24 Μαΐου 2012

Το νέο γαλλογερμανικό τοπίο

Οσοι ήλπιζαν και πίστευαν ότι οι αντιθέσεις Μέρκελ - Ολάντ θα δημιουργούσαν ευνοϊκό κλίμα για αλλαγές στους όρους του μνημονίου, απλώς αγνοούν σχεδόν τα πάντα γύρω από τις γαλλογερμανικές σχέσεις και την ιστορική τους διαδρομή. «Οι γαλλογερμανικές σχέσεις είναι το τσιμέντο της Ευρώπης και όσοι νομίζουν ότι μπορούν να τις κλονίσουν, ας ρωτήσουν πρώτα τις διπλωματικές και μυστικές υπηρεσίες της Αμερικής, της Ρωσίας και της Κίνας».

Ο παλαίμαχος Γάλλος δημοσιογράφος που μας λέει τα λόγια αυτά, είναι σήμερα πρόεδρος του Σπιτιού της Ευρώπης, στο Παρίσι, και έχει πίσω του 45 χρόνια γόνιμου ρεπορτάζ στο γαλλικό υπουργείο Εξωτερικών.

Ονομάζεται Ζαν-Πιερ Γκουγί και είναι η απάντησή του στο ερώτημά μας, αν η εκλογή του σοσιαλιστή, Φρανσουά Ολάντ, στο αξίωμα του προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας θα προκαλούσε προβλήματα στον γαλλογερμανικό άξονα. «Τα βουνά είναι συνηθισμένα στα χιόνια και, όσοι το αγνοούν, ας ξαναδιαβάσουν λίγη Ιστορία», πρόσθεσε ο πολύπειρος συνάδελφος, με ένα γαλλικού τύπου ειρωνικό χαμόγελο.

Η μεγαλύτερη κρίση
Ο κ. Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος.
Σαφώς, δε, έχει πέρα για πέρα δίκιο. Η μεγαλύτερη σιωπηρή κρίση που ξέσπασε στις γαλλογερμανικές σχέσεις ήταν αυτή που προκλήθηκε από την πτώση του κομμουνισμού στην Ευρώπη και το φόβο της Γαλλίας ότι η γερμανική επανένωση θα οδηγούσε τη Γερμανία στο να επανασυστήσει στην Κεντρική Ευρώπη μία άτυπη αυτοκρατορία, που θα κλόνιζε το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

Γνωρίζοντας αυτούς τους γαλλικούς φόβους, οι ΗΠΑ προσπάθησαν να υπονομεύσουν την ευρωπαϊκή συνοχή, πράγμα που τελικά οδήγησε... στο ευρώ και στην καθιέρωσή του. Διότι, ύστερα από σκληρές διαπραγματεύσεις, η Γαλλία δέχθηκε τη γερμανική επανένωση, με αντάλλαγμα την είσοδο της Γερμανίας στην Ευρωζώνη, παρά τη λυσσώδη αντίδραση της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας.

Αντίδραση η οποία κάμφθηκε με πολιτική απόφαση του Χριστιανοδημοκράτη καγκελάριου, Χέλμουτ Κολ, ο οποίος αγνόησε πλήρως την Buba, προκαλώντας αρκετό θόρυβο στις σχέσεις του με τον τότε πρόεδρό της, Καρλ-Οτο Ρολ. Ο τελευταίος, εξάλλου, είχε επίσης αντιδράσει βίαια και στη νομισματική επανένωση των δύο Γερμανιών και με την ισοτιμία ένα δυτικό μάρκο προς ένα ανατολικό.

Είναι λοιπόν σαφές ότι, μπροστά στα πολύ σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ενωση, ο γαλλογερμανικός άξονας μάλλον θα ενισχυθεί από τη συνεργασία του νέου Γάλλου προέδρου με τη Γερμανίδα καγκελάριο. Απλώς, η άνοδος του Φρ. Ολάντ στο ύπατο γαλλικό αξίωμα θα φέρει στην Ευρώπη έναν αναπτυξιακό προβληματισμό, ο οποίος, ωστόσο, απέχει αισθητά από τις περί αναπτύξεως ελληνικές απόψεις και μέχρι σήμερα πρακτικές.

