Στην πολυτάραχη ιστορία του βυζαντινού κράτους είναι πολλές εκείνες οι μορφές, που εξάπτουν την περιέργεια του απλού αναγνώστη και κεντρίζουν το ενδιαφέρον των μελετητών με την αμφιλεγόμενη προσωπικότητά τους. Μια απ’ αυτές είναι η αυτοκράτειρα Θεοδώρα (503(;) – 547/48), σύζυγος του Ιουστινιανού Α’.
Η Θεοδώρα ξεκίνησε από πολύ χαμηλά, από τον ιππόδρομο του 6ου αιώνα, ένα περιβάλλον στο οποίο μόνιμη μέριμνα αποτελούσε η επιβίωση. Το πολύ χαμηλό βιοτικό επίπεδο όσων εργάζονταν σ’ αυτόν, ανάγκαζε τους ανθρώπους να ασχολούνται με ευκαιριακά επαγγέλματα και να κατοικούν σε τρώγλες. Η φθηνή ψυχαγωγία και διασκέδαση ήταν κομμάτι του υποκόσμου της Κωνσταντινούπολης.
Θεοδώρα η ηθοποιός
Η Θεοδώρα αναγκάστηκε από πολύ μικρή να εμφανιστεί στη σκηνή του θεάτρου ως ηθοποιός, γεγονός που καταδίκαζαν η Εκκλησία και η κοινωνία, αφού στο Βυζάντιο οι γυναίκες του θεάτρου έφεραν το στίγμα του εξευτελισμού και της ανηθικότητας. Μετά από πολλές περιπέτειες και ταξίδια, σε διάφορες περιοχές του ρωμαϊκού κράτους, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου γνώρισε τον Ιουστινιανό, ο οποίος την ερωτεύτηκε. Από εκεί και πέρα, ήταν θέμα χρόνου πλέον για τη Θεοδώρα να γίνει σύζυγός του και αυγούστα, μετά τη στέψη του Ιουστινιανού ως αυτοκράτορα.
Αυτή ακριβώς η εξελικτική της πορεία, από το θέατρο στον αυτοκρατορικό θρόνο, ίσως ενόχλησε και ενοχλούσε μέχρι τον θάνατό της τον ιστορικό Προκόπιο, από την Καισάρεια. Αυτός, καθώς αντιδρούσε με τον αυτοκράτορα και την πολιτική του, ωθήθηκε στο να γράψει κρυφά το βιβλίο «Απόκρυφη Ιστορία». Πρόκειται για ένα λιβελογράφημα, που στρέφεται τόσο εναντίον της Θεοδώρας, όσο και του Ιουστινιανού. Ο Προκόπιος προβάλλει ως σκοπό της συγγραφής αυτού του έργου την αποκάλυψη όλης της αλήθειας στις επόμενες γενεές. Το έργο, όμως, αποτελεί μάλλον μια συνειδητή προσπάθεια δυσφήμησης του αυτοκρατορικού ζεύγους.
Οι επικρίσεις πάντως στρέφονται κυρίως εναντίον της Θεοδώρας, της οποίας το παρελθόν πυροδοτεί σωρεία φανταστικών ή μη αφηγήσεων, που υποβαθμίζουν το πρόσωπό της και κατ’ επέκταση πλήττουν και το ήθος και το κύρος του Ιουστινιανού. Οι σχετικές αφηγήσεις, πάντως, για την «ηθική» της αυτοκράτειρας, χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερα «γαργαλιστικές» λεπτομέρειες.
Η κόρη του αρκουδιάρη
Η παρουσίαση αρχίζει από τη γέννησή της. Κατά τον συγγραφέα, ήταν κόρη κάποιου «αρκουδιάρη», που τον έλεγαν Ακάκιο. Γεννημένη στο περιβάλλον ενός τσίρκου, η Θεοδώρα δεν μπορούσε, παρά να ακολουθήσει μια προδιαγεγραμμένη πορεία. Πριν ακόμη ωριμάσει, εμφανίστηκε στη σκηνή ενός τσίρκου, γεγονός καταδικαστέο από την ηθική του Βυζαντίου, εφόσον οι «γυναίκες της σκηνής» ήταν πασίγνωστες για την ανηθικότητά τους. Εκτός από τις χυδαίες παραστάσεις τους, προσέφεραν στους άνδρες και «άλλου είδους» υπηρεσίες.
Ο Προκόπιος περιγράφει, με πολύ άσχημο τρόπο, ότι εφόσον η Θεοδώρα δεν είχε ακόμη ωριμάσει, επιδιδόταν σε ασέλγεια παρά φύσιν. Ωριμάζοντας, έγινε μια τυπική «παρακατιανή», κατά τον συγγραφέα, δηλαδή μια πόρνη, που προσέφερε τις υπηρεσίες της σε πεζούς στρατιώτες, ακόμη και σε δούλους. Αδίστακτη και «ξετσίπωτη», συνήθιζε να αλλάζει συχνά εραστές, με κόλπα του κρεβατιού όλο και πιο ασυνήθιστα: «Πουθενά στον κόσμο δεν γεννήθηκε κανείς παραδομένος σε κάθε είδους ηδονή, όσο αυτή». Ο Προκόπιος την παρουσιάζει, μάλιστα, να παραπονιέται ότι θα ήθελε να έχει περισσότερες… τρύπες, ώστε να ηδονίζεται πιο πολύ! Το αγαπημένο της νούμερο στο τσίρκο, κατά τον λιβελογράφο, ήταν να τοποθετεί κόκκους σιταριού στα απόκρυφά της σημεία, τα οποία τσιμπούσαν χήνες, προκειμένου να φάνε το σιτάρι.
