Τάκης Τρακουσέλλης
Εχουµε γράψει πολλές φορές ότι η αυτοκινητοβιοµηχανία είναι ένας από τους βασικότερους πυλώνες της γερµανικής βιοµηχανίας.
Αυτό αποδεικνύεται και από την έρευνα που έκανε το γερµανικό Πανεπιστήµιο Ντούισµπουργκ στο Εσεν, σύµφωνα µε την οποία οι γερµανικές αυτοκινητοβιοµηχανίες µαζικής παραγωγής έχουν το µεγαλύτερο κέρδος στην πώληση ενός αυτοκινήτου από τις υπόλοιπες παγκοσµίως (γαλλικές, ιταλικές, αµερικανικές κ.λπ.).
Αυτό βέβαια οφείλεται τόσο στην ικανότητα των στελεχών των γερµανικών αυτοκινητοβιοµηχανιών να κάνουν σωστές χρηµατοοικονοµικές µελέτες για το κόστος παραγωγής και τις προβλεπόµενες πωλήσεις των νέων αυτοκινήτων τους όσο και στις συνήθως πιο υψηλές τελικές τιµές των αυτοκινήτων τους. Από την άλλη, η επιλογή κάποιων εταιρειών να κατασκευάσουν µεγάλες παραγωγικές µονάδες σε χώρες µε πιο φθηνά εργατικά χέρια (όπως η VW στη Σλοβακία) βοήθησε τα µέγιστα.
Βέβαια οι Γερµανοί δεν το πέτυχαν αυτό από τη µία µέρα στην άλλη, αλλά επενδύοντας πολλά χρήµατα για πολλά χρόνια και πουλώντας µάλιστα τα αυτοκίνητά τους, αν όχι µε ζηµίες, χωρίς κέρδος. Κάτι αντίστοιχο κάνουν σήµερα µε τη Seat, την οποία ουσιαστικά επανατοποθετούν στις αγορές. Για παράδειγµα, το νέο Golf στοιχίζει αρκετά περισσότερο από το νέο Leon, παρότι έχουν σχεδόν ισάξια ποιότητα - τεχνολογία.
Σύµφωνα µε την έρευνα του Πανεπιστηµίου Ντούισµπουργκ, το 2012 πουλήθηκαν στη γερµανική αγορά 3,08 εκατοµµύρια νέα αυτοκίνητα, µε µέσο όρο τιµής τα 26.000 ευρώ. Το µεγαλύτερο κέρδος στην εταιρεία αφήνει η πώληση µιας Porsche: κατά µέσο όρο 17.000 ευρώ. Οι πωλήσεις αυτοκινήτων Audi αφήνουν κατά µέσο όρο 3.720 ευρώ κέρδος, στην BMW 4.100 ευρώ, ενώ στη Mercedes 3.000 ευρώ.
Αντίστοιχα η πώληση ενός Hyundai/Kia αφήνει κέρδος 1.180 ευρώ κατά µέσο όρο, ενός Nissan 890 ευρώ, ενός Peugeot/Citroen 510 ευρώ κι ενός Renault 240 ευρώ. Σηµειώστε βέβαια πως άλλους όγκους πωλήσεων έχουν τα αυτοκίνητα µε µικρότερο κέρδος και άλλους οι ακριβές µάρκες µε το υψηλότερο κέρδος ανά πωληθέν όχηµα.