29 Απριλίου 2012

Το ψευτοδίλλημμα της ανταγωνιστικότητας


Βερναδάκης Γιώργος
Τ. Πρόεδρος ΟΑΕΔ
Αν. Τομεάρχης Εργασίας
Υποψήφιος Βουλευτής Β'ΑΘΗΝΩΝ με την Ν.Δ.

Το εργατικό δίκαιο όπως το γνωρίζαμε τις τελευταίες δεκαετίες αλλάζει ριζικά. Ο θεσμός της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας αποδυναμώνεται συστηματικά. Το ίδιο ισχύει και για τις κλαδικές συμβάσεις. Η διαιτησία περιορίζεται αποκλειστικά στην διαμόρφωση του ύψους του βασικού μισθού με μέγιστο όριο το ύψος του ευρωπληθωρισμού. Παράλληλα, με τον νόμο 4024/2011 περιορίζεται δραματικά η δυνατότητα επέκτασης των κλαδικών συμβάσεων σε κλάδους ή επιχειρήσεις που δεν εκπροσωπούνται, ενώ επιταχύνεται η δυνατότητα σύναψης συλλογικών συμβάσεων από ενώσεις προσώπων.

Το ερώτημα που δημιουργείται είναι απλό, συνάμα θεμελιώδες: Γιατί προωθούνται αυτές οι εκ βάθρων αλλαγές των εργασιακών σχέσεων; Η απάντηση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ αποκαλυπτική: γιατί θα ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας. Πρακτικά ο συσχετισμός της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας με την υποβάθμιση των συλλογικών διαπραγματεύσεων συνεπάγεται την μείωση του εργασιακού κόστους (μισθολογικού και μη) προκειμένου να προσελκύσουμε επενδύσεις από το εξωτερικό και να καταστούν τα ελληνικά προϊόντα και οι υπηρεσίες πιο ελκυστικές μέσω της σταδιακής μείωσης των τιμών - συνέπεια της προηγούμενης μείωσης του κόστους παραγωγής.
Η Ελληνική οικονομία πράγματι πάσχει από έλλειμμα ανταγωνιστικότητας. Ωστόσο, το έλλειμμα αυτό δεν οφείλεται στους υψηλούς μισθούς στον ιδιωτικό τομέα. Αρκεί να δεί κανείς τα ποσοστά ανταγωνιστικότητας χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με πολύ υψηλότερους μισθούς συγκριτικά με την Ελλάδα. Το πρόβλημα της έλλειψης ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας είναι βαθύτερο και ουσιαστικότερο. Έγκειται αφενός στην έλλειψη επαρκούς κατάρτισης του εργατικού δυναμικού. Η κατάρτιση αυτή οδηγεί σε αύξηση της παραγωγικότητας μέσω της βελτίωσης της παρεχόμενης εργασίας. Αφετέρου, οφείλεται στην απίστευτη γραφειοκρατία που ταλανίζει την ελληνική οικονομία και στραγγαλίζει την ανάπτυξη επιχειρηματικότητας. Στις δύο αυτές παραμέτρους πρέπει να προστεθούν τα υψηλότατα ποσοστά διαφθοράς του Ελληνικού κράτους καθώς και η επί σειρά ετών πρακτική των κρατικοδίαιτων επιχειρήσεων.
Πέρα από τις οικονομικές προεκτάσεις της ριζικής αλλαγής των υφιστάμενων δομών συλλογικής δράσης υπάρχει και η σημαντική νομική πλευρά του ζητήματος. Το δικαίωμα συλλογικών διαπραγματεύσεων κατοχυρώνεται στο Ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 22), σε πληθώρα διατάξεων του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρα 151-156 ΣΛΕΕ), στη Χάρτα των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (άρθρο 28) και τέλος σε σειρά συμβάσεων του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (αρ. 87, 98, 117, 154). Το προστατευτικό πεδίο των παραπάνω διατάξεων περιλαμβάνει τόσο το στάδιο των διαπραγματεύσεων, όσο και εκείνο της κατάρτισης συμφωνίας μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας άλλωστε επιτελούν θεμελιώδες έργο στα πλαίσια της λειτουργίας της Ε.Ε. καθώς συμβάλλουν στην ενσωμάτωση και εφαρμογή του Ενωσιακού Εργατικού Δικαίου στην εσωτερική νομοθεσία των Κρατών-Μελών, επιτρέποντας την προσαρμογή του στα εθνικά δεδομένα και τις ανάγκες κάθε Κράτους. Τέλος, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις αντικατοπτρίζουν τους κοινωνικούς στόχους και αξίες που τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και τα Κράτη-Μέλη θα πρέπει να προστατέψουν και να υλοποιήσουν παράλληλα με την οικονομική πολιτική της Ε.Ε. και ιδίως των ρυθμίσεων περί ανταγωνισμού.
Συμπερασματικά, η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων όχι μόνο θίγει το συνταγματικά κατοχυρωμένο, θεμελιώδες δικαίωμα συλλογικών διαπραγματεύσεων και συλλογικής δράσης, αλλά επιπρόσθετα, οδηγεί και σε περαιτέρω αποδόμηση της Ελληνικής κοινωνίας, στερώντας κάθε διαπραγματευτική ισχύ από τους εργαζομένους, γέρνοντας υπέρμετρα άνισα την πλάστιγγα υπέρ των εργοδοτών. Σε ένα κράτος με υγιή οικονομία και αποτελεσματικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς το μοντέλο των επιχειρησιακών και ατομικών συμβάσεων εργασίας θα ήγειρε σίγουρα λιγότερες ανησυχίες. Στο Ελληνικό κράτος εντούτοις, όπου η αδήλωτη, μαύρη εργασία κάλπαζε ακόμη και πριν την οικονομική κρίση, η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση και οι κλαδικές συμβάσεις αποτελούσαν το μοναδικό μέσο περιορισμού της ασυδοσίας των εργοδοτών. Η αναθεώρηση των εργασιακών σχέσεων αποτελεί τον τελευταίο τροχό της αμάξης με κατεύθυνση την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Προηγούνται διαρθρωτικές αλλαγές που θα καταπολεμήσουν τα σημαντικότερα φαινόμενα παθογένειας της Ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας και θα επιτρέψουν την επανίδρυση του Ελληνικού κράτους σε υγιή, γερά θεμέλια που προάγουν το δημοκρατικό πολίτευμα, τη διαφάνεια και την αξιοκρατία.