Ύστατη έκκληση και θεσμική προειδοποίηση προς την εκτελεστική εξουσία να μην προχωρήσει στις σχεδιαζόμενες περικοπές στα εφάπαξ και τις λοιπές συντάξιμες παροχές, απευθύνει -με δήλωσή του- ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου της Αθήνας (ΔΣΑ), Γιάννης Αδαμόπουλος. Προφανώς ο κ. Αδαμόπουλος ζει στον κόσμο του και πιστεύει ότι λεφτά υπάρχουν και το κράτος πρέπει να συνεχίσει να χρηματοδοτεί το εφάπαξ του που είναι μεγαλύτερο από τις εισφορές που έχει καταβάλει.
Προφανώς ο κ. Αδαμόπουλος πιστεύει ότι εμείς οι υπόλοιποι μαλάκες θα συνεχίσουμε να χρηματοδοτούμε τα ελλείμματά του γιατί όπως λέει οι συνάδελφοί του έκαναν τον προγραμματισμό του με το σκεπτικό ότι θα πάρουν κάποιο ποσό εφάπαξ. Το πρόβλημα για τον Αδαμόπουλο είναι ότι εμείς οι υπόλοιποι δεν κάναμε τον προγραμματισμό μας με το ότι θα μας ξεσκίσουν στους φόρους για να βρούνε λεφτά να επιδοτήσουν τα ελλείμματα του Ταμείου του κ. Αδαμόπουλου.
Όσο για το επιχείρημα ότι αφού μέχρι τώρα η πολιτεία ανέχονταν να επιδοτούν οι υπόλοιποι τα ελλείμματα του κ. Αδαμόπουλου, πρέπει να συνεχίσουμε σ΄αυτό το μοτίβο... τι να πούμε; Απλά δείχνει γιατί η χώρα θα πάει τελικά άπατη: Γιατί οι Έλληνες μετά από 2 χρόνια δεν έχουν καταλάβει ότι το πάρτυ των δανεικών τελείωσε...
Διαβάστε και την κατάπτυστη δήλωσή του:
«Την ώρα που, σύμφωνα με τα πλέον επίσημα στοιχεία, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να βυθίζεται στην ύφεση, αδυνατώντας να βρει αναπτυξιακές λύσεις, κατά τρόπο που επιβεβαιώνει - για μια ακόμη φορά - την πλήρη αποτυχία των μνημονιακών πολιτικών, η κυβέρνηση δείχνει να καταφεύγει στην, προσφιλή για τα ελληνικά δεδομένα, λογική της υιοθέτησης μεσοπρόθεσμων μέτρων, εισπρακτικής και μόνο λογικής. Αυτή τη φορά, σύμφωνα με διαρροές που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, στο στόχαστρο μπαίνουν οι εφάπαξ παροχές που καταβάλλονται στους συνταξιούχους αλλά και το ύψος των μηνιαίων παροχών, σε μία εκ νέου εξαγγελλόμενη προσπάθεια δήθεν σωτηρίας και εξυγίανσης των ασφαλιστικών ταμείων».
Και συνεχίζει ο πρόεδρος τού Δικηγορικού Συλλόγου της Αθήνας: «Πέραν της αυτονόητης διαπίστωσης ότι μέτρα που αποσκοπούν στην περικοπή των εισοδημάτων του μέσου πολίτη εξυπηρετούν αποκλειστικά και μόνο βραχυπρόθεσμους στόχους, προσφέροντας μια παροδική ανακούφιση στις κρατικές ταμειακές δυσχέρειες, είναι πλέον βέβαιο ότι επιτείνουν την ύφεση, επιδεινώνοντας διαρκώς την εισοδηματική κατάσταση των πολιτών. Πολλώ δε μάλλον, η εσχάτως εξαγγελθείσα από το Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας πρόθεση αναδρομικής διεκδίκησης των εφάπαξ καταβληθεισών παροχών προσβάλλει την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου-ασφαλισμένου, ο οποίος εύλογα βάσισε τη ζωή του πάνω σε συγκεκριμένα οικονομικά δεδομένα που διαμορφώθηκαν και ίσχυσαν επί σειρά ετών με την πρωτοβουλία και την ανοχή της επίσημης Πολιτείας. Αδιαφορώντας μάλιστα για τον ανταποδοτικό χαρακτήρα των εν λόγω παροχών σε σχέση με ήδη καταβληθείσες εισφορές, καταλήγει να ισοδυναμεί με πλήρη καταρράκωση της έννοιας του κοινωνικού κράτους και του κράτους δικαίου, καταφέροντας -μέσω των διαρκών αιφνιδιασμών που υφίστανται οι πολίτες- ακόμα ένα πλήγμα κατά της ασφάλειας δικαίου. Άλλωστε, υπενθυμίζουμε ότι με τις υπ’ αριθμ. 3/2007, 4/2007 και 5/2007 αποφάσεις του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, οι οποίες μάλιστα - κατά το Σύνταγμα - επέχουν ισχύ νόμου, έχει κριθεί οριστικά και αμετάκλητα το ζήτημα της επιβολής πλαφόν στις εφάπαξ καταβαλλόμενες παροχές ως ενέργεια αντικείμενη στις συνταγματικές διατάξεις περί ισότητας των πολιτών (άρθρο 4 παράγρ. 1 Συντ.) και υποχρέωσης του κράτους να μεριμνά για την κοινωνική τους ασφάλιση (άρθρο 22 παράγρ. 5 Συντ.), λαμβανομένου υπόψη τού αμιγώς ανταποδοτικού χαρακτήρα τής εν λόγω παροχής και του σχηματισμού της αποκλειστικά και μόνο από εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών, εξαιρουμένων άλλων πόρων».
Επιπλέον, ο κ. Αδαμόπουλος τονίζει: «Πλήρως ακατανόητη τυγχάνει και η λογική του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας κ. Γιάννη Βρούτση, ο οποίος, αντί να κατευθύνει τις προσπάθειες του κυβερνητικού έργου προς το σκοπό της οικονομικής βελτίωσης της θέσης των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας, επικαλείται τις υπάρχουσες ανισότητες, που οι ίδιες οι υιοθετούμενες πολιτικές συντηρούν, για να προκαλέσει τεχνητή διέγερση δήθεν κοινωνικών αντανακλαστικών και να "νομιμοποιήσει" τις εκ νέου σχεδιαζόμενες περικοπές στις συντάξιμες παροχές».