Αυξημένος εμφανίζεται ο αριθμός των μετακλητών υπαλλήλων στο ελληνικό δημόσιο, από τον περασμένο Ιούλιο έως τις αρχές Σεπτεμβρίου, σύμφωνα με στοιχεία που διαβιβάστηκαν στη Βουλή από τον υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης Κυριάκο Μητσοτάκη, στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου.
Σύμφωνα με το έγγραφο που διαβιβάστηκε στη Βουλή, βάσει των επίσημων στοιχείων της ηλεκτρονικής εφαρμογής apografi.gov.gr κατά την 9.9.2013, ο αριθμός των Μισθοδοτούμενων Ελληνικού Δημοσίου, με τον χαρακτηρισμό της εργασιακής τους σχέσης ως «μετακλητοί» ανέρχεται σε 1.745. Το σύνολο αυτό επιμερίζεται σε 1.197 υπαλλήλους και 548 επιστημονικούς συνεργάτες βουλευτών.
Σύμφωνα, ωστόσο, με στοιχεία που είχαν διαβιβαστεί στη Βουλή από τον κ. Μητσοτάκη τον περασμένο Ιούλιο, στις 17.7.2013 ο συνολικός αριθμός Μισθοδοτούμενων Ελληνικού Δημοσίου, με τον χαρακτηρισμό της εργασιακής τους σχέσης ως «μετακλητοί» ανέρχονταν στους 1.580. Από αυτούς οι 1035 ήταν μετακλητοί και 545 ήταν επιστημονικοί συνεργάτες βουλευτών. Από τη σύγκριση των δύο εγγράφων προκύπτει ότι ο συνολικός αριθμός των μετακλητών αυξήθηκε κατά 165 υπαλλήλους μετά τον ανασχηματισμό.
Στην πρόσφατη έγγραφη απάντηση του κ. Μητσοτάκη για τον αριθμό των μετακλητών, διευκρινίζεται ότι δεν περιέχονται στα στοιχεία που διαβιβάστηκαν οι δημόσιοι υπάλληλοι που υπηρετούν με μετακίνηση, απόσπαση, διάθεση ή παράλληλη άσκηση καθηκόντων σε θέση μετακλητού υπαλλήλου.
Για τη στελέχωση του πολιτικού του γραφείου, ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης διαβιβάζει ονομαστικό κατάλογο από τον οποίο προκύπτει ότι στο πολιτικό του γραφείο υπηρετούν 9 ειδικοί σύμβουλοι-συνεργάτες, 6 μετακλητοί, 1 αποσπασμένος σε προσωρινή ομοιόβαθμη θέση, 1 υπάλληλος ως ειδικό επιστημονικό προσωπικό και 2 δημοσιογράφοι στο Γραφείο Τύπου και Δημοσίων Σχέσεων του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης.
Τέλος, υπηρετούν σε μη οργανικές θέσεις του Πολιτικού Γραφείου του υπουργού δέκα υπάλληλοι του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, οι οποίοι ασκούν υπηρεσιακά καθήκοντα και ως εκ τούτου δεν προκύπτει επιπλέον μισθολογική δαπάνη.