Αφού εισέβαλε στο σπίτι του προπονητή του ΠΑΟΚ Γιώργου Δώνη, απείλησε τα παιδιά του, τους γονείς της συζύγου του και στη συνέχεια ενεπλάκη σε ανταλλαγή πυροβολισμών με αστυνομικούς τώρα ο ληστής από την Αλβανία εμφανίζεται ως θύμα της οικονομικής κρίσης και της κοινωνικής ανισότητας.
Στην απολογία του, την οποία δημοσιεύει το zougla.gr, ο 25χρονος κακοποιός, υποστηρίζει ότι οι λόγοι που τον ώθησαν στη ληστεία είναι η κακή οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται αλλά και η έλλειψη εργασίας, ενώ υποστηρίζει πως αρχηγός της ομάδας ήταν ο συνεργός του.
Πρώτη φορά που ήρθε ο κακοποιός στην Αθήνα ήταν το 2005, έμεινε για δύο χρόνια, εργαζόμενος περιστασιακά σε διάφορες δουλειές, επέστρεψε στην πατρίδα του το 2007, για να επανέλθει και τον Νοέμβριο του 2010, ωστόσο έναν μήνα εντοπίστηκε να μην έχει τα απαιτούμενα έγγραφα και τελικά απελάθηκε. Την τρίτη φορά που ήρθε στην Ελλάδα ήταν τον περασμένο Απρίλιο, όταν γνώρισε τον συνεργό του στην οδό Αχαρνών.
«Τις τελευταίες 12 ημέρες έμενα στο ξενοδοχείο ROY στην Αχαρνών. Από δουλειά είχα κάνει μερικά μεροκάματα σαν μπογιατζής και καθαριστής, αλλά όχι πολλά πράγματα. Επειδή δεν είχα δουλειά, έβγαινα στον δρόμο στην Αχαρνών και εκεί συναντούσα άλλους Αλβανούς. Εκεί γνώρισα και τον Νίκο, που μας πιάσατε μαζί. Αυτός μου είπε ότι θα με έπαιρνε μαζί του σε δουλειές με καλό μεροκάματο και αλλάξαμε τηλέφωνα. Μια ημέρα με πήρε τηλέφωνο και μου είπε να συναντηθούμε κατά τις εννιά το βράδυ στον σταθμό του τρένου. Πήγαμε προς Κηφισιά, αλλά δεν κάναμε τίποτα. Μετά από λίγες μέρες ξαναπήγαμε προς τα πάνω, αλλά πάλι δεν έγινε τίποτα, γιατί μια γυναίκα που μπήκαμε στο σπίτι της μάς είδε και άρχισε να φωνάζει».
Πως έγινε η ληστεία στο σπίτι του Δώνη
«Πηδήξαμε τα κάγκελα και μπήκαμε μέσα από την μπαλκονόπορτα. Εκεί ήταν μια κυρία, ένας κύριος, ένα παιδί, ένα μωρό και μια γυναίκα που καθάριζε. Εγώ έμεινα να τους φυλάω στο μπάνιο στον πάνω όροφο και ο Νίκο έψαχνε το σπίτι. Δεν είχαν περάσει παρά μερικά λεπτά, όταν ο άκουσα πυροβολισμούς, οι οποίοι προέρχονταν από τον κάτω όροφο. Πάνω στην ταραχή μου αποφάσισα να διαφύγω και πήδηξα από το μπαλκόνι στην αυλή. Εκεί είδα τον Νίκο να κρατάει τον κύριο από το σπίτι και μου είπε να τον πάρω εγώ. Εγώ του έλεγα να τον αφήσουμε και αυτός μου έλεγε όχι, γιατί ήρθε η αστυνομία. Φύγαμε από το σπίτι μαζί με τον κύριο και μετά από λίγα μέτρα τον αφήσαμε και μπήκαμε σε ένα δάσος. Όταν βγήκαμε στον δρόμο, ανεβήκαμε μια ανηφόρα και πηδήξαμε τα κάγκελα ενός σπιτιού και κρυφτήκαμε. Μετά από λίγο ήρθε η αστυνομία και μας φώναζαν να παραδοθούμε και πάλι έπεσαν πυροβολισμοί. Εγώ εκεί έπεσα κάτω και με πιάσατε».