Κάθε «λουκέτο» σε επιχείρηση επιβαρύνει ετησίως το Δημόσιο με 13.000 έως 285.000 ευρώ, ανάλογα με το μέγεθος, την απώλεια φόρων, δημοτικών τελών, ασφαλιστικών εισφορών, φόρου εισοδήματος από ενοίκια, καταβολή επιδομάτων ανεργίας, κλπ. Σωρευτικά, η συνολική απώλεια για το κράτος μπορεί και να ξεπεράσει τα 8 δισ. ευρώ ετησίως.
Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από το αναλυτικό υπόμνημα που απέστειλε σήμερα η ΕΣΕΕ προς τη νέα κυβέρνηση, με θέσεις και προτάσεις για το σύνολο των εκκρεμών ζητημάτων στην αγορά και την οικονομία.
«Αντί να λιθοβολούνται οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις και να απαιτείται η κατάργηση του 13ου και του 14ου μισθού του ιδιωτικού τομέα, καθώς και η περαιτέρω μείωση των μισθών ως μέτρα απαραίτητα για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας, θα ήταν καλύτερο οι προσπάθειες βελτίωσης των δομών της ελληνικής οικονομίας να επικεντρωθούν στον τρόπο λειτουργίας των θεσμών», αναφέρει η ΕΣΕΕ.
Η Συνομοσπονδία προτείνει σειρά μέτρων για το φορολογικό (ρύθμιση χρεών, μείωση ΦΠΑ και συντελεστών φορολογίας εισοδήματος, κατάργηση έκτακτων εισφορών, φορολογικά κίνητρα για προσλήψεις κ.α.), τη ρευστότητα (ένταξη εμπορικών επιχειρήσεων στον αναπτυξιακό, παράταση των δανείων του ΤΕΜΠΜΕ), τη λειτουργία της αγοράς (εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου για το εμπόριο, καταπολέμηση του παρεμπορίου, των πρακτικών ενάντια στον ανταγωνισμό), το ασφαλιστικό (διασφάλιση της βιωσιμότητας του συστήματος, πιο ευνοϊκή ρύθμιση οφειλών προς τον ΟΑΕΕ, κλπ. ), τα εργασιακά (συλλογικές διαπραγματεύσεις για τους μισθούς, να μη θιγεί η Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, όχι στη μείωση των κατώτατων μισθών και της μετενέργειας, παρεμβάσεις στο μη μισθολογικό κόστος), κ.α.
Η ΕΣΕΕ αμφισβητεί εξάλλου τα οφέλη από το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, υποστηρίζοντας ότι τα οικονομετρικά υποδείγματα που χρησιμοποιήθηκαν δεν μπόρεσαν να απεικονίσουν την ελληνική πραγματικότητα, τους παράγοντες που την διαμορφώνουν, τις δομές πάνω στις οποίες έχει θεμελιωθεί και τα «στεγανά» τα οποία δεν την αφήνουν να ορθοποδήσει και αποτελούν τροχοπέδη στην ανάπτυξή της.
«Η αδυναμία κατανόησης των ιδιαιτεροτήτων της ελληνικής οικονομίας οδηγεί σε απόκλιση συμπερασμάτων από την οικονομική πραγματικότητα», αναφέρει.
«Η εισαγωγή και χρήση εθνικολογιστικών μεγεθών, τα οποία στη συνέχεια αμφισβητήθηκαν ως ανακριβή, αλλά, και ο μη συνυπολογισμός των χαμένων πόρων από την παραοικονομία στα εθνικολογιστικά μεγέθη, δεν οδηγούν σε αξιόπιστες προβλέψεις. Η αυθαίρετη σύνδεση της όξυνσης του ανταγωνισμού με την πτώση των ελληνικών περιθωρίων κέρδους στα λεγόμενα "κλειστά επαγγέλματα" κατά 15% απαιτεί περισσότερη προσοχή προς αποφυγή εσφαλμένων συμπερασμάτων, ενώ δεν τεκμηριώνεται ο τρόπος που οι διαρθρωτικές αλλαγές- μεταρρυθμίσεις θα επιφέρουν την πολυπόθητη μείωση των περιθωρίων κέρδους στα "κλειστά επαγγέλματα"».