Επικίνδυνους για τη διάπραξη και νέων αδικημάτων έκριναν οι εφέτες ανακρίτριες Ιωάννα Κλάπα και Μαρία Δημητροπούλου και ο εισαγγελέας Εφετών Ισίδωρος Ντογιάκος τους βουλευτές της Χρυσής Αυγής Γιώργο Γερμενή και Παναγιώτη Ηλιόπουλο, αποφασίζοντας την προφυλάκισή τους μετά τη μαραθώνια απολογία τους, που ξεπέρασε τις 12 ώρες.
Η προφυλάκιση των δυο βουλευτών για το κακούργημα της διεύθυνσης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση έγινε, σύμφωνα με πληροφορίες, γιατί ως βουλευτές θεωρήθηκε ότι είχαν αυξημένη ευθύνη για την κατεύθυνση που δινόταν σε δράσεις του κόμματος με κύριο χαρακτηριστικό την ξενοφοβία και τον ρατσισμό. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι δικαστικές αρχές φέρονται να έκριναν πως οι βουλευτές της Χρυσής Αυγή και δη οι δύο κατηγορούμενοι μετέφεραν προς «τα κάτω» -αφού εμφανίζονται να έχουν μεγάλη δραστηριότητα στις περιοχές και στους τομείς ευθύνης τους- την ιδεολογία που ήταν η βάση για την έκνομη δραστηριότητα του σχηματισμού.
Σύμφωνα με πληροφορίες, στη δικογραφία αξιολογήθηκε, πέραν των μαρτυρικών καταθέσεων προστατευομένων μαρτύρων, άλλων προσώπων κυρίως θυμάτων επιθέσεων - μεταναστών και στοιχεία που ήρθαν τον τελευταίο καιρό στην ανάκριση σε ψηφιακούς δίσκους και περιλαμβάνονταν σε υπολογιστές κατηγορουμένων. Από αυτά αξιολογήθηκαν ως επιλήψιμα οι διαδικασίες ορκωμοσίας νέων μελών της Χρυσής Αυγής με ιδιαίτερο τελετουργικό, κατά τα οποία φέρεται να απεικονίζεται ο βουλευτής Γ. Γερμενής να κάνει εμπρηστικές ομιλίες περί της «φυλής» και των εχθρών της. Με αυτόν τον τρόπο μετέφερε -κατά τις αρχές- τη θέση του πολιτικού σχηματισμού, ως ιδεολογικός καθοδηγητής- κυρίως απέναντι σε ομάδες ανθρώπων, όπως οι μετανάστες. Επίσης, αξιολογήθηκε η συνολική «έντονη» δραστηριότητα του βουλευτή Ηλιόπουλου, είτε με τις επιθέσεις σε πάγκους μικροπωλητών είτε με τη συνολική του στάση, ακόμα και στη Βουλή. Τα χαρακτηριστικά αυτά καταδεικνύουν, σύμφωνα με το σκεπτικό των αρχών, πως ο πολιτικός σχηματισμός είχε συγκεκριμένη δομή, ιεραρχία και οργάνωση με σκοπούς που περιλαμβάνουν και έκνομες ενέργειες και οι βουλευτές ανά περιφέρεια ήταν υπεύθυνοι για την εφαρμογή αυτών των σκοπών.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η δραστηριότητα των βουλευτών κρίθηκε ότι εντάσσεται στα πλαίσια ενός συλλογικού οργάνου, όπως λειτουργούσε ο σχηματισμός, που είχε «συγκεκριμένη δομή, ιεραρχία και οργάνωση». Πρόκειται για χαρακτηριστικά που απαιτεί ο νόμος για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της εγκληματικής οργάνωσης. Ακόμα κι αν δεν αποδίδεται ξεκάθαρα συγκεκριμένη πράξη σε κάποιον από τους κατηγορουμένους, όπως εξηγούσε δικαστική πηγή, το αδίκημα της διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης ουσιαστικά «φωτογραφίζει» αυτό που έκαναν κάποιοι εκ των βουλευτών, που υλοποιούσαν την πολιτική κατεύθυνση. «Κάθε βουλευτής ήταν υπεύθυνος για μια περιφέρεια. Δηλαδή δεν ήξερε τι έκαναν στην περιοχή του; Πως δρούσαν οι ομάδες;», αναρωτήθηκε έγκυρη πηγή. Αξιολογήθηκε δε, και η στάση του κόμματος που απέναντι σε φαινόμενα παραβατικότητας δεν υπήρξε όχι αποκήρυξη, αλλά ούτε απευθείας ή έστω έμμεση αποδοκιμασία.
Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι φέρεται να υπήρξε και σχετικός διάλογος όταν οι κατηγορούμενοι εξήγησαν ότι η θέση του κόμματος είναι πολιτική απέναντι στους παράνομους μετανάστες για να λάβουν απάντηση πως «μπορούσατε να πείτε εμείς θα πάρουμε αυτά κι εκείνα τα πολιτικά μέτρα για τους παράνομους μετανάστες ώστε να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, να τα θέσετε στην κρίση του λαού και αν γινόσασταν κυβέρνηση να τα εφαρμόσετε. Σεβαστή η πολιτική άποψη, αλλά όχι τα μαχαίρια στις γειτονιές κατά μεταναστών».