίας και της ανειλικρίνειας και κάνουν λόγο για θησαυρούς και πακτωλούς χρημάτων που δήθεν κρύπτονται αυτάρεσκα και εγωιστικά σε εκκλησιαστικά θησαυροφυλάκια».
Την άγνοια των πολιτών για το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας, αλλά και τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Εκκλησία επιχειρεί να καταδείξει ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος περιγράφοντας στην εισαγωγή του βιβλίου τρία πρόσφατα περιστατικά:
«Προ καιρού συναντήθηκα με εκπροσώπους των "αγανακτισμένων" συμπολιτών μας που συγκεντρώνονταν στην Πλατεία Συντάγματος. Η συζήτησή μας στράφηκε στα διάφορα σύγχρονα προβλήματα και, όπως ήταν φυσικό, στα οικονομικά της Εκκλησίας. Με εντυπωσίασε η ολοκληρωτική άγνοια των ανθρώπων. Προσπάθησαν να με πείσουν ότι η Εκκλησία έχει το καθήκον και την οικονομική δυνατότητα να αγοράσει δημόσιες εταιρείες (ΔΕΚΟ) για να μην περιέλθουν αυτές στα χέρια ξένων».
Παρόμοια πρόταση δέχθηκε και από πρόεδρο επιμελητηρίου μεγάλου νομού. Σε επιστολή που έστειλε στον Αρχιεπίσκοπο έγραφε μεταξύ άλλων «Στα πλαίσια αυτής της συμμετοχής και της συμπαράστασης στα προβλήματα της χώρας, η αγορά από την Εκκλησία του ποσοστού της ΔΕΗ 17% που προτίθεται να διαθέσει το Κράτος, θα είναι μια θετική ενέργεια επωφελής για τη χώρα και τους πολίτες. (...) Θα είναι μία ακόμη απάντηση σε όσους κακόβουλα υποστηρίζουν ότι η Εκκλησία δεν ενδιαφέρεται παρά μόνο για τα του οίκου της, αλλά και θα επιβεβαίωνε την προαιώνια συνδρομή και ρεαλιστική συμμετοχή της στα δρώμενα της κοινωνίας και του έθνους πλέον από το πνευματικό έργο της, που είναι ειδικά στους καιρούς που ζούμε τεράστιο και απαραίτητο όσο ποτέ άλλοτε».
Οπως αναφέρει ο κ. Ιερώνυμος, «ομολογουμένως συγκινήθηκα από το ενδιαφέρον του αγαπητού προέδρου, αλλά λυπήθηκα για την ελλιπή ενημέρωσή του. Πώς θα μπορούσα να τον πείσω αυτόν και τους άλλους καλοπροαίρετους ότι οι οικονομικοί συνεργάτες μου μόλις με είχαν ενημερώσει ότι τα σημερινά διαθέσιμα χρήματα του Κεντρικού Οργανισμού της Εκκλησίας επαρκούν μέχρι τον προσεχή Δεκέμβριο (2011) και το πρώτο πρόβλημα που αναφύεται είναι τι θα γίνει με τους διακόσιους περίπου υπαλλήλους οι οποίοι μισθοδοτούνται από τον Εκκλησιαστικό Οργανισμό».
Το μέγεθος της σύγχυσης, γράφει, φαίνεται και από ένα άλλο γεγονός: «Με επεσκέφθη στο γραφείο της Αρχιεπισκοπής κλιμάκιο τηλεοπτικού καναλιού της Γαλλίας και μεταξύ άλλων μου επεσήμαναν: "Ερχόμαστε από το υπουργείο... Εκεί μας είπαν ότι αν η Εκκλησία προσέφερε τα σημερινά διαθέσιμα χρήματά της, αρκούσαν και μόνον αυτά να καλύψουν το εξωτερικό χρέος της Ελλάδας. Γιατί δεν το επιχειρείτε;". (...)
Θεώρησα λοιπόν χρέος μου, έχων ενώπιόν μου αυτή την εικονική κατάσταση, αφενός του μύθου της εκκλησιαστικής περιουσίας και του δήθεν πακτωλού των χρημάτων της και αφετέρου της αδυναμίας του Κεντρικού Οργανισμού της Εκκλησίας να αντιμετωπίσει τις άμεσες οικονομικές υποχρεώσεις του, να ασχοληθώ με το θέμα,αποσκοπώντας προπάντων στη σωστή ενημέρωση του λαού μας».