Tου Κωστα Λεονταριδη
Ακριβώς πριν από τριάντα χρόνια η Αργεντινή, που κυβερνιόταν από δικτατορικό καθεστώς, υπέστη ταπεινωτική ήττα από τη Μεγάλη Βρετανία στον πόλεμο των Φόκλαντς. Η χώρα της Λατινικής Αμερικής αμφισβήτησε την κυριότητα του νησιωτικού συμπλέγματος που βρίσκεται στη θαλάσσια ποδιά της, η Βρετανία (πρωθυπουργός η Θάτσερ) αντιδρά αστραπιαία, στέλνει μια πανίσχυρη αρμάδα και σύντομα αποκαθιστά την τάξη πραγμάτων. Ετσι, για τη…
γεωγραφία της υπόθεσης γράφτηκε τότε ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρίγκαν είχε απορήσει που «πάνε να σκοτωθούν για κάτι παγωμένα βράχια εκεί κάτω».
Η ήττα άφησε βαθιά πληγή στους περήφανους και θερμόαιμους Αργεντινούς που περίμεναν πώς και πώς να ξεπλύνουν μέρος της ντροπής. Τα κατάφεραν με διαφορετικό (ευτυχώς) τρόπο. Ο εθνικός τους ήρωας ήταν έτοιμος από καιρό. Τον έλεγαν Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, σουλούπι κοντόχοντρο, φάτσα θαμώνα αλάνας, με βίο αυτοκαταστροφικό εκτός γηπέδων, αλλά με μαγικές συνήθειες στο χορτάρι. Ο κορυφαίος. Παγκόσμιο Κύπελλο 1986 στο Μεξικό, η συνέχεια της σύρραξης με μια μπάλα. Αργεντινή - Αγγλία. «Ολοι λέγαμε επίσημα ότι δεν έπρεπε να μπερδεύουμε τα πράγματα, αλλά ήταν ψέματα. Νιώθαμε σαν να παίρναμε πίσω κάτι από τα Φόκλαντς. Ξέρω ότι ήταν θεότρελο, αλλά ρίχναμε το φταίξιμο στους Αγγλους παίκτες για όσα έγιναν στον πόλεμο» εξομολογείται νηφάλιος, πολλά χρόνια αργότερα, ο Ντιέγκο. Το πρώτο του γκολ με το χέρι (από όλη την υφήλιο μόνο ο διαιτητής δεν το πρόσεξε) ήταν η ποδοσφαιρική μπαγαποντιά του αιώνα - η εκδίκηση αγιάζει παντού τα μέσα. «Σαν να έβαλα χέρι στο Θησαυροφυλάκιο της Αγγλίας…». Στο δεύτερο γκολ οι παίκτες της Αγγλίας συνθηκολόγησαν άνευ όρων στην επέλαση του στρατηγού της Αργεντινής (τους ντρίμπλαρε σαν να ήταν αγάλματα) και στο Μπουένος Αϊρες γκρέμισαν τα τείχη για την υποδοχή του. Ενιωθαν σαν να είχαν κερδίσει πόλεμο.
Εμείς δεν προερχόμασταν από τέτοια τραυματική εμπειρία αλλά το ίδιο πράξαμε το 2004, σε κλίμα εθνικής έκστασης, όταν υποδεχόμασταν τον Ρεχάγκελ, τον και «βασιλέα Οτο» αποκληθέντα, που υποτάσσοντας τους Ελληνες ποδοσφαιριστές στα δικά του καλούπια (πειθαρχία, αυτογνωσία, ομαδικότητα) μαζί θαυματούργησαν. «Η Ελλάδα ήθελε τον Γερμανό της» αποφανθήκαμε με αφοπλιστική αυτοκριτική, απονήρευτοι για τα μελλούμενα.
Και όλοι μαζί τα τελευταία χρόνια ανακαλύπταμε με μεταδοτική αφέλεια την «Ελλάδα που αντιστέκεται» κυρίως σε πρόσωπα δρομέων, καλαθοσφαιριστών, κολυμβητών και αθλητικών ομάδων απονέμοντας πληθωριστικά παράσημα «ηρωισμού» σε καιρό ειρήνης. Ο,τι φέρνει γενική χαρά- ακόμα και κραυγαλέα φαιδρές περιπτώσεις- προβάλλεται ως αποδεικτικό εθνικής ισχύος. Ακούω ότι για πολλούς ο μεθαυριανός αγώνας με τη Γερμανία δεν είναι παιχνίδι αλλά η οραματική ρεβάνς της επίθεσης της Βέρμαχτ στη Γραμμή Μεταξά - και πάει λέγοντας.
kathimerini.gr