του Βασίλη Μπαλάφα
Οδεύουμε ολοταχώς προς τον δυσκολότερο ίσως Σεπτέμβριο των τελευταίων σαράντα, τουλάχιστον, ετών για την πατρίδα μας. Δυσκολότερο σε κάθε επίπεδο. Οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό, εθνικό. Η κρίση πλέον έχει ποτίσει κάθε ρανίδα αυτού του τόπου με διάφορες εκφάνσεις που όλες έχουν ως συνισταμένη τη διαρκώς διογκούμενη ανησυχία της κοινωνίας για όσα διαμορφώνονται. Οι κοινωνικοί αυτοματισμοί που καλλιεργήθηκαν ως πολιτικό τερτίπι τη διετία 2010 – 2011, σήμερα εκδικούνται, καθώς πλέον είναι ανεξέλεγκτοι και ενεργοποιούνται ακόμη και στα πιο απλά πράγματα της καθημερινότητας.
Η Ελλάδα κάνει μια τελευταία, ύστατη προσπάθεια να κρατηθεί σε τροχιά οριακής, συχνά ανυπόφορης, ελάχιστης ομαλότητας και σταθερότητας, όμως φαίνεται ότι το γενικό ζητούμενο που διαμορφώνεται, μοιάζει με το να προσπαθεί κάποιος να αλλάξει το λάστιχο σε ένα αυτοκίνητο που βρίσκεται εν κινήσει, με 160 χλμ/ώρα.
Το απόσπασμα από τη συνέντευξη του Αντώνη Σαμαρά στη «Bild», στις αρχές της εβδομάδας, αποτυπώνει τη στυγνή πραγματικότητα : «Το μόνο που ζητάμε είναι λίγο χώρο να αναπνεύσουμε, να πάρει η οικονομία μπροστά και να αυξηθούν τα έσοδα. Περισσότερος χρόνος δεν σημαίνει και περισσότερα χρήματα». Η πατρίδα και οι πολίτες της χρειάζονται ανάσα και όχι περαιτέρω μείωση της διατομής του σωλήνα οξυγόνου.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει μια αξιωματική αντιπολίτευση που, χωρισμένη σε φέουδα, υποομάδες, σχολές σκέψεων και προσωπικές στρατηγικές, ανάμεσα στις πολυήμερες διακοπές του αρχηγού της, διατυπώνει ό,τι πιο ακραίο μπορεί να φανταστεί προκειμένου να δυναμιτίσει την κατάσταση και να δημιουργήσει κάτι που και η ίδια αναγνωρίζει ότι δεν θα μπορεί να διαχειριστεί.
Ο τόπος βρίσκεται σε αναταραχή και μέσα σε αυτή βρίσκουν ευκαιρία κάθε λογής υπαρξιακά ή άλλου τύπου κόμπλεξ να εκφραστούν, να αποκτήσουν πολιτική υπόσταση, να υποκαταστήσουν τον ορθολογισμό. Τα άκρα παντός είδους ενισχύονται, αποθρασύνονται και εκτραχύνονται. Παρατάξεις που μέχρι χτες βρίσκονταν είτε στη λήθη, είτε στη σφαίρα του εξωκοινοβουλευτικού, επιχειρούν να ποδηγετήσουν το δημόσιο λόγο, αυτοπαρουσιάζονται ως αυθεντίες και αποκαλούν on camera «βλάκες» ή «φασίστες» όσους δεν συμφωνούν μαζί τους. Τηλεφωνούν σε δημοσιογράφους τοπικών μέσων ενημέρωσης, έντυπων και διαδικτυακών, και με ύφος κάφρου, τραμπουκίζουν αν δεν προβάλλονται οι ακραίες θέσεις τους, ακόμα και όταν αυτές περιέχουν διχαστικό λεξιλόγιο που παραπέμπει σε ατμόσφαιρα εμφυλίου.
Βουλευτές, πολιτευτές, εκπρόσωποι τοπικών κομματικών οργανώσεων ή ακόμα και μικροστελέχη κομμάτων της υποδιαστολής, το παίζουν υπερήρωες και σύγχρονοι «Κουταλιανοί», «τρομπάρουν» τον κόσμο σε μια κοσμοθεωρία όχλου, συντεταγμένων μαζών που θα κινούνται η μια απέναντι στην άλλη, αξιώνουν αίμα, οργή, νεύρα και μανούρες. Άγνωστοι άνθρωποι μέχρι χτες στις τοπικές κοινωνίες, σήμερα παριστάνουν τους προστάτες, τους χουλιγκάνους, χοροπηδάνε πάνω σε τραπέζια δημόσιων υπηρεσιών και στη συνέχεια επιζητούν, με αδιαπραγμάτευτη απαίτηση, τον κύβο ζάχαρης από μια κοινωνία που πραγματικά έχει χάσει τα μπόσικα.
