05 Σεπτεμβρίου 2013

Η Φώφη κάνει πόλεμο: Φυλαχτείτε...

του Κωστα Στουπα

Μια χώρα στο σταυροδρόμι της Ευρώπης με την Ασία και την Αφρικής, δηλαδή μια χώρα των συνόρων όπως η Ελλάδα, χρειάζεται ισχυρές ένοπλες δυνάμεις με αποτρεπτική ισχύ «άμα την εμφανίσει» αλλά και «εν τη παλάμη» αν χρειαστεί.

Η παρουσία αμυντικής βιομηχανίας σε μια χώρα είναι επιθυμητή αλλά όχι αναγκαία για την εθνική της ασφάλεια. Επιθυμητή γιατί εξασφαλίζει κάποιου είδους ανεξαρτησία σε κρίσιμες περιόδους, αλλά κυρίως γιατί συμβάλει στην Εθνική Οικονομία με τη δημιουργία θέσεων εργασίας, φορολογητέας ύλης, αλλά και know how.


Η ανεξαρτησία των προμηθειών μάλλον αποτελεί επίφαση στη σημερινή εποχή για μια περιφερειακή χώρα. Αν κάποιος θέλει να της κάνει εμπάργκο στους εξοπλισμούς, μπορεί να της κάνει και στις πρώτες ύλες με τις οποίες αυτοί κατασκευάζονται. Επιπλέον τα αποτελεσματικά οπλικά συστήματα είναι τόσο περίπλοκα που ο σχεδιασμός τους και η παραγωγή δεν μπορούν να γίνουν στην περιφέρεια λόγω οικονομιών κλίμακας και σχετικής τεχνογνωσίας.

Στις σημερινές συνθήκες πολέμου οι πολεμικές βιομηχανίες περιφερειακών χωρών παράγουν εξοπλιστικό υλικό ήσσονος σημασίας το οποίο τις περισσότερες φορές είναι ακριβότερο και χειρότερης ποιότητας από αυτό που μπορεί να βρεθεί στην ελεύθερη αγορά.

Στο παρελθόν είναι αλήθεια πως η ελληνική πολεμική βιομηχανία συνεισέφερε σημαντικά σε όλες τις πολεμικές αναμετρήσεις της χώρας και την εθνική της ολοκλήρωση.

Θα μπορούσαμε να πούμε πως η ιστορία της ελληνικής πολεμικής βιομηχανίας ξεκινά με τους μπαρουτόμηλους της Δημητσάνας οι οποίοι συνεισέφεραν στον αγώνα την ελληνικής ανεξαρτησίας όχι ως κρατικές επιχειρήσεις. Οι Σπηλιωτόπουλοι που τους εκμεταλλεύονταν για πολλά χρόνια ζητούσαν από το ελληνικό κράτος να πληρωθούν για τη συνεισφορά τους χωρίς αποτέλεσμα.

Η επίσημη ιστορία της ελληνικής πολεμικής βιομηχανίας ξεκινά το 1874 με την ίδρυση της εταιρείας Ελληνικόν Πυριτιδοποιείον. Για πολλά χρόνια η εταιρεία ανταγωνιζόταν για τις συμβάσεις του στρατού με την «Αφοί Μαλτσινιώτη» μέχρι που οι δύο εταιρείες συγχωνεύτηκαν μεταξύ τους.

Η ελληνική πολεμική βιομηχανία συνεισέφερε στην εθνική ανεξαρτησία και εδαφική αύξηση της χώρας σε κρίσιμες περιόδους χωρίς να χρειαστεί ποτέ να είναι μια κρατική εταιρεία.

Το 1976 το κράτος ίδρυσε την ΕΒΟ και της ανέθεσε την παραγωγή του G3 της γερμανικής Heckler &Koch αντί του FN FAL της βελγικής FN που κατασκεύαζε η ΠΥΡΚΑΛ (εξέλιξη της Ελληνικόν Πυριτιδοποιείον και «Αφοι Μαλτσινιώτη»).
Η μέχρι τότε δυναμική και εξαγωγική βιομηχανία ακολούθησε φθίνουσα πορεία μέχρι που με την έλευση του Παπανδρεϊκού σοσιαλισμού κρατικοποιήθηκε και μεταβλήθηκε σε άλλη μια «χωματερή» για το πελατειακό κράτος. Σε αυτό το διάστημα στο σύνολό της η εγχώρια πολεμική βιομηχανία έχει στοιχίσει στους φορολογούμενους πολλά δισ. ευρώ, ενώ το προϊόν που προσέφερε στις ένοπλες δυνάμεις ήταν αναμφίβολα χαμηλότερης αξίας.

Για να καταλάβει κάποιος με τι είδους «μαύρες τρύπες» έχουμε να κάνουμε, οι περισσότερες από τις μονάδες που απαρτίζουν την ελληνική αμυντική βιομηχανία, άπασες απασχολούν πολλαπλάσιο προσωπικό, πελατειακών προσλήψεων με μισθούς οι οποίοι μέχρι πρότινος ήταν εξωφρενικοί για τα ελληνικά δεδομένα, ακόμη και κερδοφόρων επιχειρήσεων.

Η «καούρα» των πολιτικών και των συνδικαλιστών για την αμυντική βιομηχανία δεν αφορά το πλήγμα που θα δεχτούν οι ένοπλες δυνάμεις, αλλά οι απολύσεις πελατών τους οποίους έχουν διορίσει τα κόμματα.

Χαρακτηριστικό δε του τρόπου που χειρίζεται η πολιτική ηγεσία το θέμα της εθνικής ασφαλείας και της αμυντικής βιομηχανίας είναι το γεγονός πως η αρμόδια υφυπουργός, εκ των εθνικών πολιτικών αμοιβάδων του τόπου που κληρονόμησαν την πολιτική τους θέση, ανακοίνωσε το τηλεγράφημα των δανειστών σε κομματική εκδήλωση και όχι στα αρμόδια κυβερνητικά όργανα.

Αν υφυπουργός Άμυνας είναι η κάθε Φώφη του πολιτικού σωλήνα, η ασφάλεια της χώρας κινδυνεύει από την εκκαθάριση και αποκρατικοποίηση της αμυντικής βιομηχανίας;

Η ύπαρξη αμυντικής βιομηχανίας για μια χώρα σαν την Ελλάδα είναι κατ’ αρχάς χρήσιμη για την εθνική οικονομία, αρκεί να λειτουργεί ανταγωνιστικά. Κατά δεύτερο είναι χρήσιμη για την προμήθεια ανταλλακτικών και οπλικών συστημάτων αρκεί να μπορεί να το κάνει αυτό με ανταγωνιστικούς όρους. Δηλαδή, να παράγει ποιοτικά αξιόπιστα προϊόντα σε φθηνές τιμές. Αν π.χ. αντί για ένα όλμο με 500 ευρώ μπορούμε να πάρουμε 10 καλύτερης ποιότητας οικονομικά και αμυντικά, επιζήμιο να κάνουμε είναι το πρώτο.

Η διάλυση της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας ξεκίνησε από τότε που το κράτος ανέλαβε να παίξει το ρόλο του επιχειρηματία... Η αναγέννηση και διεθνοποίησή της μπορεί να έλθει πάλι μέσα από την απομάκρυνση του κράτους.


Πηγή:www.capital.gr