Σε καμιά ευρωπαϊκή πρωτεύουσα το κέντρο δεν είναι τόσο παραμελημένο όσο στην Αθήνα. Και σε καμιά άλλη δεν μπορεί δει κανείς τόσο κατάματα την παρακμή του κοινωνικού ιστού σημειώνει εκτενές ρεπορτάζ της Julia Amalia Heyer για το κέντρο της Αθήνας στο περιοδικό Der Spiegel.
Όταν πέφτει το σκοτάδι, ο Μασσούντ επιταχύνει τι βήμα του. Κοιτάζει το κινητό του, η γρατζουνισμένη οθόνη φωτίζεται, είναι λίγο πριν τις επτά. Ο ήλιος δύει πίσω από τις μεγάλες πολυκατοικίες στην οδό Πατησίων, χάνεται πίσω από τις λιγοστές νεοκλασικές προσόψεις που έχουν απομείνει και οι γύψινες διακοσμήσεις τους καταρρέουν. «Ενοικιάζεται» γράφει στα καρφωμένα παράθυρα ή πίσω από το θαμπό γυαλί. «Πωλείται». Ο Μασσούντ βιάζεται, θέλει να βρίσκεται στο σπίτι του πριν σκοτεινιάσει. Γιατί τότε έρχονται αυτοί, για να τον κυνηγήσουν.
Μέχρι και 20 άντρες αριθμούν οι δεξιές ομάδες κρούσης, που προσεγγίζουν τα θύματά τους με τα πόδια ή με μηχανάκια, με ρόπαλα ή μαχαίρια. Έχουν καλυμμένα τα πρόσωπά τους και είναι γρήγοροι, εμφανίζονται ξαφνικά, δεν λένε τίποτα, επιτίθενται.
Στο κέντρο της Αθήνας, στους δρόμους βορείως της πλατείας Ομονοίας, οι νεοφασίστες εξαπολύουν κυνηγητό εναντίον των μεταναστών. Το αποκαλούν εκκαθάριση.
Κυνηγούν ανθρώπους σαν τον Μασσούντ, Αφγανό από την Καμπούλ, 25 ετών, ο οποίος ζει εδώ πέντε χρόνια τώρα, δεν έχει άδεια παραμονής, έστω και αν μιλά άριστα Ελληνικά. Ο Μασούντ δουλεύει για το μεροκάματο, στην Καμπούλ σπούδαζε Γεωγραφία.
Παλιότερα η περιοχή γύρω από την οδό Πατησίων ήταν από τις αριστοκρατικότερες και ακριβότερες της Αθήνας. Η Μαρία Κάλλας έζησε εδώ, αλλά πριν από πολύ καιρό. Σήμερα ένα κατάστημα με παπούτσια πουλά κινέζικες ‘μπαλαρίνες’ από συνθετικό δέρμα για πέντε ευρώ, ενώ τα αθλητικά παπούτσια κοστίζουν οκτώ ευρώ. Στην Πατησίων βρίσκεται και το κτίριο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, που περιλαμβάνει τη μεγαλύτερη καλλιτεχνική συλλογή της ελληνικής αρχαιότητας. Μόνο 50 μέτρα από εκεί βρίσκεται η οδός Αριστοτέλους, όπου οι εκδιδόμενες γυναίκες είναι όλο και μικρότερες σε ηλικία.
Ίσως οι Έλληνες το έχουν πάρει απόφαση ότι η λάμψη της αρχαιότητας έχει προ πολλού χαθεί. Το γεγονός όμως ότι η Αθήνα, μία κάποτε τόσο περήφανη πόλη, αναγκάζεται πλέον να θεωρείται συνώνυμη με την πολιτική αποτυχία και κακοδιαχείριση ‘σμπαραλιάζει’ το εθνικό νευρικό σύστημα. Πουθενά δεν φαίνονται καθαρότερα οι συνέπειες αυτής της χρόνιας κακοδιαχείρισης από το κέντρο της ελληνικής πρωτεύουσας.
Κοινωνική χρεοκοπία
Πριν από μερικά χρόνια ακόμα οι τουρίστες και οι Αθηναίοι κάθονταν στο Café Frappe στην πλατεία Ομονοίας. Σήμερα έχουν εγκατασταθεί άστεγοι στους αγωγούς εξαερισμού, αστυνομικοί περιπολούν ανά τακτά χρονικά διαστήματα με αλεξίσφαιρα γιλέκα. Ακόμα και η κίνηση έχει μειωθεί.
Οι Έλληνες εγκαταλείπουν την περιοχή, ήδη σήμερα αποτελούν μειονότητα. Εδώ, στο κέντρο της πόλης, το θέμα δεν είναι πλέον η αδυναμία πληρωμών ενός κράτους, αλλά η κοινωνική χρεοκοπία της χώρας. Μαζί με τα γύψινα διακοσμητικά των πολυκατοικιών καταρρέει και ο πολιτισμός. Και όπου υπάρχει μεγάλη ένδεια, εκεί δεν ανθούν οι ελπίδες διάσωσης, αλλά πολύ περισσότερο το μίσος.
Σε πολλές γωνιές σπιτιών βλέπεις κολλημένα αυτοκόλλητα στα χρώματα της ελληνικής σημαίας. «Η Ελλάδα στους Έλληνες» γράφουν, είναι αυτοκόλλητα του ακροδεξιού κόμματος της Χρυσής Αυγής. Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις το ποσοστό τους ανέρχεται στο μεταξύ σχεδόν στο 4% και έχουν πολλές πιθανότητες σε μερικές εβδομάδες με τις εκλογές να εισέλθουν στη Βουλή. Θα ήταν ένα μικρό βήμα προς «την κυριαρχία της λευκής φυλής και του ελληνικού έθνους», που επιδιώκει το κόμμα.
