29 Μαρτίου 2012

Τα αίτια της ρήξης των τουρκόφωνων Ποντίων με το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ

Όπως έχουμε δει, ο σημαντικότερος εχθρός του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ στην Μακεδονία την περίοδο της Κατοχής ήταν οι εξοπλισμένοι χωρικοί που περίπου απ’το τέλος του 1943 και μετά είχαν οργανωθεί στον Εθνικό Ελληνικό Στρατό (ΕΕΣ). Το κυριότερο χαρακτηριστικό αυτών των αντι-εαμικών χωρικών ήταν ότι στην μεγάλη τους πλειοψηφία ήταν τουρκόφωνοι Πόντιοι πρόσφυγες.

Είχαν έρθει στην Ελλάδα μετά την συνθήκη της Λωζάνης και εγκαταστάθηκαν στην Μακεδονία προσπαθώντας να ξαναφτιάξουν απ΄την αρχή την ζωή τους μετά τον ξεριζωμό. Πολλοί εξ’αυτών συμμετείχαν ενεργά στο αντάρτικο του δυτικού Πόντου την περίοδο 1915-1921 κατά των Τούρκων, στο οποίο βασίστηκε η αντάρτικη παράδοση της συγκεκριμένης κοινότητας.

Εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι μία κοινότητα ξεριζωμένων προσφύγων με παράδοση στα αντάρτικο θα μπορούσε να βοηθήσει ενεργά την αντάρτικη δράση του ΕΛΑΣ που ελεγχόταν απ’τους κομμουνιστές οι οποίοι ήταν γνωστοί για τα κηρύγματά τους υπέρ των αδυνάτων. Αυτό όμως δεν συνέβη. Και όχι απλά δεν συνέβη, αλλά οι τουρκόφωνοι Πόντιοι έγιναν ο μεγαλύτερος εχθρός του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ στην βόρειο Ελλάδα και φυσικά αντιμετωπίστηκαν από αυτόν με την ανάλογη σκληρότητα.

Η παρούσα ανάρτηση θα επιχειρήσει να αναλύσει τα αίτια αυτής της αντιπαλότητας μεταξύ τουρκόφωνων πόντιων και ΕΛΑΣ.
Αρχικά πρέπει να τονιστεί ότι η αριστερή φρασεολογία περί "προδοτών και γκεσταπιτών" δεν αντέχει σε κριτική. Άνθρωποι που κράτησαν ζωντανό μέσα τους τον ελληνισμό για τόσους αιώνες σε εχθρικό περιβάλλον και πρωτοστάτησαν στο ποντιακό αντάρτικο δεν μπορεί από την μία στιγμή στην άλλη να έγιναν προδότες. Ούτε βέβαια μπορεί κανείς να εντοπίσει ιδεολογικά κίνητρα στην συνεργασία πολλών Ποντίων οπλαρχηγών με τους Γερμανούς. Οι αμόρφωτοι ως επί το πλείστον Πόντιοι πρόσφυγες δεν είχαν ιδέα περί εθνικοσοσιαλισμού και στην μεγάλη τους πλειοψηφία άνηκαν από την προπολεμική περίοδο στην βενιζελική παράταξη.

Μία βασική αιτία της ρήξης ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και τουρκόφωνων Ποντίων ήταν το ότι η αντάρτικη παράδοση των τελευταίων βασιζόταν στην ηγεσία ενός τοπικού οπλαρχηγού που δρούσε αυτόνομα και ανεξάρτητα απ’τους υπολοίπους. Ασκούσε τοπική εξουσία στην περιοχή δράσης του, δίχως να έχει να δώσει λογαριασμό σε κανέναν ανώτερό του. Αυτό ερχόταν εξ’ορισμού σε ευθεία αντίθεση με την δομή του ΕΛΑΣ που ήταν ένας στρατός με ιεραρχική δομή (ειδικότερα απ΄τα μέσα του 1943 και μετά όταν και μετεξελίχθηκε σε τακτικό στρατό), πειθαρχία και υποταγή στα κελεύσματα του σταλινικού ΚΚΕ. Στον ΕΛΑΣ δεν υπήρχαν περιθώρια για παροχή αυτονομίας σε κανέναν τοπικό καπετάνιο ανεξάρτητα απ’το πόσο ικανός ήταν ή το πόσο κόσμο επηρέαζε. Αυτό καθιστούσε αδύνατη την ένταξη των Πόντιων καπεταναίων στον ΕΛΑΣ, και η διάθεση του τελευταίου να μονοπωλήσει τον αντιστασιακό αγώνα έκανε αναπόφευκτη την σύγκρουση μεταξύ τους.

