Tου Στεφανου Κασιματη
Εχουν περάσει τουλάχιστον δυόμισι χρόνια που συζητάμε -σωστότερα: τσακωνόμαστε- για την κρίση, τις αιτίες της και τις ευθύνες μας. Ωστόσο, χρειάζεται κάτι παραπάνω από τον μπανάλ εγωισμό των πολιτευομένων για να μπορέσεις να πεις, όπως το είπε μόλις χθες ο Θόδωρος Πάγκαλος, ότι «ο λαός ήθελε διορισμούς, φοροαπαλλαγές, φοροδιαφυγή».
Για να ρίξεις μέσα στην αρένα του δημοσίου διαλόγου μια τόσο σκληρή αλήθεια είναι απαραίτητο να διαθέτεις την εδραία αυτοπεποίθηση η οποία λ.χ. θα σου επέτρεπε να εμφανισθείς με φραουλί μπουρνούζι, αδιαφορώντας απολύτως για τη γνώμη των πολλών. Δεν είναι συμπτωματικό, επομένως, ότι προσφάτως θαυμάσαμε τη φωτογραφία του Θ. Πάγκαλου με ένα παρόμοιο μπουρνούζι, το οποίο -παρεμπιπτόντως- του πήγαινε πολύ.
Από την αρχή αυτής της περιόδου, την οποία τόσο βολικά για την εθνική αυτοπεποίθησή μας συμφωνήσαμε ατύπως να ονομάζουμε «η κρίση» (όρος που διευκολύνει τον καταλογισμό της ευθύνης σε εξωγενείς δυνάμεις, πέραν του ελέγχου μας...), ο Πάγκαλος είχε το θάρρος να θέσει (επί του παροιμιώδους τάπητος...) ορισμένες δύσκολες αλήθειες, δίνοντάς τους σκοπίμως τη μορφή της χοντράδας που προκαλεί και ταρακουνάει. Το «όλοι μαζί τα φάγαμε», π.χ., έγινε μια από τις εμβληματικές φράσεις της εποχής, παρά την απλουστευτικότητα της σκέψης που εκφράζει. Είναι φυσικό, λοιπόν, ο λόγος του να τον κάνει σε πολλούς αντιπαθή. (Οχι δηλαδή ότι ο ίδιος νοιάζεται καθόλου γι’ αυτό. Αντιθέτως, του αρέσει, για να μην πω ότι το απολαμβάνει, να ερεθίζει την κατεστημένη βλακεία...)
Αυτή η οργή που προξενεί ο Πάγκαλος εκδηλώνεται με διαφόρους τρόπους. Στο εντελώς ζωώδες επίπεδο, με κοροϊδευτικά σχόλια και υπαινιγμούς για το πάχος του· δηλαδή, με κάτι το οποίο δεν έχει ουσιώδη σχέση με το ζήτημα που θέτει. Κάποιοι άλλοι, με τους οποίους εν μέρει θα συμφωνήσω, αντιτείνουν στον Πάγκαλο ότι, έστω και αν ο ίδιος δεν τα έτρωγε, ήταν εντούτοις εκεί, μαζί με τους άλλους που τα έτρωγαν και δεν ξεφώνιζε τότε λ.χ. τον Τσοχατζόπουλο. Σωστό μεν, αλλά δεν αχρηστεύει την αξία της επισήμανσης του Πάγκαλου - την αξία της όχι ως απόλυτης αλήθειας, αλλά ως στοιχείου που έχει τη θέση του στη γενική εικόνα. Κακίζουμε τους πολιτικούς όταν αποφεύγουν την κριτική στο σύστημα εξουσίας το οποίο ήλεγχαν και καλά κάνουμε. Να τους κακίζουμε και όταν επιχειρούν την κριτική; Μια τέτοια στάση ευνοεί μόνον όσους εξακολουθούν να παριστάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν και να θεωρούν υπαίτιους της χρεοκοπίας αποκλειστικά τους ξένους, όπως είναι οι ΑΝΕΛ και ο ΣΥΡΙΖΑ.
