«Ο μεγαλύτερος κίνδυνος στο να αναγνωρίσουμε τον ολοκληρωτισμό ως την κατάρα του αιώνα θα ήταν μια τέτοια εμμονή με αυτόν που θα μας εμποδίζουμε να δούμε τα πολλά εκείνα μικρά και όχι τόσο μικρά κακά με τα οποία είναι στρωμένος ο δρόμος προς την κόλαση.»
Χάνα Άρεντ
Οταν κάποια ομάδα προσπάθησε να διακόψει τη συναυλία για να διαβάσει στο κοινό τις απόψεις της, ο Σωκράτης Μάλαμας δεν το επέτρεψε. Επανήλθαν στην επόμενη και το πέτυχαν, διάβασαν ένα κείμενο εναντίον του φασισμού.
Στο βίντεο από το γεγονός μού έκανε εντύπωση μια μικρή λεπτομέρεια. Τη δεύτερη φορά ξεδίπλωσαν ένα τεράστιο πανό, τόσο τεράστιο που έκρυβε όλη τη σκηνή. Ο καλλιτέχνης λογικά υποχώρησε και πέρασε το δικό τους. Το μήνυμα ήταν, φίλε, δεν μπορείς να μας εμποδίσεις, θα πούμε ό,τι γουστάρουμε, αλλιώς συναυλία δεν θα κάνεις.
Μια συναυλία είναι το μέσον με το οποίο ένας καλλιτέχνης μιλάει στο κοινό του. Στο κοινό που έχει έρθει γιατί έχει επιλέξει να ακούσει αυτόν. Μιλάει συνήθως με το έργο του κι αν θέλει να πει κάτι παραπάνω, το λέει ο ίδιος. Και λέει αυτό που πιστεύει αυτός. Όχι αυτό που πιστεύουν οι άλλοι. Η δουλειά και η προσωπική έκφραση ενός καλλιτέχνη δεν είναι κοινής χρήσης μέσον μετάδοσης. Δεν παραχωρείται σε όποιον είναι πιο δυνατός ή πιο θρασύς. Ο καθένας μπορεί να διαδώσει τις ιδέες του ελεύθερα σ’ αυτή τη χώρα. Μπορεί να κάτσει στην είσοδο του θεάτρου, να φωνάζει συνθήματα, να σηκώσει πανό, να μιλήσει στον κόσμο. Δεν έχει κανένα λόγο να διακόψει τη δουλειά του άλλου, να διαλύσει τη σχέση του με το κοινό, να επιβάλει σε ένα κοινό που πιθανόν να διαφωνεί με όσα ακούει, να τα ακούσει με το ζόρι.
Ήταν μια ανακοίνωση εναντίον του φασισμού, άλλη μια ειρωνεία της ζωής. Η οποία εκφωνήθηκε με το ζόρι καταπιέζοντας ένα κοινό 2,5 χιλιάδων ανθρώπων και επιβάλλοντας στον Μάλαμα να συμμορφωθεί, αν ήθελε να συνεχιστεί η συναυλία. Εγώ θεωρώ αξιέπαινο και αναγκαίο οι άνθρωποι να ευαισθητοποιούνται απέναντι στο φασισμό. Όμως ακούγοντας την ανακοίνωση διαφωνούσα με τα μισά απ’ όσα έλεγε. Μπορώ να πάω στην επόμενη συναυλία του Μάλαμα να πω τις δικές μου απόψεις για το φασισμό; Φαίνεται σε κανέναν λογικό αυτό; Γιατί όχι; Επειδή δεν μπορώ να το επιβάλω με το ζόρι, να ξεδιπλώσω ένα τόσο μεγάλο πανό; Να πάνε άλλοι; Να πηγαίνουν πολιτικές ομάδες να διακόπτουν συναυλίες να λένε τις απόψεις τους;
Να έρθει κάποιος να μου πει, από δω, από αυτό το κόμμα, η επόμενη παράγραφος είναι δικιά μου γιατί θέλω να διαδώσω τις απόψεις μου και μετά συνέχισε εσύ; Ναι, φαίνεται σουρεαλιστικό, αλλά συμβαίνει πολλές φορές. Κάποιοι, πολύ επαναστατικά, μπαίνουν σε τηλεοπτικά στούντιο και ραδιοφωνικούς σταθμούς για να πουν τα δικά τους. Δηλαδή, αφαιρούν από κάποιον το λόγο και του επιβάλλουν πώς να κάνει τη δουλειά του. Με το ζόρι. Διεκδικούν την ελευθερία της δικιάς τους έκφρασης αφαιρώντας την από κάποιον άλλον. Εμποδίζεται από κανέναν η ελευθερία της έκφρασης σ’ αυτή τη χώρα; Το αντίθετο μάλλον. Δεν πρέπει να υπάρχει άλλο κράτος στον κόσμο που όταν δικάζονται στα δικαστήρια δολοφόνοι, οι υποστηρικτές τους φωνάζουν συνθήματα απ’ έξω. Θα πήγαιναν όλοι μέσα για εγκωμιασμό εγκληματικών πράξεων. Το πρόβλημα όμως δεν είναι η έκφραση. Το πρόβλημα είναι η επιβολή της με το ζόρι.
