Ποιοι στράφηκαν εναντίον του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, επειδή δεν ήθελαν να αποκτήσει περισσότερη δόξα. Τι τον "συμβούλευσαν" να κάνει
Στις 23 Σεπτεμβρίου του 1821, οι επαναστατημένοι Έλληνες κατέλαβαν την Τριπολιτσά, προδιαγράφοντας το τέλος της τουρκικής κυριαρχίας στην Πελοπόννησο. Η άλωση της πόλης, αύξησε το κύρος και τη φήμη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και τον κατέστησε αδιαφιλονίκητο στρατιωτικό ηγέτη της Επανάστασης.
Προτάθηκε τότε η μετάβαση του Κολοκοτρώνη στην Αχαΐα, προς ανάληψη της πολιορκίας της Πάτρας. Ο Γέρος δέχθηκε με προθυμία. Όμως, οι προύχοντες της Αχαΐας αντέδρασαν, καθώς έβλεπαν ότι η τοπική τους επιρροή θα μειωνόταν επικίνδυνα, με την ανάληψη της αρχηγίας της πολιορκίας από έναν στρατηγό, που έφερε τις δάφνες της άλωσης της Τριπολιτσάς. Όταν μάλιστα πληροφορήθηκαν πως ο Κολοκοτρώνης άρχισε να στρατολογεί υπολογίσιμη δύναμη, ώστε να μεταβεί στην Αχαΐα, απείλησαν ότι θα κατέφευγαν στα όπλα, προκειμένου να εμποδίσουν την άφιξή του στην περιοχή. Τελικά, έπειτα από έντονες παρασκηνιακές διαβουλεύσεις και μπροστά στο καθόλου απίθανο ενδεχόμενο η Πάτρα να μεταβληθεί σε πεδίο μάχης μεταξύ των Ελλήνων, ο Κολοκοτρώνης ανακλήθηκε!
Τον Ιανουάριο του 1822, η νεοσύστατη κυβέρνηση Μαυροκορδάτου, αντιλαμβανόμενη τον τεράστιο κίνδυνο, ο οποίος απειλούσε την Επανάσταση, μετά την εξόντωση του Αλή πασά (οπότε τα σουλτανικά στρατεύματα θα επιχειρούσαν εισβολή στην Πελοπόννησο), διόρισε τον Κολοκοτρώνη αρχηγό της πολιορκίας της αχαϊκής πρωτεύουσας. Ο Γέρος του Μοριά άρχισε συστηματική πολιορκία της πόλης και αντιμετώπισε με επιτυχία πολλές επιθετικές ενέργειες των Τούρκων.
Όμως, οι κοτζαμπάσηδες και ορισμένοι κυβερνητικοί, όπως ο Κωλέττης, υπουργός Στρατιωτικών, δεν επιθυμούσαν να αποκτήσει περισσότερη δόξα με την κατάληψη της Πάτρας. Τον διέταξαν λοιπόν, να εκστρατεύσει στη δυτική Στερεά Ελλάδα. Αδιαφορούσαν για το αν οι 12.000 Τούρκοι της Πάτρας μπορούσαν να εκμεταλλευθούν την ανέλπιστη ευκαιρία και να επιτεθούν στη βορειοδυτική Πελοπόννησο. Αγανακτισμένος ο Κολοκοτρώνης, μετέβη στην Κόρινθο, για να συναντήσει τον Κωλέττη. Μπροστά στην επιμονή του για συνέχιση της πολιορκίας της Πάτρας, ο ραδιούργος πολιτικός υποχώρησε φαινομενικά. Ωστόσο, διέταξε κρυφά τους υπόλοιπους αρχηγούς της πολιορκίας να αποχωρήσουν!
Ενόσω οι Έλληνες παρέμεναν τυφλωμένοι από τη διχόνοια, ο Δράμαλης πασάς, επικεφαλής 30.000 εμπειροπόλεμων ανδρών, ξεκίνησε από τη Λάρισα (τέλη Ιουνίου), αποφασισμένος να καταπνίξει την Επανάσταση στον Μοριά… Πέρασε την Αλαμάνα χωρίς να παρενοχληθεί από κανέναν, εισέβαλε στη Βοιωτία, πυρπόλησε τη Θήβα, κατέλαβε τη Χαλκίδα, προήλασε στην Αττική και από τον Κιθαιρώνα πέρασε στα Μέγαρα και στις 6 Ιουλίου, εγκατέστησε το στρατόπεδό του στην Κόρινθο.