Για να επανέλθω όμως στη χθεσινή επισήμανση του Πάγκαλου, το ότι «ο λαός ήθελε διορισμούς, φοροαπαλλαγές, φοροδιαφυγή» δεν απαλλάσσει των ευθυνών τους εκείνους που παρείχαν στον λαό διορισμούς, φοροαπαλλαγές και φοροδιαφυγή, ενώ αδιαφορούσαν για τις επιπτώσεις. Η απολύτως σωστή -όπως νομίζω- επισήμανση ούτε καν ελαφρύνει τη θέση των πολιτικών διαχειριστών του συστήματος· απλώς, αποδεικνύει την ανεπάρκειά τους από πάσης πλευράς. Και τα παιδιά θέλουν σοκολάτες, τηλεόραση και βιντεοπαιχνίδια. Τους τα παρέχεις αφειδώς; Μόνον εφόσον εκείνο που προέχει για σένα είναι να εξασφαλίσεις την ησυχία σου - πρόσκαιρα γιατί αργότερα θα πρέπει να τα βγάλεις πέρα με τα «τερατάκια» που ανέθρεψες.
Εν πάση περιπτώσει, τα παραπάνω ίσως να είναι κάπως χρήσιμα για να καταλάβουμε την κατάστασή μας· από εδώ και πέρα όμως σημασία έχει τι είναι χρήσιμο ώστε να την υπερβούμε. Αρκετά θρηνήσαμε για το έλλειμμα ηγεσίας, ας κάνουμε μια προσπάθεια τώρα να δούμε πού και πως πρέπει να εκδηλωθεί η ηγεσία. Το πεδίο αυτό είναι η διακυβέρνηση και ο τρόπος είναι η ουσιαστική συνεργασία των τριών κομμάτων της συγκυβέρνησης πέρα από την επιφάνεια. Το καινούργιο στην πολιτική και την ηγεσία που έχει ανάγκη ο τόπος θα προκύψει από τη δυνατότητα εξεύρεσης κοινού τόπου μεταξύ των τριών: από τις αμοιβαίες παραχωρήσεις που θα γίνουν προς χάριν του κοινού συμφέροντος. Τουναντίον, η περιχαράκωση που προσπαθεί να πετύχει το κάθε ένα από τα κόμματα, μέσω της διεκδίκησης αποκλειστικής νομής σε ένα μερίδιο των λαφύρων, απλώς υπενθυμίζει διαρκώς ότι είναι τόσο μικρά, ώστε να εξαρτούν την επιβίωσή τους από τα ψίχουλα που θα προλάβουν να μαζέψουν από το τραπέζι.
Μέχρι στιγμής, ωστόσο, τάσεις προς αυτή την κατεύθυνση δεν διακρίνονται. Αφότου πήραμε το «ok» για τα λεφτά, φαίνεται μάλλον ότι εμείς συνεχίζουμε να τρέχουμε με την κεκτημένη ταχύτητα του παρελθόντος. Τα κόμματα καταγίνονται με τη μοιρασιά των διορισμών σε φορείς και οργανισμούς, ως εάν πρόκειται να κριθεί στο μέλλον η εκλογική επίδοσή τους από την κομματική ταυτότητα των αποτυχημένων πολιτευτών που θα τους διοικήσουν. Πληροφορούμαι, επίσης, ότι οργανισμός ευρισκόμενος -υποτίθεται- σε τροχιά ιδιωτικοποίησης μοιράζει χορηγίες της τάξεως των 140.000 και των 80.000 ευρώ αντιστοίχως σε entertainer της δημοσιογραφίας του οποίου το όνομα θαυμάσαμε σε προσφάτως δημοσιευθείσα λίστα, καθώς και σε ιστότοπο διακριθέντα για τη μαχητικότητα με την οποία στήριξε το αντιμνημονιακό παρελθόν του πρωθυπουργού. Ακούω, τέλος, ότι τα «μυτερά παπούτσια» (τα λεγόμενα και «παπούτσια πιρόγες»...) που αναλαμβάνουν τον συντονισμό του κυβερνητικού έργου πρόκειται να προσληφθούν με πενταετές συμβόλαιο. Αν αυτό ισχύει, τότε ο ισχυρισμός περί χρηστής διοίκησης είναι υποκριτικός, διότι ένα εργαλείο για την αποπολιτικοποίηση μιας τεχνοκρατικής θέσης στη διοίκηση χρησιμοποιείται για έναν διορισμό καθαρά πολιτικό. Αν αυτά τα στοιχεία αποδίδουν το κλίμα μέσα στο οποίο θα συνεχίσει με τον νέο χρόνο η κυβέρνηση, ας τους χαρούμε όσο ακόμη τους έχουμε στην κυβέρνηση, γιατί δεν βλέπω να τους έχουμε για πολύ...
kathimerini.gr