Πριν από καιρό, σε μια παρέα προσπάθησα να επιχειρηματολογήσω για την ανάγκη (αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση κατά τη γνώμη του γράφοντος) οι Έλληνες πολιτικοί αρχηγοί να μιλούν τουλάχιστον μια ξένη γλώσσα.
Κάποιοι έσπευσαν να μιλήσουν για «αντισυριζισμό», άλλοι για «new age λαϊκισμό». Άλλοι έσπευσαν με χιούμορ να μου υπενθυμίσουν πως «κι αυτοί που ήταν πολύγλωσσοι είδαμε που φέρανε την Ελλάδα».
Την επιμονή στη θέση πως δεν μπορεί ένας πολιτικός της γενιάς μου όπως ο Αλέξης Τσίπρας να μην μιλάει ξένες γλώσσες καθώς όλοι όσοι γεννηθήκαμε στις αρχές ή τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και κινούμαστε ηλικιακά στο φάσμα των σαράντα μάθαμε έστω μια ή δυο γλώσσες στα φροντιστήρια της εποχής, μου την επιβεβαίωσε -δυστυχώς με τον πιο άσχημο τρόπο - ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης πριν από λίγες ημέρες.
Μη αποδεχόμενος λόγω φόρτου εργασίας (;;;) την πρόσκληση σε ανοικτό, πανευρωπαϊκό debate μεταξύ των υποψηφίων προέδρων της Κομισιόν στο Μάαστριχτ ο κ. Τσίπρας παρουσίασε όλα τα κόμπλεξ του ημιμαθούς Ελληνάρα και φυσικά απέδειξε πως δεν νιώθει άνετα με τους ξενόγλωσσους και πιο «βαριά σπουδασμένους» συνυποψηφίους του όπως οι κ.κ. Σουλτς, Γιουνκέρ, Φέρχοφστανγκ κ.ά.. Με ανθρώπους που ζουν από τα «μέσα» την εποχή της παγκοσμιοποίησης, την κατάργηση έως ενός βαθμού των συνόρων και τη λογική ομοσπονδιοποίησης στην οποία η Ε.Ε. πηγαίνει.
Αντί να αντιπαρατεθεί με επιχειρήματα, αντί να πάει να μιλήσει έστω και στη γλώσσα του, ο κ. Τσίπρας επικαλέστηκε «φόρτο εργασίας» και απέφυγε να παραβρεθεί απογοητεύοντας όχι μόνο τους φιλοευρωπαϊστές που θέλανε να ακούσουν τις θέσεις του ηγέτη της Ευρωπαϊκής Αριστεράς αλλά και τους συνοδοιπόρους του που θεώρησαν μια τέτοια ευκαιρία σημαντική για την τόνωση του προφίλ του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ ενόψει και των ελληνικών καλπών.
Μικρός, μοιραίος και δίχως τα εφόδια, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ξεκάθαρα δεν ένιωσε άνετα μέσα στην ελίτ των ξένων ηγετών και απλά σαν κακομαθημένο παιδί, σαν ο γνωστός καταληψίας του πίσω θρανίου αντί να κάνει ησυχία στο μάθημα και να …ακούσει αυτούς που κάτι έχουν να πουν περισσότερο, αποφάσισε να σνομπάρει.
Με τη συμπεριφορά αυτή, θυμίζει όλους εκείνους τους Έλληνες, που μη μπορώντας να αποδεχτούν τα δικά τους ελλείμματα και την ανημποριά τους να σκεφτούν διεθνιστικά, αναφέρουν σε όσους τους καλούν να κάνουν ένα ταξίδι στο εξωτερικό (μήπως και ανοίξει το ματάκι τους) πως «η Ελλάδα έχει τόσες ομορφιές». Είναι όλοι εκείνοι που αναγορεύουν τη μιζέρια τους σε «θέση» και «στάση ζωής» και δεν μπορούν να κατανοήσουν πως ο πλανήτης αλλάζει, μικραίνει, άρα κι εμείς οφείλουμε να ακολουθήσουμε. Να μην μείνουμε στο χθες, να μην κολλήσουμε σε ανόητα ιδεολογήματα του τύπου «ζούμε στην ομορφότερη χώρα του κόσμου», «είμαστε οι καλύτεροι γι’ αυτό όλοι μας επιβουλεύονται».
Πόσο μπροστά λοιπόν μπορεί να πάει ένας αρχηγός κόμματος, όταν φυγομαχεί επειδή δεν κατέχει μια ξένη γλώσσα; Πως θα διαπραγματευτεί κρίσιμα και «πίσω από τις κάμερες» ζητήματα της χώρας όταν δεν μιλάει τη γλώσσα των ξένων ηγετών; Πόσο μπροστά μπορεί να πάει μια χώρα σαν την Ελλάδα όταν η διεθνής σκηνή ορίζει μεγάλο μέρος της εσωτερικής κι ο αρχηγός του δεύτερου τη τάξει κόμματος απλά φυγομαχεί; Γιατί ξεκάθαρα με αυτήν την επιλογή σνομπαρίσματος των αντιπάλων του (οι οποίοι σημειωτέο άπαντες παραβρέθηκαν στο debate) ο κ. Τσίπρας έδειξε ένα κακό πρόσωπο όχι μόνο για τον ίδιο αλλάκαι για την Ελλάδα.
ΥΓ: Σε εμάς, τους απλούς μαθητές της δεκαετίας του ’80 που προερχόμασταν από μικροαστικές οικογένειες, οι γονείς μας ένιωσαν την ανάγκη να πληρώνουν από το υστέρημα τους φροντιστήρια για να μάθουμε ξένες γλώσσες. Άνθρωποι με λιγοστές γνώσεις οι μανάδες και πατεράδες μας, κατανοούσαν πως το μέλλον βρίσκεται κι εκεί. Είναι απορίας άξιο λοιπόν πως ο ευρισκόμενος σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από τον μέσο όρο της γενιάς του Αλέξης Τσίπρας (γνωστή είναι η άνεση της οικογένειας του) δεν έμαθε μια ξένη γλώσσα. Να ήταν μια ‘στάση κι άποψη ζωής’ αυτή; Ή μήπως η τότε αριστερά αδιαφορούσε για τη γλώσσα του …καπιταλιστικού εχθρού;
Δημήτρης Μαρκόπουλος
protothema.gr