Ένας άντρας και μια γυναίκα γνωρίζονται πάνω από ένα τραπέζι ρουλέτας στο Λας Βέγκας. Ερωτεύονται παράφορα, και μετά από ένα βράδυ γεμάτο σεξ και αλκοόλ, οδηγούνται σε ένα διανυκτερεύον παρεκκλήσι και παντρεύονται.
Την επόμενη μέρα...
αφού χαρούν τον έρωτα τους, αποφασίζουν να κάνουν ένα διάλειμμα και να ξεκουραστούν στην πισίνα του roof garden. Πράγματι, φτάνουν εκεί και ξαπλώνουν νωχελικά σε δύο ξαπλώστρες. Κάποια στιγμή, ο άντρας σηκώνεται και λέει: «Αγάπη μου, με συγχωρείς, πάω λίγο να ξεμουδιάσω». «Ναι γλυκέ μου» του απαντά αυτή, και ο τύπος ανεβαίνει στον χαμηλό βατήρα για τις βουτιές.
Πλησιάζει στην άκρη, κάνει ένα άλμα, περιστρέφεται μιάμιση φορά γύρω από τον εαυτό του και καταλήγει στο νερό εντελώς κάθετα, χωρίς να πεταχτεί σχεδόν ούτε σταγόνα. Οι παρευρισκόμενοι το σχολιάζουν χαμογελαστά, εκείνος βγαίνει από το νερό και ανεβαίνει στον βατήρα των 3 μέτρων .
Πηδάει, κάνει δύο τούμπες, μια περιστροφή γύρω από τον άξονα του και καταλήγει στο νερό όπως και πριν, άψογα. Οι υπόλοιποι έχουν πλέον εντυπωσιαστεί, ο τύπος ξαναβγαίνει και σκαρφαλώνει στον ψηλότερο βατήρα, των 10 μέτρων. Καθώς το πλήθος μουρμουρίζει με δέος, ο τύπος πλησιάζει στην άκρη με την πλάτη προς την πισίνα, πηδάει, κάνει τρεις τούμπες και δύο περιστροφές πριν καταλήξει στο νερό, με μόνο έναν μικρό πίδακα να αποκαλύπτει πως κάποιος βούτηξε. Καθώς ο κόσμος τον καταχειροκροτεί εκστασιασμένος, ο τύπος επιστρέφει χαλαρά στην ξαπλώστρα του, σκουπίζεται και ξαπλώνει.
Η νέα του σύζυγος του λέει: «Ξέρεις αγάπη μου, με εντυπωσίασες».
«Είναι πολλά που δεν ξέρεις για μένα», της απαντά εκείνος.
«Δηλαδή;» τον ρωτά.
«Χρυσός ολυμπιονίκης καταδύσεων στο Σίδνεϊ» της λέει με το χαμόγελο του επιτυχημένου.
«Μπράβο αγάπη μου. Αλλά κι εγώ πιάστηκα λίγο, λέω να ξεμουδιάσω» του λέει εκείνη και σηκώνεται.
Πλησιάζει την άκρη της πισίνας, δοκιμάζει με το πόδι της διστακτικά τη θερμοκρασία του νερού, κατεβαίνει προσεκτικά από τη σκάλα στο νερό και... αρχίζει να κολυμπάει γρήγορα την πισίνα πάνω-κάτω, πάνω-κάτω!
Αυτό συνεχίζεται για πέντε, δέκα, είκοσι, τριάντα λεπτά, με την τύπισσα να μην κόβει καθόλου ρυθμό αλλά να συνεχίζει ακούραστη. Περίπου μια ώρα μετά, και ενώ όλοι οι παρευρισκόμενοι έχουν χαζέψει, η τύπισσα που δεν έχει ούτε καν επιβραδύνει, ξαφνικά πλησιάζει τη σκάλα και βγαίνει, χωρίς να έχει καν λαχανιάσει. Μέσα σε αποθέωση από τον κόσμο, σκουπίζεται και ξαπλώνει δίπλα στον καλό της, ο οποίος την κοιτά απορημένος.
«Και εσύ με εντυπωσίασες, αγάπη μου», της λέει.
«Είναι πολλά που κι εσύ δεν ξέρεις για μένα», του απαντά ήρεμα αυτή.
«Δηλαδή;» τη ρωτά. Και εκείνη, ατάραχη:
«Πουτάνα στη Βενετία»!!!
http://almirofistiki.blogspot.com/2012/07/blog-post_7466.html#ixzz20WyDDmZ0