Από το ναδίρ στο ζενίθ και από «άρχοντας» της Θεσσαλονίκης στο τίποτα. Σήμερα στο εδώλιο του κατηγορουμένου, πρωταγωνιστής στην υπόθεση της υπεξαίρεσης-μαμούθ στον Δήμο Θεσσαλονίκης. Η ζωή του Παναγιώτη Σαξώνη, του ταμία του δήμου, που έφτασε να γίνει ιδιοκτήτης μπουζουξίδικων, να είναι παράγοντας ομάδας μπάσκετ, να κυκλοφορεί με πανάκριβα αυτοκίνητα, ρολόγια και ρούχα, αποτελεί μια νεοελληνική πραγματική ιστορία του ρόλου του Δημήτρη Χορν στη θρυλική ταινία «Μια ζωή την έχουμε».
Ο πρώην υπάλληλος της Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου Θεσσαλονίκης είναι ο βασικός κατηγορούμενος για την υπεξαίρεση στον δήμο ύψους 51.400.000 ευρώ. Οπως ισχυρίστηκε ο ίδιος στην απολογία του ενώπιον του δικαστηρίου, αυτός λειτουργούσε απλά σαν «μεταφορέας χρημάτων», με προμήθεια 10%. «Τα χρήματα τα πήγαινα στον τότε γενικό γραμματέα του δήμου Μιχάλη Λεμούσια. Οπως μου είχε πει ο ίδιος, κάποια πήγαιναν κατευθείαν στον δήμαρχο Βασίλη Παπαγεωργόπουλο σε πρόχειρες σακούλες, ο οποίος δεν ήθελε να ξέρει από πού προέρχονται τα χρήματα.
Το κουμάντο το έκανε ο Λεμούσιας, αυτός είχε στήσει το σύστημα, αλλά γνώριζαν χωρίς να μιλούν και πολλά άλλα στελέχη του δήμου» ανέφερε, μεταξύ άλλων, στην κατάθεσή του.
Μάλιστα, όπως λένε άνθρωποι που γνωρίζουν την υπόθεση, πολλοί είναι πλέον στον δήμο που κάνουν ότι δεν γνώριζαν τον Σαξώνη. «Στα μαγαζιά του δούλευαν δεκάδες συγγενικά πρόσωπα υπαλλήλων του Δήμου Θεσσαλονίκης, ακόμη και εργαζόμενοι του δήμου που τώρα κάνουν την... παλαβή. Τότε τον παρακαλούσαν για δουλειά και τώρα τον βλέπουν και γυρνούν το κεφάλι» είπε επιχειρηματίας της νύχτας στη «δημοκρατία».
Ο «χοντρός», όπως τον έλεγαν στη νύχτα της Θεσσαλονίκης, πλήρωνε πάντα μετρητά που κουβαλούσε σε μαύρες σακούλες σκουπιδιών, κερνούσε όλο τον κόσμο και έκλεινε τα αυτιά του σε όσους του έλεγαν να κρατάει χαμηλό προφίλ αντί να ζει σαν βασιλιάς. Σήμερα κυκλοφορεί στην πόλη μόνος, με 10 ευρώ στην τσέπη, όπως υποστήριξε στη διάρκεια της απολογίας του.
«Εκανε κηδεία με ξένα κόλλυβα. Φούσκωσαν τα μυαλά του γρήγορα και έχασε κάθε μέτρο. Εκανε λεζάντα χωρίς να φοβάται και την πλήρωσε». Η πιάτσα των ανθρώπων της νύχτας της Θεσσαλονίκης γνώριζε καλά τον Παναγιώτη Σαξώνη. Μέσα σε λίγα χρόνια, από το πουθενά έφτασε να έχει νυχτερινά μαγαζιά στην πόλη, μεταξύ των οποίων και ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα διασκέδασης, το BOOM, που χωρούσε περίπου 3.000 άτομα.
Οι μεγαλύτερες φίρμες του ελληνικού πενταγράμμου πέρασαν από την πίστα του με ιλιγγιώδεις αμοιβές. «Ηρθε από το πουθενά και μπήκε σφήνα σε επιχειρηματίες που για χρόνια έκαναν κουμάντο στη νύχτα της Θεσσαλονίκης. Επειδή δεν είχε διασυνδέσεις, έδινε διπλάσια μεροκάματα στους τραγουδιστές για να καταφέρει να τους φέρει στο μαγαζί του. Η πιάτσα γελούσε, τον κορόιδευε. Εκεί που τα καλά χρόνια οι μεγάλες ντίβες έπαιρναν 25.000 ευρώ νυχτοκάματο, ο Σαξώνης έδινε μέχρι και 50.000» λέει στη «δημοκρατία» επιχειρηματίας της Θεσσαλονίκης.
