Χρήστος Χωμενίδης
Από τα «κουκλάκια», καθώς τα αποκαλεί η θυγατέρα μου, τα καρτούνς όπως τα ονομάζουν οι Αγγλοσάξονες, υπάρχουν εκείνα που απευθύνονται αποκλειστικά σχεδόν σε παιδιά: Ο Γουίνυ το Αρκουδάκι, η Χιονάτη και οι Επτά Νάνοι (στην πρωτότυπη και όχι βεβαίως στην πορνό τους εκδοχή), η Λαλαλούψι – καινούρια είσοδος στο πάνθεον των παιχνιδάδικων, άγνωστη σε όσους δεν έχουν γίνει σχετικά πρόσφατα γονείς. Και υπάρχουν τα άλλα, μέσω των οποίων ο δημιουργός τους κλείνει το μάτι στους ενήλικες. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι περίφημοι γέροι του Μάπετ Σόου.
Δεν ξέρω εάν ο ιδιοφυής Τζιμ Χένσον, ανανεωτής της τέχνης του κουκλοθέατρου, είχε ζήσει για κάποιο χρονικό διάστημα στη χώρα μας. Οι δυο του γέροι, ωστόσο, διαθέτουν χαρακτηριστικά και συμπεριφορές που είναι -λες- εξ’ ολοκλήρου εμπνευσμένες από τη νεοελληνική κοινωνία.
Βρίσκονται, καταρχήν, οι δυο γέροι ριζωμένοι στις θέσεις τους, από αμνημονεύτων χρόνων. Ήταν εκεί, με τα ίδια ρούχα και τις ίδιες ρυτίδες, αιώνες πριν χτιστεί το θέατρο. Θα παραμείνουν δε, γερασμένοι-αγέραστοι, κι αφότου γκρεμιστεί και μέχρι τη συντέλεια του σύμπαντος. Στρέφοντας τα κεφάλια τους αριστερά, αγναντεύουν νοσταλγικά το αρχαίον κλέος. Στρέφοντας τα κεφάλια δεξιά, αντικρίζουν -και προφητεύουν- την οριστική, την άφευκτη καταστροφή. Κοιτάζοντας μπροστά, στη σκηνή, δεν βλέπουν παρά σκαλοπάτια που οδηγούν από το κακό στο χειρότερο, στη σήψη και στην παρακμή.
Απολαμβάνουν υποφέροντας -ή υποφέρουν απολαμβάνοντας- το Μάπετ Σόου απ’ την ασφάλεια του απομακρυσμένου θεωρείου τους. Δεν συνωστίζονται στην πλατεία του θεάτρου μαζί με το υπόλοιπο κοινό, δεν εκτίθενται στον κίνδυνο να επηρεαστούν από τις γνώμες ασχέτων. Σίγουροι για τους τέλειους εαυτούς και για το αλάθητό τους γούστο δεν συνδιαλέγονται παρά ο ένας με τον άλλον. Και όποτε ο μεν τείνει να χαλαρώσει, πάει να σκάσει λίγο το χειλάκι του, ο δε σπεύδει να τον επαναφέρει στην τάξη. Στη δέουσα βλοσυρότητα.
Αιτία της βλοσυρότητας; Μα τα όσα διαδραματίζονται στη σκηνή του Μάπετ Σόου. Ό,τι και να συμβαίνει εκεί πάνω, οι δύο γέροι το βρίσκουν κατώτερο των προσδοκιών τους, ανάξιο του εισιτηρίου που κάποτε ίσως και να πλήρωσαν. Τα αστεία του Κέρμιτ είναι κρύα. Οι τσαχπινιές της Μις Πίγκυ πρόστυχες. Οι πιανιστικές επιδόσεις του Φόζυ Μπέαρ θλιβερές. Αν πεις για τους καλεσμένους, «εγώ χορεύω καλύτερα από τον Νουρέγιεφ!» αγανακτεί ο ένας γέρος. «Κι εγώ τραγουδώ μελωδικότερα από τον Φρανκ Σινάτρα!» συμπληρώνει ο άλλος.
