«Η Ελλάδα προσφέρει, σε όσους θέλουν να επενδύσουν, "red carpet" και όχι "red tape", δηλαδή κόκκινο χαλί και όχι γραφειοκρατία» είπε ο πρωθυπουργός, Αντώνης Σαμαράς στην παρέμβαση του στη συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος που γίνεται στο Καβούρι Βουλιαγμένης.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός παραβρέθηκε στη συνεδρίαση του προεδρείου του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στη Βουλιαγμένη και εκτίμησε πως μέχρι τα τέλη του 2013 θα έρθει η ανάκαμψη.
Κατά τον πρωθυπουργό, ιδιαίτερη βαρύτητα πρέπει να δοθεί και στις μεταρρυθμίσεις, με έμφαση στην απελευθέρωση των αγορών, το άνοιγμα των επαγγελμάτων και τη μείωση της γραφειοκρατίας. Παράλληλα, έμφαση δίνεται και στην πορεία των αποκρατικοποιήσεων και στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων.
«Αυτό που προσφέρει η Ελλάδα σήμερα, σε όσους θέλουν να επενδύσουν στη χώρα μας, είναι "red carpet" και όχι "red tape", δηλαδή γραφειοκρατία» είπε ο κ. Σαμαράς, θέτοντας ως στόχο του την καταπολέμηση του φαινομένου.
Για τις ιδιωτικοποιήσεις, ο πρωθυπουργός τόνισε πως, έως τα τέλη Μαρτίου, θα έχουν κατατεθεί οι δεσμευτικές προσφορές για ΟΠΑΠ και ΔΕΠΑ, ενώ άλλα τρία μεγάλα προγράμματα θα ολοκληρωθούν μέχρι τα τέλη του έτους, εκφράζοντας την εκτίμηση πως ο στόχος, σε αυτό τον τομέα, θα ξεπεραστεί.
«Ο ελληνικός λαός υπέφερε πολύ και εξακολουθεί να υποφέρει» δήλωσε ο κ. Σαμαράς, υπογραμμίζοντας, πάντως, πως με τα πρώτα στοιχεία για φέτος, φαίνεται πως «θα πιάσουμε τους στόχους για πρωτογενές πλεόνασμα», ενώ ανέφερε ότι η εκτέλεση του προϋπολογισμού για το 2012 είναι περισσότερο από ικανοποιητική, παρά τη μεγαλύτερη ύφεση.
«Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε μια μεσαία τάξη κατεστραμμένη και μια απελπισμένη νεολαία» σημείωσε, χαρακτηριστικά και μίλησε για «λαϊκιστικές φωνές, που ακούγονται και από δεξιά και από αριστερά», οι οποίες- όπως είπε- «είναι ανίκανες να εκτροχιάσουν την προσπάθεια».
Όσον αφορά στα κρίσιμα εθνικά θέματα, ο πρωθυπουργός επισήμανε την ανάγκη να υπάρξει μια κοινή εξωτερική πολιτική στην Ευρώπη. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ο κ. Σαμαράς τόνισε πως, αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχει μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική για τα ζητήματα της ΑΟΖ, με αποτέλεσμα το κάθε κράτος να χειρίζεται τα θέματα αυτά μόνο του.