Οι ιστορίες που ακούγονται για τον βίο και την πολιτεία του Σαξώνη κάνουν λόγο για έναν άνθρωπο χαβαλέ, πληθωρικό, φωνακλά, με όρεξη για επίδειξη. «Πήγαινε και πάρκαρε τη Mercedes λιμουζίνα του στο πάρκινγκ για τους υπαλλήλους του δήμου έξω από το παλιό δημαρχείο της Θεσσαλονίκης. Μέχρι που του έβαλαν χέρι από τον δήμο για να μην προκαλεί και τη στάθμευε σε ιδιωτικό πάρκινγκ στην οδό Ιουστινιανού» θυμάται πρώην υπάλληλος του δήμου Θεσσαλονίκης.
Η μεγαλομανία του φαινόταν τα βράδια που επισκεπτόταν τα νυχτερινά μαγαζιά του. «Τον είχε μάθει όλη η πόλη, του άρεσε να τον χαιρετούν, να τον αναγνωρίζουν. Εμπαινε στο μαγαζί και κερνούσε γνωστούς και αγνώστους. Κάποιοι που δεν τον γνώριζαν τον ρωτούσαν ποιος είναι και τότε άστραφτε το χαμόγελο στο πρόσωπό του κι έλεγε “ο ιδιοκτήτης”. Γυρνούσε στα μαγαζιά του και πολλές φορές, όταν έφευγε από το μπουζουξίδικο, πήγαινε στην καντίνα του αεροδρομίου και κερνούσε κι εκεί σουβλάκια και σουτζουκάκια» αναφέρει άνθρωπος της νύχτας της Θεσσαλονίκης.
Ολη η πόλη «παραμιλούσε» για τον Σαξώνη, που πλήρωνε σε πάκα με μετρητά. Πρώην ιδιοκτήτης νυχτερινού κέντρου θυμάται ένα χαρακτηριστικό περιστατικό. «Χρωστούσε ενοίκια σε έναν μαγαζάτορα της Θεσσαλονίκης. Ενα βράδυ εμφανίστηκε κρατώντας μια μαύρη, δερμάτινη βαλίτσα στο μαγαζί του. Την άνοιξε και μέσα είχε 120.000.000 δραχμές σε δεσμίδες. Ο επιχειρηματίας ζαλίστηκε!» περιγράφει ο πρώην ιδιοκτήτης.
Ακριβά ρολόγια, φιρμάτα ρούχα και αξεσουάρ, πανάκριβα αυτοκίνητα. Η αγάπη για προβολή του Σαξώνη αλλά και συγγενικών του προσώπων προκαλούσε τα σχόλια όσων τον ήξεραν από παλιά, που ήταν ένα απλός υπάλληλος. Ο ίδιος κυκλοφορούσε με την πανάκριβη Mercedes του και ο γιος του με ένα αστραφτερό τζιπ Porsche, ενώ η οικογένεια είχε κι άλλα ακριβά αυτοκίνητα στην κατοχή της.
Με λευκό κροκοδειλέ παπούτσι!
Εκτός από υπάλληλος του Δήμου Θεσσαλονίκης και ιδιοκτήτης νυχτερινών μαγαζιών, ο Σαξώνης αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του και στις εργολαβίες. «Τις εργολαβίες τις έτρεχε συγγενικό του πρόσωπο, που μάλιστα το έπαιζε καμπόσος στους εργάτες. Ερχόταν στο γιαπί με λευκά κροκοδειλέ παπούτσια και πατούσε στις λάσπες λέγοντας “έχω άλλα 10 ζευγάρια, να είναι καλά ο Σαξώνης”» σημειώνει στη «δημοκρατία» πρώην εργολάβος της Θεσσαλονίκης.
Το γεγονός ότι πήρε την ομάδα μπάσκετ του Πανοράματος και την οδήγησε τρένο στην Α1 κατηγορία πληρώνοντας πάντα μετρητά σε μαύρες σακούλες είναι ένα ακόμη από τα κατορθώματα του. Ολα αυτά σίγουρα θα περνούσαν από το μυαλό του στο 18μηνο που έμεινε προφυλακισμένος. Σήμερα, έξω από τη φυλακή, περιμένει την ετυμηγορία του δικαστηρίου για την υπεξαίρεση. Οπως ομολόγησε, από τα ταμεία του Δήμου Θεσσαλονίκης πήρε 18.000.000 ευρώ...
Αριστείδης Μάτιος
dimokratianews.gr