O Πούτιν δεν «μέτρησε» καλά την Μέρκελ. Δεν περίμενε ότι θα αναλάβει ηγετικό ρόλο στην διαμόρφωση της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής θυσιάζοντας τις γερμανικές εξαγωγές. Έκανε λάθος. Και -το χειρότερο- έχασε την εμπιστοσύνη της.
O Πούτιν έζησε στην πρώην κομμουνιστική Δημοκρατία της Γερμανίας την δεκαετία του 10980 ως πράκτορας των μυστικών υπηρεσιών της σοβιετικής KGB. Υπερηφανεύεται ότι κατανοεί πολύ καλά την Γερμανία.
Όμως ο Ρώσος πρόεδρος δεν υπολόγισε καθόλου καλά τις διαθέσεις και την αποφασιστικότητα της Γερμανίδας Καγκελαρίου Μέρκελ, στην κρίση της Ουκρανίας. Η εμπειρία του προφανώς δεν είναι επίκαιρη.
Όταν τα 28 κράτη μέλη της ΕΕ συμφώνησαν να επιβάλλουν σκληρές κυρώσεις στην Ρωσία τον περασμένο μήνα, επειδή η Μόσχα υποστηρίζει τους ένοπλους αποσχιστές στον ουκρανικό εμφύλιο πόλεμο, το Κρεμλίνο σοκαρίστηκε με την απόφαση. Ο κ. Πούτιν περίμενε ότι η Καγκελάριος θα αντισταθεί σε οποιαδήποτε ανάληψη ισχυρής δράσης, που θα έπληττε σοβαρά τις γερμανικές εξαγωγές.
Έκανε λάθος. Το Βερολίνο ήταν εκείνο που καθοδήγησε το πακέτο κυρώσεων. Κεντρικό κομμάτι στην γερμανική πολιτική, που διαμορφώνουν η κα Μέρκελ και ο υπουργός Εξωτερικών Στανμάιερ ήταν η αποφασιστικότητα στην διατήρηση ενός ενιαίου ευρωπαϊκού μετώπου.
«Ο Πούτιν είναι καγκεμπίτης της παραδοσιακής σχολής. Κρατάει ανοιχτές ποικίλες επιλογές και προσπαθεί να διχάσει την ΕΕ και την Δύση μέσω διμερών συμφωνιών και κλαδικών συμβολαίων με επιχειρήσεις», σχολιάζει ο Andreas Schockenhoff, αντιπρόεδρος του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος της κας Μέρκελ στην γερμανική βουλή Bundestag.
«Η καγκελάριος δαπάνησε τεράστια ενέργεια και χρόνο για να πετύχει μια ενιαία ευρωπαϊκή στάση και να βάλει τις επιχειρήσεις στο παιχνίδι».
Ο κ. Πούτιν δεν είναι ο πρώτος ηγέτης που παρεξηγεί την Μέρκελ. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντ. Κάμερον έκανε το ίδιο όταν επιδίωξε να κερδίσει την υποστήριξή της για να μπλοκάρουν τον διορισμο του Λουξεμβούργιου Ζ. Κλ. Γιούνκερ στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αλλά ο κακός υπολογισμός του κ. Πούτιν μπορεί να έχει πολύ πιο σοβαρές επιπτώσεις.
Οι κινήσεις του στην Ουκρανία, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας τον Μάρτιο, αποξένωσαν την μοναδική ευρωπαϊκή ηγεσία που θα μπορούσε να βρει μια διπλωματική λύση. Έπεσε στον λάκκο, χωρίς στρατηγική εξόδου. Κι όμως, οι ενδείξεις από το Βερολίνο υπήρχαν επί μήνες. Από τότε που επέστρεψε ο κ. Πούτιν στην εξουσία ως πρόεδρος το 2012, η κα Μέρκελ έχει δείξει την δυσαρέσκειά της με την απολυταρχική και εθνικιστική τάση στο Κρεμλίνο. Ένοιωσε φρίκη με την ρωσική κατάληψη της Κριμαίας, όπου, διεθνώς συμφωνημένα σύνορα μεταβλήθηκαν μονομερώς.
Εντέλει έχασε την εμπιστοσύνη της στον κ. Πούτιν, σύμφωνα με ανώτατους αξιωματούχους, γιατί πίστευε ότι της είπε επανειλημμένα ψέματα (είχαν πάνω από 30 τηλεφωνικές επικοινωνίες) για την ανάμιξη της Ρωσίας και τις προθέσεις του έναντι των αποσχιστών. Η εμπιστοσύνη έχει μεγάλη σημασία για την Καγκελάριο.
Η κα Μέρκελ ανέλαβε την ηγεσία στο ζήτημα των ευρωπαϊκών κυρώσεων απρόθυμα. Το ένστικτό της να επιδιώξει μια ειρηνική λύση, την έκανε να εμφανίζεται στο Κίεβο, το Λονδίνο και την Ουάσιγκτον ως συμπαθούσα της Μόσχας. Είχε όμως εξ αρχής αποσαφηνίσει ότι η Ρωσία θα πρέπει ή να συμβιβαστεί ή να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις.
