Υπό τον τίτλο «Ελλάδα: πρέπει όλοι να πληρώσουν», η βελγική εφημερίδα «Le Soir» φιλοξενεί άρθρο του Paul De Grauwe, Βέλγου οικονομολόγου και καθηγητή στο London School of Economics, ο οποίος εκτιμά ότι μετά τον ιδιωτικό τομέα θα πρέπει και τα κράτη της ευρωζώνης να δεχθούν μείωση της ονομαστικής αξίας των ομολόγων που κατέχουν.
«Η ανταλλαγή των ομολόγων των ιδιωτών δε λύνει το πρόβλημα. Η Ελλάδα παραμένει αντιμέτωπη με ένα αφόρητο χρέος αφού οι δημόσιοι πιστωτές (τα κράτη, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα...) δεν συμμετέχουν στην αναδιάρθρωση. Εκπροσωπούν το ήμισυ του ελληνικού χρέους», διευκρινίζει ο Paul De Grauwe, επισημαίνοντας ταυτόχρονα τα εξής: «Η Ελλάδα, στο τέλος αυτής της αναδιάρθρωσης, θα συνεχίζει να έχει ένα υπερβολικό χρέος, στο 120% του ΑΕΠ. Πως θα τα βγάλει πέρα η χώρα, πόσο μάλλον όταν είναι βυθισμένη στην ύφεση; Και αυτή η ύφεση θα μειώνει αναμφίβολα τα έσοδα του κράτους».
Τι πρέπει λοιπόν να γίνει; «Να επιτεθούμε στο μερίδιο του χρέους που έχουν στην κατοχή τους οι δημόσιοι πιστωτές: η ΕΚΤ, αλλά και το EFSF, τα κράτη», απαντάει ο Φλαμανδός οικονομολόγος, προσθέτοντας: «Οι Έλληνες δεν θα αντέξουν για πολύ ακόμη να εργάζονται με μόνο στόχο την αποπληρωμή των ξένων πιστωτών».
Κατά την άποψή του η πλήρης αναδιάρθρωση του χρέους δεν επαρκεί. Πρέπει επίσης να τονωθεί η οικονομική ανάπτυξη. «Χρειάζεται όντως να εισρεύσουν κεφάλαια στην οικονομία της χώρας, ενδεχομένως μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων», λέει ο Paul De Grauwe.
Η Ε.Ε θα χρειαστεί λοιπόν να βάλει το χέρι στη τσέπη. Είναι ικανή να αντέξει οικονομικά την αναδιάρθρωση και το σχέδιο τόνωσης της ανάπτυξης; «Βεβαίως, απαντά ο De Grauwe. Εάν επρόκειτο για την Ιταλία, θα έλεγα όχι. Αλλά η Ελλάδα είναι μικρή χώρα, που αντιπροσωπεύει το 2 με 3% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης».
Η Ευρώπη έχει τα μέσα. Αλλά έχει τη θέληση; «Αυτό είναι άλλο θέμα. Ότι υπάρχει απώλεια εμπιστοσύνης απέναντι στην Ελλάδα, είναι βέβαιο. Δεν θέλω να υποβαθμίσω τα λάθη της χώρας. Τώρα όμως είναι καιρός να σκεφτούμε άλλα θέματα». Και προσθέτει: Κοιτάξτε τι έγινε μετά τον πόλεμο. Η Γερμανία επίσης είχε πράξει λάθη, πολύ πιο σοβαρά από εκείνα της Ελλάδας. Θα μπορούσαμε να την είχαμε επίσης εγκαταλείψει στην τύχη της . Ευτυχώς όμως, δεν το κάναμε».