Το αδικαιολόγητα αυστηρό νομικό πλαίσιο, που υπερπροστατεύει τις μικρές
επιχειρήσεις, αποτελεί μόνιμη τροχοπέδη την οποία αδυνατούν, ή
αρνούνται, να υπερκεράσουν οι επιχειρήσεις τις ευρωπαϊκής περιφέρειας,
σύμφωνα με το ιστολόγιο Free Exchange του έγκυρου περιοδικού Economist.
Η μεγάλη διαφορά του δοκιμαζόμενου ευρωπαϊκού νότου από τις βιομηχανικές
και εξαγωγικές οικονομίες του ευρωπαϊκού βορρά δεν έγκειται, σύμφωνα με
το άρθρο αυτό, στο μισθολογικό και ασφαλιστικό κόστος εργασίας, αλλά
στην ιδεοληπτική προσκόλληση στο μοντέλο που προτάσσει την μικρή,
οικογενειακή επιχείρηση ως τη ραχοκοκαλιά μιας υγιούς, εργοδοτικής
οικονομίας. Το επιχείρημα αναμφίβολα δεν είναι πρωτάκουστο, τα στοιχεία
όμως που το υποστηρίζουν είναι τουλάχιστον ανησυχητικά και το παράδειγμα
της χώρας μας το πλέον εμβληματικό.
Στον ευρωπαϊκό χάρτη η Ελλάδα ξεχωρίζει όντας ο ουραγός στην
επιχειρηματική ανάπτυξη˙ ενδεικτικά, περίπου το ένα τρίτο των ελληνικών
ιδιωτικών επιχειρήσεων απασχολεί μονοψήφιο αριθμό εργαζόμενων. Η
μοναδική χωρά που έστω πλησιάζει την ελληνική πραγματικότητα είναι η
Πορτογαλία με 20%. Στον αντίποδα, σε μια οικονομία όπως η Γερμανική,
μόλις το 4,3% των εταιριών έχουν λιγότερους από 10 εργαζόμενους ενώ
αντίθετα το 55% των επιχειρήσεων εργοδοτούν περισσότερους από 250
ανθρώπους.
Η θέση της χώρας μας γίνεται ακόμα δυσμενέστερη αν αναλογιστούμε ότι οι
μεγάλες εταιρίες είναι αποδοτικότερες, καθώς η παραγωγικότητα των
εργαζόμενων που απασχολούνται σε επιχειρήσεις με εννέα έως 49 υπαλλήλους
κυμαίνεται μεταξύ μόλις του 55 με 61% αυτών που εργοδοτούνται από
εταιρίες με περισσότερους από 250 υπαλλήλους. Αν όμως οι επιχειρήσεις
δεν μεγαλώνουν τότε οι δυνατότητες μιας οικονομίας παραμένουν
παγιδευμένες σε μικρές εταιρίες περιορισμένου βεληνεκούς, μειώνοντας τη
ανταγωνιστικότητα, τη διαθεσιμότητα θέσεων εργασίας και τα φορολογικά
οφέλη του κράτους. Στην Ελλάδα άλλωστε εξακολουθεί να υπάρχει μια
διαδικασία ίδρυσης επιχειρήσεων που είναι «σχεδόν κωμικά δυσβάσταχτη».
Ενδεικτικά παραδείγματα για την Ελλάδα αποτελούν οι τομείς του τουρισμού
και του λιανεμπορίου, παραδοσιακά κινητήριες δυνάμεις της οικονομίας,
καθώς η περιοριστική ελληνική νομοθεσία δυσχεραίνει την εδαφική επέκταση
επιχειρήσεων. Δεν είναι λοιπόν έκπληξη πως οι περισσότερες
ξενοδοχειακές μονάδες διαθέτουν λιγότερα από 100 δωμάτια ενώ τα ελληνικά
καταστήματα εκτιμάται ότι έχουν 40% λιγότερη απόδοση από το ιδεατό ανά
τετραγωνικό πόδι χώρου πωλήσεων.
Πέρα από τις οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων ή την επιβολή
νέων φόρων λοιπόν, μια πιθανή έξοδος από την κρίση για τον ευρωπαϊκό
νότο βρίσκεται στην ενίσχυση της επιχειρηματικότητας μέσω χαλάρωσης του
γραφειοκρατικού κυκεώνα που πριμοδοτεί το μικρό σε βάρος του μεγάλου και
τον στατικό σε βάρος του αναπτυσσόμενου. Αυτή η πρόταση βέβαια δεν
αποτελεί είδηση για τους έλληνες πολίτες˙ αυτό που θα ήταν είδηση είναι η
εφαρμογή της.
ΣΚΑΪ