Αντιθέτως, η άλλη οργάνωση που δρούσε στην Μακεδονία, η ΠΑΟ δεν είχε την ολοκληρωτική λογική του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και ήταν διατεθειμένη να συνεργαστεί με τους Πόντιους οπλαρχηγούς παρέχοντάς τους μία σχετική αυτονομία κινήσεων. Η συνεργασία των Ποντίων καπεταναίων με την ΠΑΟ στο Κιλκίς, στην Πιερία, στην Κοζάνη και αλλού ήταν ακόμα ένας παράγοντας που χειροτέρεψε τις σχέσεις τους με το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Οι κομμουνιστές ποτέ δεν αποδέχτηκαν την ύπαρξη και δράση της ΠΑΟ και εξ αρχής είχαν θέσει σαν στόχο τους την ηθική και φυσική εξόντωσή της. Από την στιγμή που οι Πόντιοι αντάρτες ταυτίστηκαν περισσότερο ή λιγότερο με την ΠΑΟ, ήταν λογικό να μπούνε στο στόχαστρο του ΕΛΑΣ. Η ΠΑΟ δεν άντεξε και διαλύθηκε λόγω της μαλθακότητας και της αναποφασιστικότητας της ηγεσίας της. Οι Πόντιοι οπλαρχηγοί αποδείχθηκαν πολύ σκληρότερα καρύδια, καθώς ήταν ικανότατοι σκληροτράχηλοι μαχητές και δεν δίσταζαν να πάρουν όπλα απ’τους Γερμανούς για να υπερασπιστούν τα χωριά τους απ’τον ΕΛΑΣ.

Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας ήταν ο κομμουνιστικός χαρακτήρας του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Οι τουρκόφωνοι Πόντιοι ήταν αρνητικοί απέναντι στον κομμουνισμό για πολλούς λόγους. Πολλοί υποστηρίζουν ότι ο κυριότερος είχε να κάνει με το θρησκευτικό ζήτημα. Λόγω της τουρκοφωνίας τους, ο κυριότερος παράγοντας της εθνικής τους συνείδησης ήταν η ορθοδοξία. Μία ελληνική κοινότητα με έντονη εθνική συνείδηση που έχει όμως απωλέσει την γλώσσα της ανά τους αιώνες, είναι λογικό να δώσει δυσανάλογα μεγάλο βάρος στην θρησκεία και να την ανάγει στο κυριότερο στοιχείο της εθνικής της ταυτότητας. Αυτό όμως από μόνο του δεν αρκεί για να εξηγήσει τα αντικομμουνιστικά αισθήματα των τουρκόφωνων Πόντιων. Άλλωστε τότε το ΕΑΜ σε καμμία περίπτωση δεν έθιγε το θρησκευτικό συναίσθημα του λαού ενώ μέχρι και κάποιοι ιερείς είχαν ενταχθεί σε αυτό (π.χ. μητροπολίτης Κοζάνης Ιωακείμ). Παράλληλα υπήρχαν και άλλοι τουρκόφωνοι πρόσφυγες μη-Πόντιοι (μικρασιάτες) που ενίσχυσαν τον ΕΛΑΣ.
Οπότε ο κυριότερος λόγος του αντικομμουνισμού των τουρκόφωνων Ποντίων θα πρέπει να αναζητηθεί αλλού. Και αυτό είναι οι δυσάρεστες αναμνήσεις τους για την φιλική στάση της ΕΣΣΔ απέναντι στην Τουρκία του Κεμάλ, κάτι που έπληξε καίρια το ποντιακό αντάρτικο και τον ελληνισμό γενικότερα και συνέβαλλε αποφασιστικά στα δεινά που υπέστησαν οι Πόντιοι απ’τους Τούρκους.
Για τον ίδιο λόγο, οι τουρκόφωνοι Πόντιοι ήταν πολύ επιφυλακτικοί και με τους Άγγλους τους οποίους επίσης θεωρούσαν συνυπεύθυνους για την μικρασιατική καταστροφή. Αυτή ήταν μία ακόμη διαφοροποίησή τους απ’την ΠΑΟ, της οποίας οι αξιωματικοί θεωρούνταν -και ήταν- ως επί το πλείστον αγγλόφιλοι. Όσο όμως πέρναγε ο καιρός και διαφαινόταν η προοπτική της απόλυτης κυριαρχίας του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ μετά την γερμανική αποχώρηση τα όποια αντιαγγλικά αισθήματα των Ποντίων υποχωρούσαν μπροστά στον κομμουνιστικό κίνδυνο.