Μακάρι όμως να ’ταν καλλιτεχνικό μόνο το ζήτημα. Οι κάτοικοι του θεωρείου διακρίνουν διαρκώς και καυτηριάζουν ηθικής τάξεως σκάνδαλα. «Ο Κέρμιτ τα έχει με την ατάλαντη την Πίγκυ, για αυτό και μας την επιβάλλει!». «Εκείνη όμως κουνάει τον κώλο της και στον Άνιμαλ…». «Εμ, βέβαια, τι θα έκανε η τσούλα; Άμα αλλάξουνε τα πράγματα, να μείνει άνεργη;». «Ποιος ξέρει πόσο κόστισε το σκηνικό…». «Τα περισσότερα θα τα ’βαλαν στην τσέπη τους. Πόσο καιρό έχουν να αντικαταστήσουν τις κουρτίνες; Τα σανίδια; Καμιάν ώρα, εκεί που χοροπηδάνε, θα σκοτωθούν!». «Από το στόμα σου και στου Θεού το αυτί!». «Σσς… Μη λες τέτοια, θα μας πάρουν για γκαντέμηδες!». «Έννοια σου, δεν μας ακούει κανείς…».
Το εντονότερο χαρακτηριστικό των γέρων του Μάπετ Σόου είναι πως μολονότι ξεπερνάνε κατά δήλωσίν τους τον Νουρέγιεφ, μα και τον Σινάτρα, ποτέ -μα, ποτέ των ποτών!- δεν θα δέχονταν να δοκιμαστούν επί σκηνής. Δεν αποτελεί ζήτημα ατολμίας ή σεμνότητας, αλλά θέσφατο. Εκείνοι βρίσκονται στο θέατρο αποκλειστικά για να κρίνουν, για να καταδικάζουν και για να καταγγέλλουν. Και όποτε μια καταγγελία τους αποδεικνύεται έωλη ή ακόμα και συκοφαντική, το αυτί τους δεν ιδρώνει. Ξεροβήχουν άπαξ και ευθύς επινοούν την επόμενη.
Οι γέροι του Μάπετ Σόου δεν είναι στην ουσία ούτε δικαστές ούτε επαναστάτες. Κάτι παππούδια είναι -ανεξαρτήτως ηλικίας- που τρέφονται από την ίδια τη χολή τους. Που έχουν απολύτως συνηθίσει στη μιζέρια τους, τόσο ώστε την προβάλλουν σε ό,τι και αν βλέπουν μπροστά τους. Η διεκτραγώδηση της οιασδήποτε κατάστασης προσφέρει νόημα στις άδειες ζωές τους.
Ο εκ των προτέρων αφορισμός κάθε προσπάθειας τους κάνει να νιώθουν καλύτερα που κρατιούνται (ή τους κρατάει η ανεπάρκειά τους) μονίμως στην απέξω. Εάν κάποιος, κάποτε, τους έδινε την ευκαιρία, τους έχριζε σκηνοθέτες, υπεύθυνους για το έργο, αυτοστιγμεί θα τσακώνονταν -τι λέω;- θα σπαράσσονταν μεταξύ τους. Ώστε να ρίχνει έπειτα ο ένας στον άλλον το φταίξιμο για την αποτυχία.
«Δεν έχει καμιά σημασία! Εγώ να βρίσω πήρα!» ομολόγησε κάποτε ένας ακροατής μου στο ραδιόφωνο, όταν του επεσήμανα ότι η καλεσμένη μου δεν ήταν η Άννα Βίσση -στην οποίαν έσερνε τηλεφωνικώς τα εξ’ αμάξης- αλλά η Νανά Μούσχουρη.
«Εγώ να βρίζω ήρθα στον κόσμο!» θα έλεγαν, αν έβρισκαν το θάρρος, οι εκ γενετής γέροι. Του Μάπετ Σόου. Και της γαλανόλευκης πατρίδας μας.
protagon.gr