Tου Αθανασιου Ελλις
Ενα κράτος, όπως και μια οικογένεια, δεν μπορεί να ξοδεύει περισσότερα από όσα εισπράττει. Η επιβίωσή του δεν μπορεί να βασίζεται σε μόνιμο δανεισμό. Πρόκειται για αυτονόητη αρχή την οποία κάποιοι επιμένουν να αμφισβητούν, προσβλέποντας σε κομματικά οφέλη. Ομως, οι παραπλανητικές αυτές φωνές, που παραπέμπουν στο αξέχαστο «λεφτά υπάρχουν», δεν ανατρέπουν την παραπάνω νομοτελειακή πραγματικότητα σε ό,τι αφορά τη σχέση εσόδων - εξόδων.
Μιλώντας, λοιπόν, με ειλικρίνεια, και με δεδομένο ότι η κοινωνία δεν αντέχει την επιβολή άλλων φόρων, οφείλουμε να συμφωνήσουμε ότι πρέπει να περισταλούν οι δαπάνες, που σημαίνει περιορισμός της σπατάλης εκεί όπου εξακολουθεί να υφίσταται, ήτοι συγχωνεύσεις και κλείσιμο άχρηστων οργανισμών, αλλά αναπόφευκτα και μείωση του αριθμού των απασχολουμένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως φυσικά και των υπερβολικών αποδοχών που παρατηρούνται σε κάποιες ΔΕΚΟ.
Οι περικοπές αυτές δεν χρειάζεται να επιβληθούν από κάποιο μνημόνιο που συνέταξαν ξένοι. Πρέπει να υλοποιηθούν από την Ελλάδα για την Ελλάδα. Το μείγμα της πολιτικής που απορρέει από το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής μπορεί να αλλάξει, αλλά τα ελλείμματα πρέπει να περιορισθούν. Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να εφαρμοσθούν. Το κρατικοδίαιτο μοντέλο ανάπτυξης, όπου συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες ζουν εις βάρος των υπολοίπων, πρέπει να τελειώσει. Καθώς ο νέος υπουργός Οικονομικών ετοιμάζεται να αναλάβει και επίσημα τα καθήκοντά του, καλό θα ήταν να λάβει σοβαρά υπόψη του την παρότρυνση του μέλους του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, Γεργκ Ασμουσεν, ο οποίος κάλεσε τη νέα ελληνική κυβέρνηση «να επικεντρωθεί σε τρόπους που θα μεγιστοποιούν τον αντίκτυπο των μεταρρυθμίσεων». Επισήμανε, δε, μια μεγάλη αλήθεια η οποία συνήθως χάνεται στον διαστρεβλωτικό διαχωρισμό μεταξύ «μνημονιακών» και «αντιμνημονιακών» και την υπερβολική κομματικοποίηση της αντιπαράθεσης στο εσωτερικό της Ελλάδας. «Με ή χωρίς» το Μνημόνιο, «κάθε ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να ακολουθήσει μια παρόμοια προσαρμογή για να φέρουμε την οικονομία και πάλι στο προσκήνιο και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στις χρηματοπιστωτικές αγορές».
Η ακριβής σύνθεση της προσαρμογής ώστε να καταστεί αυτή κοινωνικά δικαιότερη, αλλά και όσο το δυνατόν οικονομικά αποδοτικότερη, εναπόκειται στην κυβέρνηση. Ομως, η υλοποίησή της πρέπει να είναι δεδομένη. Μπορεί να υφίστανται κατανοητές διαφορές σε ό,τι αφορά συγκεκριμένες πτυχές της οικονομικής πολιτικής, μπορεί κάποιοι, ορθώς, να υπογραμμίζουν την ανάγκη αναπτυξιακής ένεσης σε μια οικονομία που δοκιμάζεται από πολυετή ύφεση, αλλά κάθε αντικειμενικός παρατηρητής του «ελληνικού προβλήματος» κατανοεί ότι πρέπει να υπάρξουν σημαντικές αλλαγές στη δομή και τον τρόπο λειτουργίας του ελληνικού Δημοσίου καθώς και της ελεύθερης οικονομίας, όπου κυριαρχούν κάποιοι κρατικοδίαιτοι δήθεν μεγαλοεπιχειρηματίες, η συμπεριφορά των οποίων παρεμποδίζει την ορθολογική ανάπτυξη της οικονομίας.
Εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν. Είναι προφανές ότι κάθε μέτρο θα έχει κόστος. Ομως, η κατεύθυνση είναι σαφής: μικρότερο, πιο ορθολογικό και περισσότερο αποτελεσματικό κράτος και μια οικονομία περισσότερο ανταγωνιστική. Και για να γίνει αυτό, δεν χρειάζονται ούτε το Μνημόνιο ούτε η τρόικα.