Η Αθήνα έχει περισσότερους από τρία εκατ. κατοίκους, αλλά το πόσοι ζουν εδώ παράνομα, χωρίς χαρτιά, δεν το γνωρίζει κανείς. Δεν είναι όμως μυστικό το πού ζουν: στο κέντρο της πόλης. Πρέπει να είναι πάνω από 100.000.
Το κέντρο της πόλης είναι «μια χοάνη εγκληματικότητας, ναρκωτικών και πορνείας», δηλώνει ο Δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Καμίνης και ακούγεται περισσότερο παραιτημένος παρά με αγωνιστική διάθεση. Ο Καμίνης, στην πραγματικότητα συνταγματολόγος, υποστηρίζεται από τα κόμματα του αριστερού χώρου. Το Δημαρχείο του βρίσκεται στο κέντρο του 6ου δημοτικού διαμερίσματος, του μεγαλύτερου στο κέντρο της Αθήνας. Η πρότασή του για την επίλυση του προβλήματος δεν ακούγεται και πολύ διαφορετική από εκείνη των δεξιών σκληροπυρηνικών.
Άνοδος της Χρυσής Αυγής
Τα προβλήματα της Αθήνας δεν δημιουργήθηκαν με την κρίση, αλλά η κρίση τα ενίσχυσε και τα αποκάλυψε. Η απομάκρυνση των Ελλήνων από το κέντρο άρχισε τη δεκαετία του ’80, για να βρουν καθαρότερο αέρα και περισσότερο χώρο στα προάστια. Οι κατοικίες στο κέντρο της Αθήνας έγιναν φθηνότερες και οι μετανάστες τις νοίκιασαν. Όλο και περισσότεροι μετανάστες άρχισαν να έρχονται σε συγγενείς και γνωστούς τους.
Υπάρχει η υποψία ότι πολλοί αστυνομικοί τουλάχιστον ανέχονται το κόμμα της Χρυσής Αυγής, που το όνομά του έχει στόχο να μεταφέρει το μήνυμα της δεξιάς ελπίδας. Οι Έλληνες πρέπει να βγουν από το σκοτάδι και να ανακτήσουν τη δόξα τους, «όπως στον Όμηρο», λέει ο αρχηγός του κόμματος Νίκος Μιχαλολιάκος, 54 ετών και εκλεγμένο μέλος του δημοτικού συμβουλίου.
«Είμαστε εθνικιστές», λέει ο Μιχαλολιάκος και προσθέτει ότι το κόμμα του έχει πάνω από 10000 μέλη σε όλη τη χώρα, που καθημερινά πολλαπλασιάζονται. Η «Χρυσή Αυγή» θέλει να κλείσει τα ελληνικά σύνορα και με τη βοήθεια της ΕΕ και του ΟΗΕ να στείλει πίσω στις χώρες τους, τους μετανάστες. Μέχρι να γίνει αυτό, οι οπαδοί του θα πρέπει το βράδυ να κυνηγούν τους ξένους, λέει γελώντας ο Μιχαλολιάκος και προσθέτει ότι φυσικά αστειεύεται.
Αυτόκλητοι προστάτες
Ωστόσο, μάλλον δεν είναι έτσι. Δίπλα στο ταμείο του υπάρχει κολλημένο ένα τηλέφωνο ανάγκης, όπως λέει ο ιδιοκτήτης ενός σουβλατζίδικου. Όταν νιώθει ότι απειλείται, τηλεφωνεί και εκείνοι έρχονται. Με μηχανές, ρόπαλα, τις περισσότερες φορές με καλυμμένα τα πρόσωπά τους. Ξέρουν τι πρέπει να κάνουν, σε αντίθεση με την αστυνομία.
Ποιοι; «Τα μέλη της Χρυσής Αυγής», λέει ο άνδρας. Ο αριθμός των ομάδων άμυνας των πολιτών και των πρωτοβουλιών στο κέντρο της Αθήνας αυξήθηκε τους περασμένους μήνες. Οι κάτοικοι οργανώνονται πλέον μόνοι τους. Πρόσφατα μια ομάδα σε μια γειτονιά ξήλωσε τον τηλεφωνικό θάλαμο στην πλατεία μπροστά στις πολυκατοικίες της, για να μη στήνονται εκεί ουρά οι μετανάστες για να τηλεφωνήσουν.
Ο Μασούντ, ο Αφγανός, έφτασε στο σπίτι του πριν πέσει το σκοτάδι, σώος και αβλαβής. Στην είσοδο στέκει μια γριά. «Τι θέλεις;», του λέει αυστηρά. «Μένω εδώ», λέει σιγανά ο Μασούντ. Σηκώνει το χέρι του με το κλειδί, η γυναίκα αναστενάζει. Στον τρίτο όροφο ξεκλειδώνει την πόρτα του διαμερίσματος που μοιράζεται με τον εξάδελφό του. «Πρέπει να φύγω», λέει. Καλά ήταν στην Ελλάδα παλιότερα. Τώρα είναι φρίκη.
Πού θα πάει; Στη Γερμανία, στη Γαλλία, αδιάφορο. Κάπου καλύτερα.