Στις συζητήσεις για το Γιώργο Κατίδη και την ανοησία του, ακούστηκε τόσες φορές το όνομα του Πάολο Ντι Κάνιο, που θα νόμιζε κάποιος άσχετος ότι οι δυο υπήρξαν συμπαίκτες: το πιθανότερο είναι ότι ο Κατίδης αγνοεί το Ντι Κάνιο, όπως τόσα και τόσα άλλα.
Στο ποδόσφαιρο υπήρξαν πολλοί παίκτες που δεν έκρυψαν τις πολιτικές τους τοποθετήσεις – ακόμα κι ο Λίνεν π.χ. στα ανήσυχα νιάτα του χαίρονταν να δηλώνει αναρχικός, όπως ο Μπράιτνερ δήλωνε μαοϊκός και ο Τζίτζι Ριβέρα, που έγινε και υπουργός Αμυνας αν και γεννημένος επιθετικός, δήλωνε φιλελεύθερος.
Μόνο όμως ο Ντι Κάνιο ξεσήκωσε αληθινά πάθη, χαιρετώντας τέσσερις φορές φασιστικά σε ένα μήνα: από τις 5 Δεκεμβρίου του 2005 μέχρι τις 6 Ιανουαρίου του 2006, ξεκινώντας από ένα ματς με τη Σιένα και στη συνέχεια στα ματς με τη Γιουβέντους, το Λιβόρνο και τη Ρόμα όταν και σκόραρε, ο Ιταλός προκάλεσε αρχικά την αμηχανία της ιταλικής αθλητικής δικαιοσύνης, που τότε δεν ήξερε πως και γιατί να τον τιμωρήσει και στο τέλος την ίδια την παρέμβαση της FIFA και της UEFA που για να τον σταματήσει άλλαξε τους κανονισμούς!
«Το βρήκα υπερβολικό όλο αυτό» γράφει στην αυτοβιογραφία του, «αλλά είναι πάντα πολύ όμορφο να έχεις δημιουργήσει κανονισμούς, που καταδεικνύουν ότι ο κόσμος του ποδοσφαίρου είναι ελάχιστα δημοκρατικός, αφού καταργεί τις ελευθερίες»!
Στην Ελλάδα ξέρουμε λίγα για τις ιστορίες του Ντι Κάνιο – και είναι κρίμα, αφού είναι διδακτικές, όχι τόσο για την ποδοσφαιρική τους διάσταση, όσο για τις ιδιαιτερότητες της ίδιας της Ιταλίας, που έχει πολλές μαύρες σελίδες. Παιδί μεγαλωμένο στην περιφέρεια της Ρώμης, σε γειτονιές γεμάτες από τερατώδεις εργατικές κατοικίες που θυμίζουν τα προσφυγικά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, ο Ντι Κάνιο έμαθε κυρίως να μισεί το Κράτος και τους λειτουργούς του.
«Ημουν πάντα», γράφει στη βιογραφία του, «με τα παιδιά με τα μαύρα μπουφάν και τα κοντά μαλλιά, τα παιδιά που δεν κατεβαίνουν στο κέντρο, που η ευτυχία τους είναι ένα μηχανάκι που κάνει θόρυβο, που τους λένε ότι η Ιταλία είναι η Αμερική της Ευρώπης, αλλά οι ίδιοι χάνουν τη δουλειά τους από τους ξένους και κανείς δεν τους σκέφτεται. Όταν τους χαιρετούσα με το χέρι υψωμένο, τους έδειχνα πως ήμουν ένας από αυτούς, απλά περισσότερο τυχερός γιατί έπαιζα μπάλα τόσο καλά που με ανέχονταν και δε με έβλεπαν σαν απόβλητο».
Αν αυτά σας ακούγονται πολύ μελό, είναι. Στην πραγματικότητα ο τύπος ήταν ένας μεγάλος προβοκάτορας, που του άρεσε να δημιουργεί συζητήσεις με τη συμπεριφορά του. Το 1988 προκάλεσε τεράστια επεισόδια σε ένα ντέρμπι Λάτσιο –Ρόμα, το πρώτο που έδωσε η Λάτσιο μετά την επιστροφή της στη μεγάλη κατηγορία, έπειτα από υποβιβασμό για στημένα ματς.
Ο 19χρονος τότε Παολίνο, σκόραρε, φώναξε «Forza Λίβερπουλ», θυμίζοντας στους Ρωμαίους την ήττα από τους Κόκκινους στον τελικό του Πρωταθλητριών στη Ρώμη, και τους σήκωσε το τρίτο του δάχτυλο!
