16 Απριλίου 2013

Το λιμάνι της Θεσσαλονίκης και τα «σαρανταπεντάρια»

Του Στέφανου Κασιμάτη

Στην ιδιόρρυθμη χώρα του υπαρκτού Ελληνισμού, όπου ο σοσιαλισμός είναι το ιδεώδες ακόμη και κάποιων χαζοχαρούμενων που αυτοπροσδιορίζονται ως δεξιοί (και αν τους το αμφισβητήσεις θίγονται κιόλας), δεν είναι καθόλου παράξενο ότι ο στόχος των ιδιωτικοποιήσεων ετέθη από την αρχή σε λάθος βάση και μάλιστα με τη συμβολή των δανειστών μας. Το γεγονός ότι συμφωνήθηκε τα έσοδα από την παραχώρηση περιουσιακών στοιχείων του κράτους σε ιδιώτες να διοχετεύονται στην αποπληρωμή του χρέους...
οδήγησε αρχικά σε εξωπραγματικούς υπολογισμούς (50 δισ.), που βόλευαν προφανώς τις πολιτικές σκοπιμότητες της τότε κυβέρνησης του παπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ, η οποία ούτε μπορούσε, κατά βάθος δε, ούτε ήθελε να τις πραγματοποιήσει. (Ο διορισμός του καθηγητή Κουκιάδη στο ΤΑΙΠΕΔ και μόνον, ως γεγονός ήταν δηλωτικό των αληθινών προθέσεων της τότε κυβέρνησης).

Στη συνέχεια, ο στόχος αναθεωρήθηκε επί το ρεαλιστικότερον, όμως το κακό είχε ήδη γίνει. Η αρχική υπερβολή έγινε έτσι πρώτης γραμμής επιχείρημα για όσους είτε δεν μπορούν είτε δεν θέλουν να καταλάβουν την απλή πραγματικότητα, η οποία ισχύει από τότε που οι άνθρωποι άρχισαν να συναλλάσσονται: η τιμή ενός αγαθού ορίζεται από την αγορά, από τη σχέση ζήτησης και προσφοράς· δεν είναι καθορισμένη για την αιωνιότητα στο επίπεδο που ανταποκρίνεται στον ναρκισσισμό του κατόχου του.

Εφόσον, λοιπόν, οι προσδοκίες μας βρίσκονται μέσα στο πλαίσιο του πραγματικού κόσμου, πρέπει να έχει κανείς την αισιοδοξία και την αθωότητα της Κοκκινοσκουφίτσας για να περιμένει ότι θα βρεθεί ο καλός Σαμαρείτης, που θα μας κάνει το χατίρι να αγοράσει πάνω από τις τιμές της αγοράς, για να μπλέξει έπειτα με ένα νομικό και πολιτικό περιβάλλον, όπου οι κανόνες του παιχνιδιού είναι σκοπίμως συγκεχυμένοι, ώστε να τον εμποδίσουν να εκμεταλλευθεί αυτό που αγόρασε. Για να φανταζόμαστε κάτι τέτοιο ή παλαβοί πρέπει να είμαστε ή να τρέφουμε την αυταπάτη ότι εμείς είμαστε τόσο αξιολάτρευτοι και οι άλλοι τόσο αγαθοί, ώστε θα υποκύψουν στην ακαταμάχητη σαγήνη του υπαρκτού Ελληνισμού. (Θυμίζω, σχετικώς, την επίσκεψη προ καιρού στην Ελλάδα σπουδαίου Αμερικανού επενδυτή, ο οποίος μάλιστα είχε επαφές ανωτάτου πολιτικού επιπέδου. Εφυγε από την ωραιότερη χώρα του κόσμου, έχοντας αποκομίσει την εντύπωση για τις ιδιωτικοποιήσεις, την οποία και έλεγε στους συνομιλητές του, ότι στην Ελλάδα «έχουν σχέδια τα οποία είναι αμφίβολο και αν οι ίδιοι τα καταλαβαίνουν»...)

Στα μεγάλα αστικά κόμματα (και ως προς τα δύο προσδιοριστικά επίθετα, σχετικός ο όρος...), κανείς δεν τόλμησε να υποστηρίξει ότι, μεσοπρόθεσμα, μόνον οφέλη θα μπορούσαμε να αποκομίσουμε από τις ιδιωτικοποιήσεις, ακόμη και αν ορισμένα από τα περίφημα «ασημικά» μας τα δίναμε για ένα ευρώ, που λέει ο λόγος. Γιατί, παντού στον κόσμο, ο ιδιώτης είναι καλύτερος επιχειρηματίας από το κράτος· γιατί πουθενά όπου έχουν δοκιμαστεί και πετύχει οι ιδιωτικοποιήσεις ο επιχειρηματίας δεν αφήνεται ασύδοτος, αλλά λειτουργεί σε ένα πλαίσιο απλών και σταθερών κανόνων που έχει ορίσει το κράτος ως ρυθμιστικός παράγων· γιατί ο πλούτος που παράγεται διαχέεται στην οικονομία και φέρνει τη γνήσια ανάπτυξη. Αυτό όμως θα προϋπέθετε αληθινή πεποίθηση στις δυνατότητες της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, κάτι το οποίο δεν υπάρχει στον υπαρκτό Ελληνισμό.