Λίγες ημέρες πριν, μια επιστολή του Οδυσσέα Ανδρούτσου, η οποία έφθασε στα χέρια της ελληνικής κυβέρνησης, προκάλεσε πανικό. Ο Στερεοελλαδίτης οπλαρχηγός έγραφε: «Σας στέλνω 30.000 Τούρκους να ομονοήσετε και κάμετέ τους ότι μπορέσετε…». Στις 6 Ιουλίου, η επιβεβαιωμένη είδηση πως ο Δράμαλης βρισκόταν στην Κόρινθο, παρέλυσε τους επαναστάτες. Οι κυβερνητικοί στρατιώτες, που ήταν συγκεντρωμένοι στο Αργος, σκορπίστηκαν, όταν πληροφορήθηκαν την εισβολή των Τούρκων. Επόμενη κίνηση του Δράμαλη ήταν να καταλάβει το φρούριο του Ακροκορίνθου, το οποίο εγκατέλειψε, χωρίς να ρίξει έναν πυροβολισμό, ο φρούραρχος Αχιλλέας Θεοδωρίδης.
Την ίδια στιγμή, ο πανικός στο ελληνικό στρατόπεδο αυξανόταν, από τις ανυπόστατες διαδόσεις. Η λαϊκή φαντασία είχε ανεβάσει τον αριθμό των Τούρκων στρατιωτών σε εκατοντάδες χιλιάδες. Όσο ο εχθρός πλησίαζε, τόσο μεγάλωνε το κύμα της αναρχίας και της φυγής. Η παντελής έλλειψη ψυχραιμίας, οι θρήνοι και οι σπαραγμοί, ήταν τα στοιχεία που κυριαρχούσαν. Τα κυβερνητικά στελέχη αναχώρησαν τη νύκτα της 5ης Ιουλίου, για τους Μύλους. Εκεί, κατέφυγαν σε δύο υδραίικα πλοία, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να αποπλεύσουν το ταχύτερο δυνατό.
Ο Γέρος του Μοριά παρέβλεψε τις εναντίον του ενέργειες και οργάνωσε την άμυνα. Ενθάρρυνε τη Γερουσία και τη διαβεβαίωσε ότι θα συγκέντρωνε στρατό, για να αντιμετωπίσει τον εχθρό. Συνέστησε να μη φύγει κανένας από την Τριπολιτσά, για να μη μεταδοθεί παντού ο πανικός. Εξέδωσε αυστηρότατες διαταγές για γενική επιστράτευση. Έτρεξε από σπίτι σε σπίτι, για να ενθαρρύνει και τους τελευταίους διστακτικούς. Μίλησε, επικαλούμενος κάθε συναίσθημα, τη φιλοδοξία, την αγάπη, την πίστη, τον φόβο. Έφτασε στο σημείο να εκμεταλλευθεί και προλήψεις, για να πείσει τους φαντασιόπληκτους χωρικούς. Άφησε έντεχνα να διαρρεύσουν φήμες, πως είχε προχωρήσει σε οιωνοσκοπία και βεβαιώθηκε για την καταστροφή του Δράμαλη. Μέσα σε 24 ώρες, ο ηγέτης της Επανάστασης ξεσήκωσε ολόκληρη την Πελοπόννησο και εμφύσησε στον λαό το πνεύμα της μέχρι θανάτου αντίστασης. Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση «πολεμούσε», εκδίδοντας προκηρύξεις. Σε αυτές, προσπαθούσε να μεταθέσει τις ευθύνες της επικείμενης καταστροφής στον Κολοκοτρώνη!
Ο τελευταίος βέβαια, φρόντισε να τη διαψεύσει, συντρίβοντας τους Τούρκους στα Δερβενάκια. Με τέτοιου είδους κυβερνήσεις πάντως, είναι απορίας άξιον πως ελευθερωθήκαμε.
