Θάνος Πλεύρης,
Δικηγόρος ΔΝ ποινικού δικαίου, LLM Πανεπιστημίου Χαϊδελβέργης,
τ. Βουλευτής Α Αθηνών
Με βάση την περίφημη λίστα έχει αναπτυχθεί μία συζήτηση για το εάν η λίστα έπρεπε να δημοσιευθεί και εάν υπάρχει ποινικό αδίκημα αναφορικά με την επεξεργασία της. Πολλά μάλιστα πολιτικά πρόσωπα προσπάθησαν να πάρουν μέρος από τη δόξα του δημοσιογράφου που τη δημοσίευσε βγαίνοντας φωτογραφίες μαζί του και τρέχοντας με δηλώσεις να τον υποστηρίξουν.
Είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι οι αρχές και αξίες μιας κοινωνίας δοκιμάζονται στις κρίσεις και η ευνομία πρέπει να εφαρμόζεται ειδικώς σε περιόδους που η κοινή γνώμη επικροτεί το παράνομο. Εάν θεωρηθεί αποδεκτή η δημοσίευση της λίστας τότε θα είναι αποδεκτή και η δημοσίευση μιας άλλης λίστας από υπάλληλο μιας τράπεζας στο εσωτερικό που θα φανερώνει όλους τους καταθέτες και θα ζητά να ελεγχθούν τα εισοδήματα τους. Για ποιο λόγο δηλαδή να είναι ηθικά αποδεκτή η δημοσίευση των καταθετών στην HSBC της Ελβετίας και να μην είναι της Εθνικής Τράπεζας στην Ελλάδα; Για ποιο λόγο ο καταθέτης της Ελβετίας που είναι νόμιμος και τα εισοδήματά του έχουν φορολογηθεί και δηλωθεί θα πρέπει να ανέχεται το κρέμασμα του ονόματος του σε περιοδικά στα περίπτερα υπό το πρόσχημα, ότι μπορεί να υπάρχουν και κάποιοι παράνομοι σε αυτή τη λίστα και δεν πρέπει να υποστεί την ίδια βάσανο και ο καταθέτης της ALPHA, που ενδεχομένως έχει εισοδήματα που δε δικαιολογούνται από τις φορολογικές του δηλώσεις;
Το να οδηγούμαστε σε μια ανθρωποφαγία όπου συλλήβδην όλοι εκτίθεται και δέχονται την πίεση της διαπόμπευσης, ειδικώς εάν δεν έχουν παρανομήσει είναι κάτι που δε μπορεί να εκφράζει μια κοινωνία. Προσωπικά μάλιστα είμαι κατά του Νόμου για τα προσωπικά δεδομένα και έχω καταψηφίσει κάθε τροποποίηση του σε αντίθεση με πολιτικούς άλλων κομμάτων που τρέχουν να φωτογραφηθούν με τον Βαξεβάνη και υπερθεματίζουν στα προσωπικά δεδομένα, ακόμη και εγκληματιών παιδεραστών κλπ.
Όταν υπάρχει όμως ένα νομικό πλαίσιο δε μπορείς στο όνομα του δημοσίου συμφέροντος ή του συμφέροντος της ολότητας, που παραπέμπουν σε άλλες εποχές να το αγνοείς. Σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 4 του Ν.2472/97 «Όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις». Μάλιστα σύμφωνα με την επιβαρυντική περίσταση της παρ. 6 «Αν ο υπαίτιος των πράξεων των παρ. 1 έως 5 του παρόντος άρθρου είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, ή να βλάψει τρίτον, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα 10 ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δύο εκατομμυρίων (2.000.000) δραχμών έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών».
Στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει λοιπόν και επεξεργασία και μετάδοση και ανακοίνωση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων και ενδεχομένως μπορεί να υποστηριχθεί ότι υπάρχει και περιουσιακό όφελος, καθώς το περιοδικό δε διανέμεται δωρεάν αλλά πωλείται, οπότε υπήρξε περιουσιακό όφελος με βλάβη τρίτου. Φυσικά υπάρχουν σοβαρά επιχειρήματα που θα επικαλεστούν οι νομικοί της υπεράσπισης, ότι δεν υπήρξε δόλος ή υπάρχουν περιστάσεις που αίρεται το άδικο της πράξης ή νομική πλάνη, καθώς στο ίδιο περιοδικό ο δημοσιογράφος έχει τρεις γνωμοδοτήσεις επιφανών ποινικολόγων που θεωρούν ότι δεν υπήρξε παρανομία. Όμως κατ’ αρχήν είναι παράλογο να εγκαλείται η δικαιοσύνη που ασκεί την ποινική δίωξη. Στην προδικασία ή στο ακροατήριο θα κριθούν οι ενστάσεις και οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του δημοσιογράφου.
Το μεγάλο θέμα όμως είναι το ακόλουθο: Εάν θεωρεί η εισαγγελική αρχή ότι υπάρχει προσβολή των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων από τη δημοσίευση, θα έπρεπε να θεωρεί ότι υπάρχει προσβολή και από την κατοχή και επεξεργασία. Το γεγονός λοιπόν ότι παρανόμως δύο υπουργοί (κκ Παπακωνσταντίνου και Βενιζέλος) κατείχαν τη λίστα, την επεξεργάστηκαν και έλαβαν γνώση των δεδομένων θα έπρεπε να οδηγήσει τη δικαιοσύνη κατά τη νομική μου άποψη στην άσκηση ποινικής δίωξης και στους δύο Υπουργούς Οικονομικών για παράβαση του άρθρου 22 παρ. 4 του Ν. 2472/97. Η τιμωρία της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δε μπορεί να είναι επιλεκτική. Οι δύο υπουργοί δεν είχαν δικαίωμα να διατηρούν αρχείο ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, έστω και για φύλαξη όπως επικαλούνται, καθώς απαγορεύεται ευθέως από το Νόμο. Εάν υπάρχουν στοιχεία για κάποιον που πλούτισε παράνομα η που δεν έχει φορολογηθεί υπάρχει η διαδικασία άρσης του απορρήτου. Η συνολική όμως αρχειοθέτηση προσώπων που νόμιμα έχουν καταθέσεις στο εξωτερικό συνιστά παράνομη πράξη. Παίρνοντας τη λίστα λοιπόν θα έπρεπε να κινήσουν τη διαδικασία άρσης απορρήτου όπου συνέτρεχαν επαρκείς ενδείξεις και όχι να κρατούν τα ονόματα.
Κατά την άποψη μου λοιπόν είναι ορθή η άσκηση ποινικής δίωξης κατά του δημοσιογράφου που δημοσιοποίησε τη λίστα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ισχυρισμοί που μπορούν να σταθούν σε ένα δικαστήριο και να οδηγήσουν σε αθωωτική κρίση, αλλά είναι παντελώς λανθασμένη η μη άσκηση ποινικής δίωξης κατά των υπουργών που κατείχαν, επεξεργάζονταν και λάμβαναν γνώση αρχείου που περιέχει ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Σημειωτέον το τυχόν αδίκημα των Υπουργών δεν έχει κατ’ αρχήν παραγραφεί και άρα και τώρα μπορεί να ασκηθεί δίωξη.
http://thanos-plevris.blogspot.gr/2012/10/blog-post_30.html?spref=tw