Φυσικά περισσότερο και από τη μεγάλη καριέρα του σε Ιταλία, Σκοτία και Αγγλία έγραψε ιστορία με τους φασιστικούς πανηγυρισμούς του. Εχει ενδιαφέρον ότι όταν έκανε τον δεύτερο φασιστικό του χαιρετισμό, στο αριστερό Λιβόρνο, οι μεγάλοι υπερασπιστές του ήταν οι αρθρογράφοι της κομμουνιστικής αριστεράς : «ας μην τον δαιμονοποιήσουμε γιατί θα βρει μιμητές» έγραφε ο ιδεολογικός του αντίπαλος δημοσιογράφος και ανταποκριτής της Liberation Ερίκ Ζοζεφ, «σε τελική ανάλυση ας αποδείξουν και τα παιδιά τα δικά μας ότι οι ιδέες μας έχουν μεταξύ των παιδιών της εξέδρας την ίδια πέραση».
Αυτού του τύπου οι θέσεις – ιδεολογήματα ανθρώπων που μικρή σχέση έχουν με το γήπεδο – στάθηκαν αιτία για τραμπουκισμούς, συγκρούσεις οπαδών με διαφορετικές πολιτικές θέσεις, ακόμα και για μαχαιρώματα: στο ματς με το Λιβόρνο που ο Ντι Κάνιο για πρώτη φορά τιμωρήθηκε με την κατηγορία της προσβολής οπαδών και της παρακίνησης για βίαιες πράξεις, υπήρχαν πέντε μαχαιρωμένοι οπαδοί των δυο ομάδων μετά το τέλος του ματς – είχε γίνει κανονικός πόλεμος.
Ήταν τέτοιος ο πανικός που είχαν προκαλέσει οι συνεχόμενες επιδείξεις του Ιταλού που μετά το φασιστικό του χαιρετισμό στο ματς της Λάτσιο με τη Γιούβε είχε γίνει τηλεσυνδιάσκεψη του προέδρου της FIFA Σεπ Μπλάτερ και του προέδρου της UEFA Λέναρντ Γιοχανσον για αλλαγή των κανονισμών ώστε να τον σταματήσουν! Η απειλή τους τότε δεν είχε να κάνει με στέρηση της Εθνικής ομάδας (ο Ντι Κάνιο ποτέ του δεν ενδιαφέρθηκε για την «ομάδα των χορηγών των πολυεθνικών και των βυσμάτων» - όπως αποκαλούσε τη Σκουάντρα Ατζούρα), αλλά με ισόβιο αποκλεισμό από τα γήπεδα και στέρηση της φίλαθλης ιδιότητας του!
Εντυπωσιακές έχουν υπάρξει και οι δημόσιες τοποθετήσεις του μετά από αυτά. Μετά την τιμωρία του μετά το φασιστικό χαιρετισμό με τη Γιούβε κάποιες εκατοντάδες οπαδοί της Λάτσιο περικύκλωσαν την ομοσπονδία για διαμαρτυρία κάνοντας καθιστική διαμαρτυρία: ο Ντι Κάνιο είχε πει ότι οι φασίστες δεν κάθονται κάτω – σηκώνονται όρθιοι! Είχε επίσης λογομαχήσει δημόσια με την εγγονή του Ντούτσε, Αλεσσάντρα Μουσολίνι, όταν αυτή είχε πει ότι ο ρωμαϊκός χαιρετισμός του ήταν έργο Τέχνης: ο Ντι Κάνιο είχε αρνηθεί το κομπλιμέντο, λέγοντας ότι η Μουσολίνι φούσκωσε με σιλικόνη τα χείλια της και ότι ο παππούς της θα τη χαστούκιζε.
Είχε επίσης τσακωθεί με το Μπερλουσκόνι που για να τον αθωώσει (λες και του το ζήτησε…) είχε πει ότι «πρόκειται για κάποιον που γουστάρει την επίδειξη, αλλά δεν είναι καθόλου κακός»: ο Ντι Κάνιο που είχε περάσει από τη Μίλαν και είχε φύγει μετά από ένα καυγά του με τον Καπέλο είχε δηλώσει ότι «ο Μπερλουσκόνι είναι ένας κακός που γουστάρει και την επίδειξη για αυτό τον βρίσκει ανυπόφορο».
Επίσης μετά το φασιστικό χαιρετισμό του στο ματς με τη Ρόμα (που είναι και ο διασημότερος) είχε πει ότι δεν απολογείται γιατί τον χειροκρότησαν και οι οπαδοί της Ρόμα που προέρχονται από τα ίδια κοινωνικά στρώματα. Είχε μάλιστα υποστηρίξει σε παρέμβαση του στην ιταλική κυριακάτικη εκπομπή «Goal di Note» ότι οι οπαδοί της Ρόμα του κρατάνε κακία μόνο γιατί δεν έχει χαιρετήσει κι αυτούς έτσι – αλλά όπως είπε, δεν πρόκειται να το κάνει ποτέ γιατί άργησαν να καταλάβουν που είναι η θέση τους! Ο ίδιος είχε γραμμένο στο μπράτσο ένα «Dux», δηλαδή «Ντούτσε» από τα 21
του!