Με κύριο μέλημά του τη Γαλλία, ο κ. Ολάντ θέλει να προωθήσει στη χώρα του ένα πρόγραμμα μεγάλων δημοσίων επενδύσεων, κυρίως σε τομείς τεχνολογιών αιχμής, με την ελπίδα ότι αυτή η πρωτοβουλία θα έχει ταχύτερα αποτελέσματα στην απασχόληση από οποιαδήποτε άλλη μεταρρυθμιστική προσπάθεια μεσοπρόθεσμου χαρακτήρα. Κατά τα άλλα, ο σοσιαλιστής Γάλλος πρόεδρος είναι σαφέστατα υπέρμαχος της δημοσιονομικής πειθαρχίας, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε γαλλικό επίπεδο.

Υπό αυτή την έννοια, οι συζητήσεις Γάλλων και Γερμανών, που θα δρομολογηθούν τις εβδομάδες που έρχονται, θα έχουν ως κύριο περιεχόμενο όχι την αμφισβήτηση του συμφώνου σταθερότητας, αλλά την προσθήκη σε αυτό ενός συμφώνου αναπτύξεως και τους τρόπους χρηματοδοτήσεως του τελευταίου.

Από την άποψη αυτή, η μάλλον ευνοϊκή δυνατότητα που προσφέρεται στην Ελλάδα είναι αυτή της παρατάσεως, από δύο σε τρία χρόνια, της εφαρμογής του μνημονίου -γεγονός που χωρίς καμιά αμφιβολία θα βελτιώσει την συνολική ρευστότητα στην οικονομία, αν βέβαια το επιτρέψουν οι εγχώριες δυνάμεις της καταστροφής. Διότι αυτό είναι τελικά και το μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας: το μέγεθος και η ανομία των δυνάμεων της παρακμής.

Η Ευρώπη σε νέα φάση
Εδώ σταματούν και τα μάλλον αμφιβόλου καλής εκβάσεως για την Ελλάδα νέα. Αναφορικά με την Ευρώπη, όμως, είναι σαφές ότι η με πολλές παλινδρομήσεις οικοδόμησή της εισέρχεται σε νέα φάση, η οποία, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα είναι αποφασιστική τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο.

Και για μία ακόμη φορά πολλά θα εξαρτηθούν από τις γαλλογερμανικές σχέσεις, που υπήρξαν και παραμένουν ο αποφασιστικός παράγων στην ιστορική πορεία του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού γίγνεσθαι. Σχέσεις που δρομολογήθηκαν από το στρατηγό Σαρλ ντε Γκωλ και τον καγκελάριο Κόνραντ Αντενάουερ και οι οποίες επέτρεψαν να θεμελιωθεί η σημερινή Ευρωπαϊκή Ενωση.

Οχι βέβαια, χωρίς σοβαρά προβλήματα, ιδιαίτερα την περίοδο κατά την οποία ο στρατηγός ντε Γκωλ ήταν πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας. Παρά την υπογραφή της γαλλογερμανικής φιλίας, ο Γάλλος πρόεδρος, την περίοδο Ιούνιος 1965-Ιανουάριος 1966, λίγο έλειψε να διαλύσει τις τότε Ευρωπαϊκές Κοινότητες, εφαρμόζοντας την πολιτική της «κενής καρέκλας», επειδή δεν ήθελε στις λήψεις αποφάσεων να καταργηθεί η αρχή της ομοφωνίας προς όφελος της αντίστοιχης πλειοψηφίας.

Η ιστορική εμπειρία
Στην ουσία, λοιπόν, οι γαλλογερμανικές σχέσεις αποκτούν ιδιαίτερο βάρος στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση, όταν, το 1968, ανέρχεται στη γαλλική προεδρία ο Ζορζ Πομπιντού, ο οποίος υπήρξε και ένθερμος θιασώτης της οικονομικής και νομισματικής ένωσης της Ευρώπης.

Η τελευταία, στην ουσία, θεμελιώθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1970, όταν συζητήθηκε και υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο Υπουργών Οικονομικών η -ιστορική, σήμερα- έκθεση Πιερ Βερνέρ, τότε πρωθυπουργού του Λουξεμβούργου, ο οποίος είχε επιφορτισθεί με τη σύνταξή της, στα τέλη του 1969.