Στις 23 Σεπτεμβρίου του 1821, οι επαναστατημένοι Έλληνες κατέλαβαν την Τριπολιτσά, προδιαγράφοντας το τέλος της τουρκικής κυριαρχίας στην Πελοπόννησο. Η άλωση της πόλης, αύξησε το κύρος και τη φήμη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και τον κατέστησε αδιαφιλονίκητο στρατιωτικό ηγέτη της Επανάστασης.
Προτάθηκε τότε η μετάβαση του Κολοκοτρώνη στην Αχαΐα, προς ανάληψη της πολιορκίας της Πάτρας. Ο Γέρος δέχθηκε με προθυμία. Όμως, οι προύχοντες της Αχαΐας αντέδρασαν, καθώς έβλεπαν ότι η τοπική τους επιρροή θα μειωνόταν επικίνδυνα, με την ανάληψη της αρχηγίας της πολιορκίας από έναν στρατηγό, που έφερε τις δάφνες της άλωσης της Τριπολιτσάς. Όταν μάλιστα πληροφορήθηκαν πως ο Κολοκοτρώνης άρχισε να στρατολογεί υπολογίσιμη δύναμη, ώστε να μεταβεί στην Αχαΐα, απείλησαν ότι θα κατέφευγαν στα όπλα, προκειμένου να εμποδίσουν την άφιξή του στην περιοχή. Τελικά, έπειτα από έντονες παρασκηνιακές διαβουλεύσεις και μπροστά στο καθόλου απίθανο ενδεχόμενο η Πάτρα να μεταβληθεί σε πεδίο μάχης μεταξύ των Ελλήνων, ο Κολοκοτρώνης ανακλήθηκε!
Τον Ιανουάριο του 1822, η νεοσύστατη κυβέρνηση Μαυροκορδάτου, αντιλαμβανόμενη τον τεράστιο κίνδυνο, ο οποίος απειλούσε την Επανάσταση, μετά την εξόντωση του Αλή πασά (οπότε τα σουλτανικά στρατεύματα θα επιχειρούσαν εισβολή στην Πελοπόννησο), διόρισε τον Κολοκοτρώνη αρχηγό της πολιορκίας της αχαϊκής πρωτεύουσας. Ο Γέρος του Μοριά άρχισε συστηματική πολιορκία της πόλης και αντιμετώπισε με επιτυχία πολλές επιθετικές ενέργειες των Τούρκων.
Όμως, οι κοτζαμπάσηδες και ορισμένοι κυβερνητικοί, όπως ο Κωλέττης, υπουργός Στρατιωτικών, δεν επιθυμούσαν να αποκτήσει περισσότερη δόξα με την κατάληψη της Πάτρας. Τον διέταξαν λοιπόν, να εκστρατεύσει στη δυτική Στερεά Ελλάδα. Αδιαφορούσαν για το αν οι 12.000 Τούρκοι της Πάτρας μπορούσαν να εκμεταλλευθούν την ανέλπιστη ευκαιρία και να επιτεθούν στη βορειοδυτική Πελοπόννησο. Αγανακτισμένος ο Κολοκοτρώνης, μετέβη στην Κόρινθο, για να συναντήσει τον Κωλέττη. Μπροστά στην επιμονή του για συνέχιση της πολιορκίας της Πάτρας, ο ραδιούργος πολιτικός υποχώρησε φαινομενικά. Ωστόσο, διέταξε κρυφά τους υπόλοιπους αρχηγούς της πολιορκίας να αποχωρήσουν!
Ενόσω οι Έλληνες παρέμεναν τυφλωμένοι από τη διχόνοια, ο Δράμαλης πασάς, επικεφαλής 30.000 εμπειροπόλεμων ανδρών, ξεκίνησε από τη Λάρισα (τέλη Ιουνίου), αποφασισμένος να καταπνίξει την Επανάσταση στον Μοριά… Πέρασε την Αλαμάνα χωρίς να παρενοχληθεί από κανέναν, εισέβαλε στη Βοιωτία, πυρπόλησε τη Θήβα, κατέλαβε τη Χαλκίδα, προήλασε στην Αττική και από τον Κιθαιρώνα πέρασε στα Μέγαρα και στις 6 Ιουλίου, εγκατέστησε το στρατόπεδό του στην Κόρινθο.
