Tου Aποστολου Λακασα
Μάλλον για λάθος και εντελώς εσωτερικής κατανάλωσης λόγους εντυπωσιάστηκαν ορισμένοι στην Ελλάδα με την πρόταση του σκιώδους υπουργού Παιδείας της Βρετανίας Στίβεν Τουίγκ, οι μαθητές να ξεκινούν από τα επτά τους χρόνια την εκμάθηση Αρχαίων Ελληνικών. Οι Βρετανοί δεν έχουν στο μυαλό τους την ελληνική γλώσσα, αλλά μια γλώσσα που ανήκει στην παγκόσμια κληρονομιά.
Η πρόταση στηρίχθηκε σε προηγούμενες έρευνες που έδειξαν πως η γνώση των Αρχαίων Ελληνικών ενισχύει τη σωστή και εις βάθος εκμάθηση των Αγγλικών αλλά και την ουσιαστική γνώση των δομών της κάθε γλώσσας -εθνικής, υπερεθνικής- ως μέσο επικοινωνίας. Επίσης, με τη γνώση των Αρχαίων, από τα οποία προέρχονται ετυμολογικά πολλές αγγλικές λέξεις, οι μαθητές μπορούν να κατανοήσουν την εξέλιξη των γλωσσών μέσω των κοινωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών συνθηκών. Αλλωστε, στην ίδια πρόταση ο κ. Τουίγκ συμπεριέλαβε και την εκμάθηση των Λατινικών καθώς και των Μανδαρίνικων. Αρα, όλα δείχνουν ότι οι Βρετανοί δεν μιλούν για εκμάθηση ξένων γλωσσών με στόχο την επικοινωνία σε παρόντα χρόνο (πλην της περίπτωσης των Κινεζικών και για τους προφανείς λόγους) αλλά για ένα πρόγραμμα που χρησιμοποιεί τα Αρχαία Ελληνικά ως γλωσσολογικό και ερμηνευτικό εργαλείο. Κάτι που δεν πρέπει να μας εντυπωσιάζει.
Το εντυπωσιακό, κατ’ εμέ τουλάχιστον, είναι ότι η ιδέα ξεκίνησε το 2010 με την υλοποίηση πιλοτικού προγράμματος σε επιλεγμένα σχολεία της Βρετανίας. Δύο χρόνια μετά, και αφού τα ευρήματα της πιλοτικής εφαρμογής ήταν θετικά, ο εκεί υπουργός Παιδείας έθεσε σε δημόσια διαβούλευση την πρόταση για γενίκευση της διδασκαλίας σε όλα τα σχολεία. Η διαβούλευση θα ολοκληρωθεί το 2014! Προγραμματισμός σε βάθος πενταετίας, και να επισημανθεί ότι η κυβέρνηση πέρασε από τους Εργατικούς στους Τόρις στο μεσοδιάστημα.
Ας μη γελιόμαστε, δεν υπάρχει περιθώριο για συγκρίσεις με την ελληνική πραγματικότητα. Αυτό που προκαλεί θλίψη είναι τα μεγάλα λόγια που εκστομίζονται από τα χείλη των πολιτικών για την ανασύνταξη της ελληνικής παιδείας, τα οποία ουσιαστικά καταλήγουν σε πασαλείμματα στην εκπαιδευτική πράξη. Μόνο που εδώ υπάρχει ένα σημείο που πρέπει να προσεχθεί. Για τα πασαλείμματα δεν ευθύνονται μόνο οι πολιτικές ηγεσίες και οι εκάστοτε υπουργοί Παιδείας. Κύρια ευθύνη έχουν και οι εκπαιδευτικοί που εύκολα τα ανέχονται, διότι επί της ουσίας δεν αλλάζουν τη βολή τους. Αλλιώς, όταν κάποιος τους πατήσει τον κάλο και τους ανατρέψει τα ράθυμα δεδομένα τους ξεσηκώνονται και ρίχνουν τη δική τους... λάσπη σε όποιον ξύσει πληγές. Και τότε γρήγορα οι μικροκομματικές σκοπιμότητες (υπό τον φόβο των οξύτατων αντιδράσεων) επικρατούν έναντι της ισχυρής θέσης υπέρ των αλλαγών. Και όλα ξεχνιούνται γρήγορα, αφού μετά την ολοκλήρωση κάθε σχολικής χρονιάς ακολουθεί το υπέροχο ελληνικό καλοκαίρι - «καρεκλάκια, πετονιές μες στο πανέρι, μες στη βόλτα αυτού του κόσμου που (δυστυχώς) μας ξέρει»...
kathimerini.gr