04 Νοεμβρίου 2013

Ξεστραβωνόμαστε και λίγο: Αλήθειες και ψέματα για τον Ενιαίο Φόρο Ακινήτων

[Όταν έρχονται τα ΦΑΠ γκρίνια όλοι και τσιρίδες... του χρόνου που δεν θα έρθει γιατί καταργείται μούγγα όλοι... κανείς δε μιλάει για ελάφρυνση πολλών ιδιοκτητών...]

Του Στυλιανου Λ. Πετσα*

Στις 24 Οκτωβρίου 2013 δόθηκε σε δημόσια διαβούλευση το σχέδιο για τον νέο Ενιαίο Φόρο Ακινήτων (ΕΝΦΑ) που από το 2014 θα αντικαταστήσει το Εκτακτο Ειδικό Τέλος Ακινήτων (ΕΕΤΑ) και τον Φόρο Ακίνητης Περιουσίας (ΦΑΠ). Η κριτική που του ασκήθηκε ήταν σφοδρή. Τα επιχειρήματα διαφόρων «αναλυτών» εναντίον του ΕΝΦΑ επαναλαμβάνουν περίπου τα εξής: α) Μονιμοποιεί έναν έκτακτο φόρο όπως το ΕΕΤΗΔΕ που θεσπίστηκε το 2011...
β) οδηγεί σε δραματική αύξηση του φόρου στα ακίνητα, έναντι της φορολόγησης του 2009, γ) «τιμωρεί» τους συνεπείς φορολογούμενους γιατί βεβαιώνει υψηλότερο ποσό σε όλους για να καλύψει τα κενά στις εισπράξεις που δημιουργούνται επειδή κάποιοι αδυνατούν ή δεν θέλουν να πληρώσουν, δ) βασίζεται στις προ κρίσης αντικειμενικές αξίες, οι οποίες σήμερα είναι υψηλότερες από τις εμπορικές. Επί αυτής της κριτικής, εκθέτουμε τις εξής σκέψεις:

Πρώτον, όσοι υποστηρίζουν το επιχείρημα περί «μονιμοποίησης ενός έκτακτου φόρου», δεν αρθρώνουν λέξη για το πώς πρέπει να δομείται ένα φορολογικό σύστημα. Είναι σαν να συζητάς για το εάν το σπίτι θα έχει τζάκι, όταν δεν έχει τελειώσει τα σχέδια του σπιτιού ο αρχιτέκτονας. Συνεπώς, θεμελιώδες είναι να ξεκινήσει κανείς από τη δομή του φορολογικού συστήματος. Σε αυτό το θεμελιώδες ζήτημα, ευτυχώς, υπάρχουν βέλτιστες πρακτικές από την εμπειρία άλλων ανεπτυγμένων χωρών. Σύμφωνα με μελέτη του ΟΟΣΑ, οι φόροι περιουσίας/κεφαλαίου προκαλούν τις λιγότερες στρεβλώσεις και έχουν τη μικρότερη δυνατή αρνητική επίπτωση στη μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη. Επονται κατά σειρά, οι φόροι κατανάλωσης και η φορολόγηση επί των φυσικών προσώπων και των κερδών των επιχειρήσεων. Ουδέτερη, από πλευράς εσόδων, φορολογική μεταρρύθμιση θα πρέπει να αποσκοπεί στη μείωση των εσόδων που προέρχονται από πηγές που προκαλούν υψηλές στρεβλώσεις (όπως η φορολογία εισοδήματος) και στην αύξηση των εσόδων από πηγές που προκαλούν λιγότερες στρεβλώσεις (όπως η φορολογία ακίνητης περιουσίας). Επίσης, η ένταση του φορολογικού ανταγωνισμού σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης ευνοεί τη μετακίνηση προς περισσότερο σταθερές φορολογικές βάσεις, όπως είναι η φορολογία ακίνητης περιουσίας. Στο πλαίσιο αυτό, θα έπρεπε κανείς να επιθυμεί την αύξηση των φόρων στην ακίνητη περιουσία, προκειμένου να μειωθούν άλλοι φόροι που πλήττουν δυσανάλογα περισσότερο την οικονομική ανάπτυξη. Ετσι, το ερώτημα που πρέπει να απασχολεί τον δημόσιο διάλογο, δεν είναι εάν κάτι είναι «μόνιμο» ή «έκτακτο», αλλά εάν είναι «σωστό» ή «λάθος»· η απάντηση που δίνεται από τη διεθνή εμπειρία είναι υπέρ του ΕΝΦΑ.

Δεύτερον, δεν πρέπει να λησμονείται ότι το αφορολόγητο όριο του ΦΑΠ από τις 400.000 ευρώ το 2010, μειώθηκε μεν στις 200.000 για τον ΦΑΠ του 2011, αλλά παρέμεινε σε αυτά τα επίπεδα και για τον ΦΑΠ των ετών 2012 και 2013. Και τούτο επειδή το 2011 θεσπίστηκε και το ΕΕΤΗΔΕ. Δεν μειώθηκε δηλαδή το αφορολόγητο όριο του ΦΑΠ στις 100.000 ευρώ, όπως προβλεπόταν αρχικά. Εάν αυτό είχε συμβεί, ο ΦΑΠ θα καταλάμβανε περίπου το ένα τέταρτο των ιδιοκτητών αστικών ακινήτων και όχι μόλις το 5% αυτών, όπως ίσχυε με το αφορολόγητο των 400.000 ευρώ. Ετσι, η θέση ότι με τον ΕΝΦΑ «μονιμοποιείται» ένας έκτακτος φόρος αποδυναμώνεται, εάν κανείς λάβει υπόψη ότι τον ΦΑΠ 2012 και 2013 θα κατέβαλλαν 1,5 εκατ. πολίτες.