Μία άλλη σημαντική αιτία ήταν το ότι στο ΕΑΜ/ΕΛΑΣ εντάχθηκαν ομάδες με τις οποίες οι τουρκόφωνοι Πόντιοι δεν είχαν καθόλου καλές σχέσεις. Τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα ήταν οι σλαβόφωνοι της Μακεδονίας και οι Έλληνες πρόσφυγες απ’τον Καύκασο. Οι σχέσεις αυτών των δύο κοινοτήτων με τους τουρκόφωνους Πόντιους ήταν τεταμένες από την προπολεμική περίοδο, και η υπερεκπροσώπησή τους στο ΕΑΜ/ΕΛΑΣ αυτομάτως λειτουργούσε αποτρεπτικά για την συνεργασία των Ποντίων με την ίδια οργάνωση. Ειδικότερα για το μέρος των σλαβόφωνων που δεν είχαν ελληνική συνείδηση (μικρό ποσοστό μεν, υπαρκτό δε), οι βάσεις για την ταύτιση τους με τους κομμουνιστές είχαν μπει από την περίοδο 1924-1935 κατά την οποία επίσημη θέση του ΚΚΕ ήταν η ανεξαρτητοποίηση της Μακεδονίας. Στην Κατοχή, η πολιτική ανοχής του ΚΚΕ/ΕΑΜ απέναντι στους βουλγαρίζοντες σλαβόφωνους κομιτατζήδες οι οποίοι είχαν εξοπλιστεί απ’τους κατακτητές, που αποσκοπούσε στο να τους προσεταιριστεί (όπως και κατάφερε σε πολύ μεγάλο ποσοστό) έριξε λάδι στην φωτιά και ενέτεινε την αντιπαράθεση.

Αυτή ήταν μία σύνοψη των σημαντικότερων και λιγότερο σημαντικών λόγων της αντιπαλότητας μεταξύ τουρκόφωνων Πόντιων και ΕΑΜ/ΕΛΑΣ στην κατοχική Μακεδονία. Η αντιπαλότητα αυτή πήρε σύντομα την μορφή ενός άγριου τοπικού εμφυλίου, αντίστοιχου άλλων κατοχικών εμφυλίων συρράξεων που ξέσπασαν σε άλλες περιοχές. Οι Γερμανοί κατά κανόνα περιορίζονταν σε ρόλο παρατηρητή, και αρκούνταν στο να ενισχύουν, από ένα σημείο και μετά, με ελαφρύ οπλισμό και πυρομαχικά τους τουρκόφωνους Πόντιους οι οποίοι ξεκάθαρα θεωρούσαν τον ΕΛΑΣ πολύ χειρότερο εχθρό απ’τους Γερμανούς των οποίων η σύντομη αποχώρηση ήταν βέβαιη. Με αντίστοιχη εχθρότητα βέβαια τους έβλεπε και ο ΕΛΑΣ που στρεφόταν πρωτίστως εναντίον τους και δευτερευόντως κατά των κατακτητών. Τελικώς, ο ΕΛΑΣ επικράτησε μετά από πολύ κόπο τον Νοέμβριο του 1944, πληρώνοντας βαρύ φόρο αίματος και καταφεύγοντας σε ανήκουστες βιαιότητες που μόνο κακό του έκαναν στο πολιτικό επίπεδο.

http://istoriakatoxis.blogspot.com/2012/03/blog-post_29.html