Η σκληρή στάση της καγκελαρίου μπροστά στην αδιαλλαξία του κ. Πούτιν δεν ήταν μεμονωμένο περιστατικό: Η ουκρανική κρίση επιτάχυνε μια αναπροσαρμογή στην γερμανική εξωτερική πολιτική που δρομολογείτο ήδη.
Μέχρι σήμερα, η Γερμανία ήταν ο κυρίαρχος παράγοντας στην ΕΕ όσον αφορά τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με την κρίση στην ευρωζώνη –δηλαδή τα ζητήματα οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής- αλλά ποτέ με την εξωτερική πολιτική. Αυτή, αφέθηκε στους παραδοσιακούς διεθνείς παίκτες, την Γαλλία και την Βρετανία.
Ο Christoph Bertram, βετεράνος αναλυτής της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφαλείας, θεωρεί ότι η κρίση στην ευρωζώνη και η «τρομερή αδυναμία των υπολοίπων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων» (είναι πολύ ευγενικός για να αναφέρει ανοιχτά το Λονδίνο και το Παρίσι), επιβεβαίωσαν την ανάγκη για έναν πιο επιθετικό γερμανικό ρόλο.
«Δεν έσπευσαν να τον αναλάβουν», εξηγεί. «Απρόθυμα βρέθηκαν σε αυτή την θέση». Μια χώρα που πάντα προτιμούσε να ακολουθεί και όχι να οδηγεί στην εξωτερική πολιτική υποχρεώθηκε ξαφνικά «να μπει στο πλοίο και ενίοτε να αναλάβει και το πηδάλιο».
Ο κ. Steinmeier έχει ζητήσει από τον κ. Bertram να τον βοηθήσει στην αναθεώρηση της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής. Η κίνηση αυτή ακολουθεί μια πολυσυζητημένη ομιλία του Joachim Gauck σε συνέδριο για την εθνική ασφάλεια στο Μόναχο τον Ιανουάριο, όπου ο Γερμανός πρόεδρος ζήτησε να επιδείξει η χώρα μεγαλύτερη υπευθυνότητα και διάθεση να κάνει περισσότερα «για να εγγυηθεί για την ασφάλεια που άλλοι παρείχαν επί δεκαετίες».
Τόσο ο Σοσιαλδημοκράτης κ. Steinmeier, όσο και η Ursula von der Leyen, υπουργός Αμύνης και κορυφαίο στέλεχος της Ένωσης Χριστιανοδημοκρατών της κας Μέρκελ, υποστηρίζουν την θέση του Προέδρου. Η Καγκελάριος όμως έχει μείνει σιωπηλή, όπως κάνει συνήθως. Γνωρίζει ότι οι ψηφοφόροι δεν συμπαθούν την πιο επιθετική εξωτερική πολιτική.
Και αυτό είναι αλήθεια. Έρευνα του ιδρύματος Körber τον Μάιο, έδειξε ότι μόνο το 37% των πολιτών θεωρούν ότι η Γερμανία θα πρέπει «να αναμιχθεί περισσότερο» στις διεθνείς κρίσεις, ενώ το 60% θέλουν να κρατηθεί χαμηλό προφίλ.
Οπωσδήποτε η Γερμανία δεν δείχνει να κανέναν ενθουσιασμό να «φορέσει την μπότα». Από αυτή την άποψη, ο κ. Πούτιν ορθώς θεωρεί ότι το Βερολίνο δεν είναι έτοιμο να παρέμβει στρατιωτικά στην Ουκρανία. Κάνει όμως λάθος αν νομίζει ότι δεν θα αντιδράσει καθόλου.
Ο κ. Πούτιν δεν «μέτρησε» καλά την κα Μέρκελ επειδή το ένστικτό της είναι να τηρεί στάση αναμονής. Είναι μια ορθολογίστρια που αναζητεί λύσεις στα προβλήματα και αποφεύγει τις ιδεολογίες. Αν και είναι μια έκφραση που δεν αρέσει στους περισσότερους Γερμανούς πολιτικούς, γνωρίζει ότι το «εθνικό συμφέρον» είναι κάτι το υπαρκτό.
Όσον αφορά την Ουκρανία, αυτό σημαίνει να σταθεί ενάντια στον μονομερή ανασχεδιασμό συμφωνημένων διεθνών συνόρων, ακόμη κι αν υποχρεωθεί να πληρώσει το οικονομικό τίμημα. Το θέμα είναι η ασφάλεια, καθώς και η ευμάρεια. Αφορά την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, την προάσπιση του νόμου και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δεν αφορά μόνο την προστασία των εξαγωγών.
*Ο αρθρογράφος είναι Mercator senior fellow στο Chatham House