Το αισιόδοξο κλίµα που δηµιουργήθηκε τις τελευταίες εβδοµάδες µε αφορµή την οριστικοποίηση των δόσεων για την Ελλάδα, η έναρξη των µεγάλων έργων και των αποκρατικοποιήσεων, αλλά και το ταξίδι του πρωθυπουργού στην Κίνα για την προσέλκυση επενδύσεων φαίνεται να αποδίδουν τους πρώτους καρπούς για το κόµµα της Νέας ∆ηµοκρατίας και τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαµαρά.
Σύµφωνα µε το «βαρόµετρο» της Metrisi για την εφηµερίδα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ», η Νέα ∆ηµοκρατία ενισχύεται, καθώς προηγείται κατά µία µονάδα του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ στην έρευνα του Απριλίου βρισκόταν στη δεύτερη θέση, µε το κόµµα της αξιωµατικής αντιπολίτευσης να προηγείται κατά µισή µονάδα. Το θετικό κλίµα δεν καταγράφεται µόνο στην πρόθεση ψήφου, αλλά και σε άλλους, επιµέρους δείκτες.
Συγκεκριµένα, στην παράσταση νίκης η Νέα ∆ηµοκρατία προηγείται του ΣΥΡΙΖΑ κατά 6,6 µονάδες (στο πολιτικό βαρόµετρο του Απριλίου τα δύο κόµµατα ήταν ισόπαλα) και το ποσοστό των ψηφοφόρων που πιστεύουν ότι η κυβέρνηση δεν πρέπει να εξαντλήσει την τετραετία µειώνεται κατά 3,7 µονάδες. Ο δε Αντώνης Σαµαράς προηγείται του Αλέξη Τσίπρα στην καταλληλότητα για πρωθυπουργός κατά 17,1 µονάδες, διευρύνοντας τη διαφορά σε σχέση µε τον Απρίλιο.
Ωστόσο, η ανάκαµψη που καταγράφεται για τη Νέα ∆ηµοκρατία δεν φαίνεται να αντανακλάται και στα άλλα δύο κόµµατα της τρικοµµατικής κυβέρνησης. Το ΠΑΣΟΚ σηµειώνει απώλειες τόσο σε σχέση µε το βαρόµετρο του Απριλίου όσο και µε αυτό του Μαρτίου. Από το 7,2% του Μαρτίου, σήµερα βρίσκεται στο 4,2%. Η δε ∆ηµοκρατική Αριστερά έχει επίσης απώλειες σε σχέση µε τον Απρίλιο, της τάξης της µίας ποσοστιαίας µονάδας. Η πτώση τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της ∆ηµοκρατικής Αριστεράς θα πρέπει να προβληµατίσει όσον αφορά την εκλογική τους προοπτική και ενισχύει το επιχείρηµα όσων µιλούν για κοινή κάθοδο στις επόµενες κάλπες.
Βέβαια, δεν πρέπει να διαφεύγει την προσοχή ότι ο κατακερµατισµός των πολιτικών δυνάµεων συνεχίζει να υφίσταται. Να υπογραµµιστεί ότι τη δεδοµένη, τουλάχιστον, χρονική περίοδο δεν διαφαίνεται ο σχηµατισµός µιας συγκεκριµένης πλειοψηφίας, η οποία θα καρπώνεται την όποια δυσαρέσκεια υπάρχει είτε για την κυβερνητική πολιτική είτε για το πολιτικό σκηνικό ευρύτερα. Ή, ακόµη περισσότερο, θα µπορεί να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο αλλαγής αυτού του σκηνικού. Ακόµη και τα νεοϊδρυθέντα πολιτικά κόµµατα δεν φαίνεται να συγκινούν το εκλογικό σώµα.
Συµπερασµατικά, από τα υπάρχοντα πολιτικά και κοινωνικά ευρήµατα προκύπτει ότι οι πολιτικές δυνάµεις και το προσωπικό που τις απαρτίζει θα πρέπει να ξοδέψουν περισσότερη ενέργεια σε ευρύτερες συνεργασίες, σε ρεαλιστική αντιµετώπιση της παρούσας κατάστασης, στην ενδυνάµωση των θεσµών και σε θετικές προτάσεις, που να δίνουν ελπίδα ανάκαµψης στους Ελληνες πολίτες.