Εν πάση περιπτώσει, θα ήταν αφέλεια να προσδοκά κάποιος παρόμοια πολιτική από τα κόμματα που εξέθρεψαν το τέρας του σημερινού κράτους. Το εκπληκτικό όμως είναι ότι απουσιάζει και από τον επιχειρηματικό κόσμο! Προ ολίγων ημερών, συγκεκριμένα, το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης έστειλε επιστολή στον πρωθυπουργό, στους αρχηγούς των κομμάτων της συγκυβέρνησης και στους υπουργούς Οικονομικών, Ανάπτυξης και Ναυτιλίας, με την οποία διαμαρτύρεται για τις εικαζόμενες προθέσεις του προέδρου του ΤΑΙΠΕΔ Στέλιου Σταυρίδη να πωληθεί, κατ’ αρχάς, ένα πλειοψηφικό πακέτο μετοχών του Οργανισμού Λιμένος Θεσσαλονίκης και το εναπομείναν ποσοστό να διατεθεί στην αγορά αφού θα έχει βελτιωθεί η χρηματιστηριακή αποτίμηση της μετοχής.

Η γλώσσα της επιστολής του επιμελητηρίου είναι περίεργα στρυφνή και ασαφής, κάτι που ίσως είναι σκόπιμο, εξαιτίας του παράδοξου αιτήματος που εκφράζει. Διότι, επί της ουσίας, αυτό στο οποίο αντιδρά ο εμπορικός και βιομηχανικός κόσμος της συμπρωτεύουσας είναι το ενδεχόμενο να περιέλθει ολόκληρος ο λιμένας στον έλεγχο ενός (ας είναι οιοσδήποτε, φτάνει να μην είναι ένας) ιδιωτικού φορέα. Αντιδρούν, δηλαδή, στην προσέγγιση η οποία ευνοεί την πλήρη ανάπτυξη του λιμένα και την ανάδειξή του σε πραγματικό διαμετακομιστικό κέντρο στην περιοχή της Μεσογείου. (Υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι θα υπάρξει και η απαραίτητη σιδηροδρομική σύνδεση). Η επιστολή αναφέρεται, ακροθιγώς, στην υπάρχουσα ήδη συγκέντρωση δραστηριοτήτων στο λιμάνι, η οποία ενδεχομένως θα διαταραχθεί. Περιλαμβάνει επίσης τα συνήθη πολιτικάντικα για «τις τοπικές κοινωνίες, τα ζωντανά κύτταρα κάθε αναπτυξιακής πρωτοβουλίας», που θα τεθούν στο περιθώριο και τα τοιαύτα. Τηρουμένων των αναλογιών, προτιμούν την κατάτμηση της ιδιωτικοποίησης σε «σαρανταπεντάρια» - που είναι, ας μην ξεχνάμε, και μια μορφή τοπικής παράδοσης.

Είναι αυτονόητο, όμως, ότι αν η κυβέρνηση προκρίνει τη λύση τους ενός βασικού μετόχου σε ένα λιμάνι με δυνατότητες όπως της Θεσσαλονίκης, θα έχει μεγαλύτερα περιθώρια να θέσει όρους περιβαλλοντικής προστασίας ή κοινωνικής πολιτικής (π.χ. την επιδότηση της ακτοπλοΐας), ακριβώς επειδή το δέλεαρ για τον επενδυτή θα είναι σημαντικό. Από μία άποψη, είναι αναμενόμενο από πλευράς των μικρών -συγκριτικά με το μέγεθος της επένδυσης- τοπικών επιχειρήσεων να αντιδρούν στην προοπτική αυτή, φοβούμενες μάλλον ότι στο λαμπρό μέλλον μπορεί να μην υπάρχει θέση για τις ίδιες. Το μέλλον όμως ανήκει σε όλους και η κυβέρνηση πρέπει να αποφασίσει με γνώμονα το μακροπρόθεσμο συμφέρον των πολλών. Καταντήσαμε να υπερασπιζόμαστε τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων. Ας μην κάνουμε το ίδιο και με τη μονιμότητα των κατεστημένων συμφερόντων. Τίποτε στη ζωή δεν είναι μόνιμο· αυτό οι επιχειρηματίες θα έπρεπε να το καταλαβαίνουν πρώτοι απ’ όλους...

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