Λίγες ημέρες πριν, μια επιστολή του Οδυσσέα Ανδρούτσου, η οποία έφθασε στα χέρια της ελληνικής κυβέρνησης, προκάλεσε πανικό. Ο Στερεοελλαδίτης οπλαρχηγός έγραφε: «Σας στέλνω 30.000 Τούρκους να ομονοήσετε και κάμετέ τους ότι μπορέσετε…». Στις 6 Ιουλίου, η επιβεβαιωμένη είδηση πως ο Δράμαλης βρισκόταν στην Κόρινθο, παρέλυσε τους επαναστάτες. Οι κυβερνητικοί στρατιώτες, που ήταν συγκεντρωμένοι στο Αργος, σκορπίστηκαν, όταν πληροφορήθηκαν την εισβολή των Τούρκων. Επόμενη κίνηση του Δράμαλη ήταν να καταλάβει το φρούριο του Ακροκορίνθου, το οποίο εγκατέλειψε, χωρίς να ρίξει έναν πυροβολισμό, ο φρούραρχος Αχιλλέας Θεοδωρίδης.
Την ίδια στιγμή, ο πανικός στο ελληνικό στρατόπεδο αυξανόταν, από τις ανυπόστατες διαδόσεις. Η λαϊκή φαντασία είχε ανεβάσει τον αριθμό των Τούρκων στρατιωτών σε εκατοντάδες χιλιάδες. Όσο ο εχθρός πλησίαζε, τόσο μεγάλωνε το κύμα της αναρχίας και της φυγής. Η παντελής έλλειψη ψυχραιμίας, οι θρήνοι και οι σπαραγμοί, ήταν τα στοιχεία που κυριαρχούσαν. Τα κυβερνητικά στελέχη αναχώρησαν τη νύκτα της 5ης Ιουλίου, για τους Μύλους. Εκεί, κατέφυγαν σε δύο υδραίικα πλοία, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να αποπλεύσουν το ταχύτερο δυνατό.
Ο Γέρος του Μοριά παρέβλεψε τις εναντίον του ενέργειες και οργάνωσε την άμυνα. Ενθάρρυνε τη Γερουσία και τη διαβεβαίωσε ότι θα συγκέντρωνε στρατό, για να αντιμετωπίσει τον εχθρό. Συνέστησε να μη φύγει κανένας από την Τριπολιτσά, για να μη μεταδοθεί παντού ο πανικός. Εξέδωσε αυστηρότατες διαταγές για γενική επιστράτευση. Έτρεξε από σπίτι σε σπίτι, για να ενθαρρύνει και τους τελευταίους διστακτικούς. Μίλησε, επικαλούμενος κάθε συναίσθημα, τη φιλοδοξία, την αγάπη, την πίστη, τον φόβο. Έφτασε στο σημείο να εκμεταλλευθεί και προλήψεις, για να πείσει τους φαντασιόπληκτους χωρικούς. Άφησε έντεχνα να διαρρεύσουν φήμες, πως είχε προχωρήσει σε οιωνοσκοπία και βεβαιώθηκε για την καταστροφή του Δράμαλη. Μέσα σε 24 ώρες, ο ηγέτης της Επανάστασης ξεσήκωσε ολόκληρη την Πελοπόννησο και εμφύσησε στον λαό το πνεύμα της μέχρι θανάτου αντίστασης. Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση «πολεμούσε», εκδίδοντας προκηρύξεις. Σε αυτές, προσπαθούσε να μεταθέσει τις ευθύνες της επικείμενης καταστροφής στον Κολοκοτρώνη!
Ο τελευταίος βέβαια, φρόντισε να τη διαψεύσει, συντρίβοντας τους Τούρκους στα Δερβενάκια. Με τέτοιου είδους κυβερνήσεις πάντως, είναι απορίας άξιον πως ελευθερωθήκαμε.