Το Παρίσι είναι ο δεύτερος σταθμός του Αντώνη Σαμαρά, στο ταξίδι του στην Ευρώπη, σε μία προσπάθεια να αλλάξει το διεθνές κλίμα για την Ελλάδα. Στις 11:30 του Σαββάτου, ο Γάλλος πρόεδρος, Φρανσουά Ολάντ, υποδέχθηκε τον πρωθυπουργό στο Μέγαρο των Ηλυσίων.
Την προηγούμενη ημέρα ο κ. Σαμαράς συναντήθηκε στο Βερολίνο με την καγκελάριο της Γερμανίας, Άνγκελα Μέρκελ. Αν και είναι μάλλον νωρίς να κάνει κάποιος αποτίμηση της συνάντησης αυτής, το κλίμα που έβγαινε τόσο από την ελληνική αποστολή όσο κι από το γερμανικό στρατόπεδο είναι ότι «έσπασε ο πάγος».
Όσο κι αν ακούγεται περίεργο, η ελληνική αντιπροσωπεία που ταξίδεψε στο Βερολίνο με «ψαλιδισμένα» φτερά, καθώς ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ αλλά και οι πυκνές «τοξικές» -όπως τις χαρακτήρισε ο Έλληνας πρωθυπουργός- Γερμανών αξιωματούχων προειδοποιούσαν για πολύ βαρύ αν όχι εχθρικό κλίμα, έφυγε από τη γερμανική πρωτεύουσα έχοντας σχηματίσει την εντύπωση ότι η συνάντηση πήγε πολύ καλά.
Αν λάβει, δε, κανείς υπόψιν ότι και ο γερμανικός Τύπος έκανε στροφή 180 μοιρών σε σχέση με όσα ανέφερε λίγες ώρες πριν το τετ- α- τετ, μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτό ήταν και βασικό κέρδος της συνάντησης, ότι δηλαδή όχι απλώς δεν επιδεινώθηκαν οι σχέσεις των δύο αλλά φάνηκε να «κερδίζει» ο Αντώνης Σαμαράς την Άνγκελα Μέρκελ.
Οι πληροφορίες από το ελληνικό στρατόπεδο λένε, μάλιστα, ότι στη κατ' ιδίαν συνάντηση των 40 λεπτών που επεδίωξε η ίδια η Άνγκελα Μέρκελ, η Γερμανίδα καγκελάριος σχημάτισε την άποψη ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός είναι αποφασισμένος και γι' αυτόν ακριβώς το λόγο έκανε τη δήλωση περί επιθυμίας της να παραμείνει η Ελλάδα στο ευρώ, δήλωση που χαρακτηρίζεται ως κέρδος, αφού και οι αγορές το εξέλαβαν ως ένδειξη στήριξης προς τον Αντώνη Σαμαρά.
Οι... κακές γλώσσες από το Βερολίνο έλεγαν, μάλιστα, ότι υπήρχε πολύ έντονη επιφυλακτικότητα για τον Αντώνη Σαμαρά, καθώς πολλοί από τον κυβερνητικό σχηματισμό του καταλογίζουν ότι δημιούργησε προβλήματα με τη στάση που κράτησε απέναντι σε βασικές πτυχές του πρώτου Μνημονίου, όπως επίσης ότι προκάλεσε εκνευρισμό στο Βερολίνο με τα παζάρια πριν την συνυπογραφή του δευτέρου Μνημονίου. Ωστόσο, αυτό η εικόνα φάνηκε να αλλάζει.
Από εκεί και πέρα, τόσο από τις επίσημες δηλώσεις όσο κι από τις πληροφορίες για τις διαβουλεύσεις που έγιναν μεταξύ των δύο πλευρών, προκύπτει ότι η γερμανική πλευρά έβαλε «φρένο» στο ζήτημα της επιμήκυνσης, που τέθηκε μάλλον... ξώφαλτσα παρά με σαφή επιχειρήματα και στοιχεία από την ελληνική πλευρά. Όλα τα μηνύματα προς την ελληνική πλευρά έλεγαν, άλλωστε, ότι η όποια τέτοια συζήτηση είναι άκυρη και άκαιρη από τη στιγμή που δεν υπάρχει η Έκθεση της Τρόικας, άρα δεν θα είχε κανένα νόημα να τεθεί επισήμως το αίτημα, με κίνδυνο να βαρύνει το κλίμα. Αντί αυτού κατέστη σαφές προς την ελληνική πλευρά ότι όλα θα γίνουν βήμα- βήμα, με τον γερμανικό τρόπο, χωρίς πολλά λόγια αλλά με πολλές πράξεις.
Κατόπιν τούτου είναι προφανές ότι κάποιοι αιθεροβάμονες του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος που υποστήριζαν μέχρι πρότινος ότι η ανακοίνωση των μέτρων θα γίνει χέρι- χέρι με την επιμήκυνση του προγράμματος, είτε είχαν πέσει θύμα... παραπληροφόρησης για τις γερμανικές προθέσεις είτε είχαν πέσει θύμα της δικής τους υπερβολικής σιγουριάς.