Οι περισσότεροι πολίτες, σχεδόν έντρομοι, δείχνουν να αναζητούν κάποιους, κάτι να ξεσπάσουν. Διψούν για στόχο, για λιθοβολισμό, για άκριτη ισοπέδωση και γενικεύσεις. Πως θα μπορούσαν να κάνουν αλλιώς όταν βλέπουν πολιτικό που για περισσότερα από 30 χρόνια στη Βουλή, έχοντας διατελέσει πάνω από 25 χρόνια σε κορυφαίους υπουργικούς θώκους, βγάζει βιβλίο για να υποστηρίξει ότι «όλοι μαζί τα φάγαμε» και να κρύψει μέσα στο σακούλι της γενίκευσης τις δικές του προσωπικές ευθύνες ; Πως θα μπορούσαν να πράξουν αλλιώς όταν πρώην Υπουργός και διαχρονικός δελφίνος δήλωσε σε συνέντευξη τύπου ότι «όποιος πειράξει τον Παπανδρέου θα γίνει μακελειό» ; Τι άλλο θα μπορούσαν να ζητούν όταν υπάρχουν πολιτικές μειοψηφίες που πιστεύουν ότι επειδή μαζεύονται καμιά πενηνταριά σε μια πλατεία, αποκτούν αυτομάτως την ιδιότητα του λαϊκού δικαστηρίου που μπορεί να στοχοποιήσει τον κάθε περαστικό ;
Στην Κορινθία μας, υπάρχουν επίσημοι εκπρόσωποι κομμάτων που σε κάθε τους συνέντευξη ή στην επίσημη δημόσια εκφορά του πολιτικού τους λόγου, αποκαλούν «βλάκα» ή «φασίστα» όποιον διαφωνεί μαζί τους, έχουν καταστήσει τον εαυτό τους κριτή των πάντων και κάθε μέρα στήνονται μπροστά σε μια κάμερα για να διαποτίσουν τους πολίτες με μίσος, μένος, οργή, εκμεταλλευόμενοι με τον πιο χυδαίο τρόπο την απόγνωση των πολιτών, μέσα σε μια κατάσταση που πρέπει να αλλάξει ολοσχερώς.
Πάνε στα σπίτια τα «ραβασάκια» και την ίδια ώρα οι πολίτες ακούνε για ποσοστά άνω του 70 % φοροδιαφυγής σε τόπους όπου θα ήθελαν να είχαν πάει διακοπές, αλλά δεν μπόρεσαν. Ή διαβάζουν για κάποια κακομαθημένα παλιόπαιδα που έστησαν για πλάκα πόλεμο, πετώντας αστακούς ο ένας στον άλλο, σε κοσμικό νησί της Ελλάδας. Και κοιτούν γύρω τους και βλέπουν ανθρώπους που ξέρουν ότι δεν έχουν δώσει 30 χρόνια, ούτε ένα ευρώ φόρο στην πατρίδα, σήμερα να κάνουν τους επαναστάτες, τους θολοκουλτουριάρηδες, να το παίζουν ανθρωπιστές της γυάλας και δήθεν προστάτες μιας εργατιάς που για χρόνια κορόιδευαν.
Άνθρωποι που δεν έχουν ακόμα ΑΦΜ, μεσήλικες, γράφουν βαρύγδουπα άρθρα και παριστάνουν τους τιμητές, άλλοι διαχρονικά διαπλεκόμενοι και μισθοδοτούμενοι από επιχειρήσεις για να γράφουν «τι ωραία που τα κάνουν», στηλιτεύουν και μοιράζουν ευθύνες, κρατώντας το εξτρέ του μηνός με την καταβολή των «δεδουλευμένων».
Διάφοροι μικροπολιτικοί, σύμβουλοι, ή κάτι μεστωμένοι πολυετώς «προσφέροντες» στην πολιτική, έχουν ξαφνικά αγαπήσει το ποδήλατο και την φύση, βγάζουν λόγους για το καλό της ποδηλατοκίνησης, ή μοιράζουν μπλουζάκια και καπελάκια για την προστασία της φύσης και μονστράρονται στις κάμερες. Άλλοι, κουβαλάνε μαζί τους τον προσωπικό τους δημοσιογράφο που βγάζει φωτογραφίες και γράφει τις λεζάντες από τους τόπους επίσκεψης. Είναι και εκείνοι που σαν τα χέλια έχουν γλιστρήσει σε κάθε περίοδο εξουσίας σε διάφορες πηγές χρηματοδότησης και μιλούν για σταθερότητες. Πότε σύμβουλοι εδώ, πότε μετακλητοί εκεί, πότε παρατρεχάμενοι παραπέρα. Και έχουν το θράσος να μιλούν και να γράφουν για ιδεολογία.
Η κοινωνία περνά σταδιακά στη χάβρα. Η κυβέρνηση κάτι προσπαθεί να μαζέψει και έχει κάνει βήματα σοβαρά, αλλά μέσα στην πίεση γίνονται και κινήσεις που μπορούν κάθε φορά να χύσουν την καρδάρα. Το πρόβλημα είναι σοβαρό. Χρειάζεται μια παύση, ένα διάλλειμα για να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε και να το εφαρμόσουμε σωστά. Με 160 χλμ/ώρα δεν μπορείς να αλλάξεις λάστιχο. Ούτε να φτύσεις από το παράθυρο δεν μπορείς. Η φτυσιά θα γυρίσει πάλι μέσα.
Βασίλειος Μπαλάφας
vasileios[at]balafas.gr
vbalafas.blogspot.gr