Ο Ντι Κάνιο δεν ήταν τρελός, ούτε αδαής, ούτε εξυπνάκιας. Επειδή έκανε κριτική και στο Ordine Publico την πιο ακροδεξιά από τις ιταλικές ακροδεξιές οργανώσεις ξυλοκοπήθηκε ένα βράδυ έξω από τη Ρώμη – τον κατηγόρησαν ότι είναι υπερασπιστής των αλλοδαπών και για αυτό ανεπιθύμητος, επειδή στη βιογραφία του έγραψε ότι είναι φασίστας, αλλά σιχαίνεται τους ρατσιστές – είχε μάλιστα αναφερθεί και στις διακρίσεις μεταξύ των πιστεύω του Μουσολίνι και του Χίτλερ χρεώνοντας το ρατσισμό στο δεύτερο.
Ο Ντι Κάνιο επαίρονταν ότι ένα βιβλίο που έγραψε για το Μουσολίνι στην Αγγλία, όταν έπαιζε στη Γουεστ Χαμ, όπου και λατρεύεται, γιατί αυτό είχε πουλήσει 16 χιλιάδες κομμάτια μόνο σε μια εβδομάδα! Η βιογραφία του πούλησε στην Ιταλία πάνω από 200 χιλιάδες αντίτυπα – υπήρξε ένα τεράστιο σουξέ.
Ως ποδοσφαιριστής λατρεύτηκε στη Λάτσιο, στη Σέλτικ, στη Γουεστ Χαμ ακόμα και στη Νάπολι και δεν στέριωσε στη Μίλαν και στη Γιούβε. Στην Εθνική δεν έπαιξε ποτέ – δεν ήθελε και δεν τον θέλανε για τις ιδέες του: ο Τραπατόνι, που μόνο κομμουνιστής δεν είναι, είχε πει ότι θα τον καλέσει στην Εθνική μόνο αν πέσει επιδημία τύφου και πεθάνουν όλοι οι παίκτες. Εχει επίσης τιμηθεί από τη FIFA με βραβείο fair play γιατί σε ένα αγώνα της Γουεστ Χαμ με την Εβερτον αρνήθηκε να σκοράρει με τον τερματοφύλακα τραυματία: η φάση είναι μοναδική.
Υποθέτω ότι σας μοιάζει αδύνατο να τον καταλάβετε – έχετε δίκιο. Πρέπει να δείτε πού μεγάλωσε. Μετά να αναλογιστείτε ότι την Ιταλία, την κυβέρνησε μια πεντακομματική κυβέρνηση καμιά σαρανταπενταριά χρόνια: για το λούμπεν προλεταριάτο η κυβέρνηση αυτή που έπεσε βουλιάζοντας στα σκάνδαλα πρόδωσε τη χώρα.
Μετά να προσθέσετε πως η αντιπολιτευόμενη Αριστερά είχε για χρόνια διοικητική παρουσία στους πάμπλουτους και πανίσχυρους δήμους, χωρίς κι αυτή να κάνει πολλά για τις υποβαθμισμένες μποργκάτες.
Μετά να σκεφτείτε ότι όπου υπάρχει ένα κενό κοινωνικής πρόνοιας η ακροδεξιά γίνεται το σφουγγάρι που μαζεύει τη λαϊκή αγανάκτηση. Και κάπου εκεί, όσο κι αν σας γυρίζει το στομάχι, θα τον δείτε το Ντι Κάνιο και θα καταλάβετε γιατί ο ακροδεξιός λαϊκισμός του μάγευε τα πλήθη – περίπου όπως εκείνος του Μουσουλίνι που για είκοσι χρόνια είχε πείσει τους Ιταλούς πως η δημοκρατία δεν είναι και τίποτα σημαντικό, αν σου κόψουν τη σύνταξη.
Α, σόρυ λάθος: αυτά έχουν πέραση τώρα, τότε μιλούσαν απλά για ένα μεγάλο κράτος, μπροστά στη μεγαλοσύνη του οποίου οι δημοκρατικές ελευθερίες δεν έχουν μεγάλη σημασία, αφού στο φινάλε όποιος διαφωνεί μαζί μας θέλει ξύλο…
Καρπετόπουλος
sport.gr