Δραματική μείωση του ετήσιου κατά κεφαλήν εισοδήματος του Έλληνα πολίτη κατά 55% από 19.400 ευρώ σε 8.700 ευρώ θα προκαλέσει σύμφωνα με την Εθνική Τράπεζα πιθανή έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ.
"Το δίλημμα το οποίο αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα διαμορφώνεται υπό το σημαντικό βάρος που συνεπάγεται η επώδυνη διαδικασία προσαρμογής από τη μια πλευρά, και από την άλλη, η ανάγκη συνέχισης της χρηματοδότησης στα πλαίσια μιας αμοιβαία αποδεκτής συμφωνίας με τους εταίρους μας", αναφέρει η έκθεση, συμπληρώνοντας ότι "παρά τα αναμφισβήτητα σκληρά μέτρα που εφαρμόστηκαν την τελευταία διετία, η ελληνική οικονομία σημείωσε σημαντική πρόοδο σε βασικά πεδία της οικονομικής προσαρμογής".
"Έξοδος από το ευρώ θα οδηγήσει σε σημαντική πτώση του βιοτικού επιπέδου του Έλληνα πολίτη"
Αναλύοντας τις επιπτώσεις, επισημαίνει σε έκθεσή της ότι σε αυτή την περίπτωση το βιοτικό επίπεδο του Έλληνα πολίτη θα κατέγραφε σημαντική πτώση, με μείωση του κατά κεφαλήν εισοδήματος τουλάχιστον κατά 55% , μέσω της σημαντικής υποτίμησης, κατά 65% του νέου νομίσματος.
Η ύφεση θα έφθανε το 22% , η ανεργία θα εκτοξευόταν στο 34% και ο πληθωρισμός αρχικά στο 30% με ισχυρή ανοδική τάση στη συνέχεια, καθώς θα τροφοδοτούνταν από τις αυξήσεις τιμών στα εισαγόμενα αγαθά.
Εξαιτίας της δυσκολίας πρόσβασης σε συνάλλαγμα, η χώρα θα αθετούσε το μεγαλύτερο τμήμα των υποχρεώσεων προς τους δανειστές της από το εξωτερικό (325 δισ. ευρώ), με πρωτοφανείς δυσμενείς συνέπειες σε διακρατικό επίπεδο και στις συναλλαγές των ελληνικών επιχειρήσεων με το εξωτερικό, με αποτέλεσμα τη σημαντική υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου και δυσκολία πρόσβασης σε βασικά αγαθά και ειδικά σε καύσιμα, φάρμακα και αναγκαίες πρώτες ύλες.
Ανάγκη για μεταρρυθμίσεις
Η Εθνική υπογραμμίζει ότι τα μέτρα του μνημονίου περιλαμβάνουν, από αυτονόητες μεταρρυθμίσεις έως μεταβολές που προκαλούν αυτονόητες αντιδράσεις.
Μεταξύ των αυτονόητων αλλαγών, περιλαμβάνονται η πάταξη της φοροδιαφυγής, η εξυγίανση της δημόσιας διοίκησης, η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και η ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος
Όπως αναφέρει η τράπεζα, για να επιτευχθεί ο μεσοπρόθεσμος στόχος του νέου Προγράμματος για πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 4,5% του ΑΕΠ (από έλλειμμα 2,2% το 2011), το Πρόγραμμα προβλέπει τον προσδιορισμό μέτρων ίσων με 11,5 δισ. Ευρώ (5,5% του ΑΕΠ για τα έτη 2013-14).
Με την ύφεση το 2012 να υπερβαίνει πιθανότατα το 5% του ΑΕΠ- δεδομένου του δυσμενέστερου εγχώριου και εξωτερικού περιβάλλοντος – και της υψηλής αβεβαιότητας (πχ η διαρκής αγωνία για την εκταμίευση ή μη κάθε δόσης του Προγράμματος), το εύλογο ερώτημα είναι κατά πόσο μπορεί να συμφωνηθεί με τους εταίρους μας μια πιο σταδιακή στρατηγική για τη δημοσιονομική προσαρμογή, η οποία προφανώς θα απαιτήσει και αυξημένη χρηματοδότηση από την πλευρά τους.
Εάν η Ελλάδα υιοθετήσει και εφαρμόσει με αξιόπιστο τρόπο τα υπόλοιπα σημεία του Μνημονίου και κυρίως τα διαρθρωτικά μέτρα που περιλαμβάνει, οι Ευρωπαίοι εταίροι μας θα έδειχναν πιθανότατα μεγαλύτερη ευελιξία σε μια επιμήκυνση του χρόνου προσαρμογής και της χρηματοδότησης που απαιτείται.
Εκτιμάται ότι μια ρεαλιστική επιμήκυνση της περιόδου προσαρμογής θα δημιουργούσε την ανάγκη για 5-10 δισ. ευρώ επιπλέον χρηματοδότησης και θα απαιτούσε σχετική απόφαση του Συμβουλίου Κορυφής της ΕΕ καθώς και εγκρίσεις ενός σημαντικού αριθμού κοινοβουλίων χωρών μελών της Ευρωζώνης.
Επίσης δεδομένων των εξαιρετικά δυσμενών τάσεων στην αγορά εργασίας, θα ήταν εύλογη η προσαρμογή της στοχοθεσίας του Μνημονίου, ώστε να δοθεί πιο αποτελεσματική στήριξη και ανακούφιση στις κοινωνικά αδύναμες ομάδες και ειδικά στους ανέργους, με εξασφάλιση αντίστοιχων πόρων από το Πρόγραμμα.
Οι εταίροι της Ελλάδας είναι πιθανόν να αντιμετώπιζαν με μεγαλύτερη ευελιξία τις προσαρμογές και την επιπρόσθετη χρηματοδότηση που απαιτείται, στο βαθμό που θα εξασφαλιζόταν μια αξιόπιστη πολιτική δέσμευση για αποφασιστική εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και επίτευξη των αναπροσαρμοσμένων δημοσιονομικών στόχων, υπογραμμίζει η Εθνική.
Διαβάστε αναλυτικά ολόκληρη την έκθεση εδώ