Με βάση την έκθεση αυτή, το Συμβούλιο Υπουργών αποφάσισε, στις 22 Μαρτίου 1971, την προοδευτική δημιουργία μιας ελάχιστης ΟΝΕ σε τρεις φάσεις, μέχρι το 1980, η οποία θα απέβλεπε στην άρση των οικονομικών ανισορροπιών και των νομισματικών διαταραχών μεταξύ των κρατών-μελών, στην ενίσχυση του συντονισμού των οικονομικών και νομισματικών πολιτικών και στη συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών για την επίτευξη πλήρους νομισματικής σταθερότητας και μετατρεψιμότητας των νομισμάτων. Οι αποφάσεις αυτές προηγήθηκαν κατά πέντε μόνο μήνες της ιστορικής αποφάσεως των ΗΠΑ, στις 15 Αυγούστου 1971, της αναστολής της συνδέσεως του δολαρίου με το χρυσό και του τέλους των Συμφωνιών του Μπρέτον Γουντς και των σταθερών ισοτιμιών των νομισμάτων.

Από τότε μέχρι και το 1982, τα δίδυμα των Γάλλων φιλελεύθερων προέδρων, Ζ. Πομπιντού και Β. Ζισκάρ ντ' Εστέν, και των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών, Βίλι Μπραντ και Χέλμουτ Σμιτ, οδήγησαν την Ευρώπη στην πραγματοποίηση σημαντικών αποφάσεων για την ολοκλήρωση και διεύρυνσή της. Ετσι, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα των έξι αρχικών χωρών διευρύνθηκε τελικά με την υπογραφή, στις 27 Ιανουαρίου 1972, των Συνθηκών Προσχωρήσεως στις τρεις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, από της 1ης Ιανουαρίου 1973, της Μεγάλης Βρετανίας, της Δανίας και της Ιρλανδίας -οι οποίες και αποχώρησαν τότε από την ΕΖΕΣ.

Επίσης, στο πλαίσιο της ενισχύσεως του κοινοτικού προϋπολογισμού, ο Ζ. Πομπιντού και ο Β. Μπραντ συνέβαλαν αποφασιστικά ώστε την 22α Απριλίου 1970, με την υπογραφή της Συνθήκης του Λουξεμβούργου, να καθιερωθεί η εισφορά στον κοινοτικό προϋπολογισμό και μέρους των εισπράξεων κάθε κράτους-μέλους από το Φόρο Προστιθέμενης Αξίας, εκτός από τους εισαγωγικούς δασμούς επί των βιομηχανικών προϊόντων από τρίτες χώρες, που αποτελούσαν ήδη έσοδα κοινοτικά.
Ταυτοχρόνως, βελτιώθηκε το σύστημα των ιδίων πόρων του προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με την παράλληλη κατάργηση των άμεσων εισφορών στον κοινοτικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, των κρατών -μελών. Με την ίδια Συνθήκη, ενισχύθηκαν οι εξουσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη διαδικασία έγκρισης του προϋπολογισμού. Από την πλευρά του, το δίδυμο Χ. Σμιτ-Β. Ζισκάρ ντ' Εστέν προώθησε ακόμη περισσότερο την ΟΝΕ, στήριξε την ελληνική ένταξη στην ΕΟΚ και αποφάσισε την περαιτέρω διεύρυνση στην Ισπανία και την Πορτογαλία.

Υπό αυτές τις ιστορικές εμπειρίες είναι πολύ πιθανόν, παρά τα όσα λέγονται εν Ελλάδι, το δίδυμο Μέρκελ-Ολάντ να παίξει πολύ σοβαρότερο ρόλο στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι απ' ό,τι το αντίστοιχο Μέρκελ-Σαρκοζί. Θα πρέπει, επίσης, να τονιστεί ότι τα περισσότερα θετικά βήματα στην Ευρώπη έγιναν όταν το γαλλογερμανικό δίδυμο συνέθεταν πολιτικοί από διαφορετικούς ιδεολογικούς ορίζοντες.

ΑΘΑΝ. Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