Είναι φασίστες αυτοί οι άνθρωποι; Όχι βέβαια. Είναι όμως μια αυταρχική συμπεριφορά, είναι μια αντιδημοκρατική συμπεριφορά που επιβάλλει τις απόψεις της στους άλλους με το ζόρι. Γιατί; Γιατί έχουν δίκιο. Έχουν δίκιο γιατί έτσι νομίζουν αυτοί. Κι αφού έχουν δίκιο, μπορούν να το επιβάλλουν με κάθε μέσον. Ο ορισμός του φονταμενταλισμού. Πόσοι απ’ αυτούς θα γίνουν ταλιμπάν, θα μας το πει η ψυχοπαθολογία. Όμως η κοινωνία οφείλει να βάλει τα όριά της, να πει ποιες συμπεριφορές δεν είναι ανεκτές στα πλαίσια της δημοκρατίας, της πολιτισμένης συμβίωσης.
Γιατί τα λέω αυτά; Πάθαμε και τίποτα αν 10 λεπτά διέκοψαν τη συναυλία του Μάλαμα; Πάθαμε. Γιατί τις τελευταίες μέρες παρακολουθώ ένα περίεργο φαινόμενο. Κάποιοι με προσωπικές και κομματικές ατζέντες έχουν επιδοθεί σε ένα παιχνίδι περίεργο. Διά της δαιμονοποιήσεως δήθεν του φασισμού, προσπαθούν να αθωώσουν την ατμόσφαιρα της παράνοιας, του αυταρχισμού, του μίσους, της βίας. Την ατμόσφαιρα που κυριάρχησε δηλαδή αυτά τα 3 χρόνια στην Ελλάδα και έγινε το θερμοκήπιο για να οδηγηθεί μεγάλο μέρος της κοινωνίας σε φασιστικές επιλογές. Λες και δεν υπήρξε η Χάνα Άρεντ, φτιάχνουν μια εξήγηση του κόσμου όπου το Απόλυτο Κακό γρυλίζει εκεί στη γωνία δακτυλοδεικτούμενο και όλοι οι άλλοι είμαστε αθώοι. Δεν είμαστε. Ούτε οι πολιτικές δυνάμεις που τυχοδιωκτικά υπέθαλψαν τη βία και τη ρητορική του μίσους, ούτε η κοινωνία που ασμένως την υιοθέτησε.