Τρίτον, το 2009 τα έσοδα του κράτους από την ακίνητη περιουσία ήταν περίπου 500 εκατ. ευρώ, ενώ από τον ΕΝΦΑ υπολογίζονται σε 2.850 εκατ. ευρώ περίπου σε ετήσια βάση (αύξηση 470%). Ομως, ο φόρος που βεβαιώνεται ανέρχεται στα 3.500 εκατ. ευρώ περίπου και έτσι κάποιοι που θα είναι συνεπείς στις φορολογικές τους υποχρεώσεις, θα «επιδοτήσουν» όσους δεν θα πληρώσουν. Το επιχείρημα αυτό, όμως, είναι το ίδιο για όλους τους φόρους: Η εισπραξιμότητα του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων ανήλθε σε 84,9% το 2012 (93,6% το 2008), ενώ ο ΦΑΠ 2010 είχε ποσοστό εισπραξιμότητας μόλις 66,5%. Η ανάλυση των στοιχείων 2002-2012 δείχνει ότι εάν η εισπραξιμότητα των φόρων αυξανόταν μόνο κατά ένα ελάχιστο ποσοστό της τάξης του 2-3%, τότε δεν θα υπήρχε ανάγκη για κανένα επιπλέον δημοσιονομικό μέτρο την περίοδο 2014-2017. Η αλήθεια μάλιστα είναι ότι η υψηλή εισπραξιμότητα του ΕΕΤΗΔΕ (82% περίπου) επέτρεψε τη μείωση του φόρου που θα βεβαιωθεί με τον ΕΝΦΑ στα 3.500 εκατ. ευρώ, έναντι 4.200 εκατ. ευρώ που θα απαιτούνταν εάν λαμβανόταν υπόψη μόνο η εισπραξιμότητα του ΦΑΠ 2010.

Τέταρτον, λόγω της κρίσης, οι ισχύουσες αντικειμενικές αξίες είναι υψηλότερες από τις εμπορικές. Η τυχόν «διόρθωση» των αντικειμενικών αξιών στο ύψος των εμπορικών για το 2014, το μόνο άμεσο αποτέλεσμα που θα μπορούσε να έχει θα ήταν η αύξηση των φορολογικών συντελεστών του ΕΝΦΑ για να επιτευχθεί η ίδια δημοσιονομική απόδοση. Δεν είναι ρεαλιστικό στην παρούσα δημοσιονομική συγκυρία να προσδοκά κανείς ότι θα μπορούσε να γίνει αναπροσαρμογή/μείωση των αντικειμενικών αξιών κατά π.χ. 20% περίπου, χωρίς να αυξηθούν οι φορολογικοί συντελεστές. Ιδίως, εάν ληφθεί υπόψη η στρέβλωση που υπάρχει στις ισχύουσες αντικειμενικές αξίες, που η προσαρμογή τους στις εμπορικές θα απαιτούσε μείωση έως και 20-30% σε ορισμένες πολύ «ακριβές» περιοχές και αντίστοιχη αύξηση σε «φθηνές» περιοχές.

Το βασικό πρόβλημα στην αποδοχή του ΕΝΦΑ δεν είναι τα χαρακτηριστικά του φόρου per se, αλλά το γεγονός ότι η ύφεση έχει συρρικνώσει δραματικά το διαθέσιμο εισόδημα των συμπολιτών μας. Ομως, θα ήταν ατελέσφορο να προσπαθήσει κανείς να αντιμετωπίσει το πρόβλημα μειώνοντας τον ΕΝΦΑ. Θεωρούμε ότι μόνο η επιστροφή στην οικονομική ανάπτυξη μπορεί να δώσει βιώσιμη λύση. Η αύξηση του ΑΕΠ θα δημιουργήσει νέα εισοδήματα ή θα αποκαταστήσει υφιστάμενα (π.χ. μέσω αύξησης της κατανάλωσης και του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων). Ταυτόχρονα, θα καταστήσει βιώσιμη αλλά και «ελαφρύτερη» για τους πολίτες τη δημοσιονομική προσαρμογή τα επόμενα έτη. Εάν αυτό συμβεί -θυμίζουμε ότι οι φόροι στην ακίνητη περιουσία είναι περισσότερο ευνοϊκοί για την οικονομική ανάπτυξη, έναντι άλλων φόρων- θα μπορούν να τεθούν στόχοι για τη σταδιακή απόσυρση έκτακτων επιβαρύνσεων. Στόχοι που θα είναι ρεαλιστικοί -και όχι ευχολόγιο- γιατί θα βασίζονται σε σταθερότερη και περισσότερο προβλέψιμη φορολογική βάση.

* Ο κ. Πέτσας είναι προϊστάμενος Τμήματος Εσόδων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Οι απόψεις του παρόντος άρθρου είναι προσωπικές.