Δεν είναι το ίδιο, λένε, το φυλετικό μίσος που δεν έχει καμία νομιμοποιητική βάση, με το ταξικό μίσος που έχει βάση στις ταξικές ανισότητες. Άρα; Υπάρχει και δικαιολογημένη βία; Αν όχι, γιατί το λέμε; Δεν πρέπει, λένε, να εξομοιώνουμε το Άουσβιτς με τα γιαουρτώματα. Ε, βέβαια δεν πρέπει, εννοείται. Ποιος το κάνει; Το ίδιο επιχείρημα όμως έλεγε και ο Κασιδιάρης, δολοφονούνται άνθρωποι από τους τρομοκράτες και σεις λέτε για ένα νεράκι που έριξα στη Δούρου; Η βία είναι καταδικαστέα αλλά οφείλουμε να συμπληρώσουμε, λένε, ότι όταν απειλείται η δημοκρατία, οι πολίτες οφείλουν να την υπερασπιστούν με τη βία. Αλλά γιατί το λέμε αυτό; Για την ελληνική δημοκρατία δεν μιλάμε; Για τη Βόρειο Κορέα συζητάμε; Έτσι όμως θα ισχυριστούν ότι στην «οικονομική δικτατορία» που μετατρέπει τους «Έλληνες σε δουλοπάροικους και την Ελλάδα σε αποικία» ίσως και να επιτρέπεται η βία, θέμα ερμηνείας είναι, «η Αριστερά δεν πρέπει να δίνει εξετάσεις καταδίκης γενικώς και αορίστως της βίας». Η προτροπή να λιντσάρουμε τον Πάχτα, άλλωστε, μια «πολιτική αστοχία» ήταν, και το σύνθημα «Τα μνημόνια είναι βία» είναι μια ανοησία.
Όχι, δεν είναι μια ανοησία. Είναι μια κυνική τεχνική της τυχοδιωκτικής στρατηγικής της έντασης που αθωώνει, δικαιολογεί και υπερασπίζεται την αντιδημοκρατική βία. Τα «μνημόνια είναι βία», άρα η πολιτική βία των απέναντι είναι κατανοητή και η οργή «δικαιολογημένη». «Οι αληθινοί τρομοκράτες είναι στο Υπουργείο Οικονομικών», άρα η τρομοκρατία είναι απλώς η απάντηση στην άλλη βία. Όπως θα ’λεγε και ο Πουλικάκος, πολύ αθωότης έπεσε στις μέρες μας. Όσοι όμως ακόμα και σήμερα κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν, «διαβαθμίζουν» τη βία, την κατανοούν, την ονομάζουν «συμβολική», τη δικαιολογούν, θέλουν να διατηρήσουν την ίδια ατμόσφαιρα αλλά χωρίς τη Χ.Α. Γιατί οι ίδιοι έχουν «ευγενείς σκοπούς». Η στρατηγική της έντασης που διέλυσε την κοινωνία μας, όμως, δεν είναι ούτε ανοησίες ούτε αστοχίες. Είναι το περιβάλλον που γεννάει τέρατα.
Αν κάποιος διαβάσει τις δημοσκοπήσεις θα διαπιστώσει ότι οι ψηφοφόροι της απαντούν στο ερώτημα γιατί ψηφίζουν Χ.Α. όπως οι υπόλοιποι: Για την οικονομική κρίση, γιατί οι πολιτικοί πρόδωσαν την Ελλάδα, γιατί είναι ένα κόμμα όπως τα άλλα λίγο πιο ακραίο. Δεν κατανοούν καν τη διαφορά. Δεν μπορούν, γιατί η ρητορική του μίσους και η «δικαιολογημένη βία» ήταν κυρίαρχες όλα αυτά τα χρόνια. Η Ελλάδα θα ξεπεράσει το πρόβλημα του φασισμού όχι απλώς κλείνοντας τον Μιχαλολιάκο στη φυλακή. Αλλά όταν όλοι, πολιτικές δυνάμεις και κοινωνία, αντικρίσουν το πρόσωπό τους στον καθρέφτη.
Ο Γιάννης Αγγελάκας μόνο ως «συστημικός» καλλιτέχνης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Αυτό τον καιρό είπε: «Ήλπιζα ότι η κρίση θα ήταν ένα χέρι βοηθείας για μια γενικότερη αναβάθμιση ιδεολογική, πολιτική, αισθητική. Εμείς όμως διαλέξαμε απερίσκεπτα να γίνουμε ακραίοι. Είναι τόσο θλιβερό πως ακόμα και τώρα η επιλογή ήταν ο εύκολος δρόμος. Θέλει κόπο η αναβάθμιση».
Φώτης Γεωργελές
Athens Voice