Περιζήτητη πλέον στα συμπόσια, επιδιδόταν σε ολονύχτια όργια με όλους τους συνδαιτυμόνες. Όπως με περισσή υπερβολή αναφέρει ο συγγραφέας, μια φορά σε ένα συμπόσιο συνουσιάσθηκε με περισσότερους από 40 άνδρες. «Με τόση λαγνεία καμάρωνε για το κορμί της, ώστε φαινόταν ότι δεν έχει το αιδοίο της στη φυσική του θέση, όπως οι άλλες γυναίκες, αλλά ότι το έχει στο κούτελο». Ήταν πασίγνωστη για τον έκλυτο βίο και τη λαγνεία της και κάθε συνάντηση μαζί της είχε καταντήσει να θεωρείται το πλέον βρώμικο πράγμα. «Αλλά και εκείνοι που την πλησίαζαν, αμέσως αποκαλύπτονταν ότι δεν το συνήθιζαν να συνουσιάζονται κατά τους νόμους της φύσης.
Αργότερα, η Θεοδώρα έφυγε μαζί με κάποιον Εκηβόλο, που είχε αναλάβει τη διοίκηση της Πενταπόλεως (περιοχή με πέντε πόλεις στη Λιβύη), ο οποίος όμως την έδιωξε. Έτσι, η Θεοδώρα βρέθηκε να ασκεί ξανά το συνηθισμένο της επάγγελμα, πουλώντας άνομα το κορμί της. Αρχικά, πήγε στην Αλεξάνδρεια, έπειτα αφού περιπλανήθηκε σε όλη την Ανατολή, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, ασκώντας σε κάθε πόλη το επάγγελμά της. Μόλις όμως έφθασε εκεί, την ερωτεύτηκε ο Ιουστινιανός παράφορα, αιχμάλωτος ίσως από τα κόλπα της στο κρεβάτι. Στην αρχή την συναναστρεφόταν ως ερωμένη, μολονότι την είχε ανυψώσει στο αξίωμα της πατρικίας. Η Θεοδώρα, λοιπόν, κατάφερε αμέσως να αποκτήσει υπέρμετρη δύναμη και τεράστια πλούτη, «γιατί για τον άνθρωπο αυτόν -όπως συνήθως συμβαίνει με τους τρελά ερωτευμένους- το πιο γλυκό πράγμα στον κόσμο ήταν να κάνει όλα τα χατίρια της αγαπημένης του και να της προσφέρει όλα τα πλούτη του κόσμου. Όσο για το κράτος, καιγόταν σαν προσάναμμα για χάρη αυτού του έρωτα».
Ανεξάρτητα αν όλα τα παραπάνω είναι αλήθειά ή όχι, η Θεοδώρα έχει στιγματιστεί ανεξίτηλα στην ιστορία, ως η πόρνη που έγινε αυτοκράτειρα.
Η Θεοδώρα ξεκίνησε από πολύ χαμηλά, από τον ιππόδρομο του 6ου αιώνα, ένα περιβάλλον στο οποίο μόνιμη μέριμνα αποτελούσε η επιβίωση. Το πολύ χαμηλό βιοτικό επίπεδο όσων εργάζονταν σ’ αυτόν, ανάγκαζε τους ανθρώπους να ασχολούνται με ευκαιριακά επαγγέλματα και να κατοικούν σε τρώγλες. Η φθηνή ψυχαγωγία και διασκέδαση ήταν κομμάτι του υποκόσμου της Κωνσταντινούπολης.
Θεοδώρα η ηθοποιός
Η Θεοδώρα αναγκάστηκε από πολύ μικρή να εμφανιστεί στη σκηνή του θεάτρου ως ηθοποιός, γεγονός που καταδίκαζαν η Εκκλησία και η κοινωνία, αφού στο Βυζάντιο οι γυναίκες του θεάτρου έφεραν το στίγμα του εξευτελισμού και της ανηθικότητας. Μετά από πολλές περιπέτειες και ταξίδια, σε διάφορες περιοχές του ρωμαϊκού κράτους, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου γνώρισε τον Ιουστινιανό, ο οποίος την ερωτεύτηκε. Από εκεί και πέρα, ήταν θέμα χρόνου πλέον για τη Θεοδώρα να γίνει σύζυγός του και αυγούστα, μετά τη στέψη του Ιουστινιανού ως αυτοκράτορα.
Αυτή ακριβώς η εξελικτική της πορεία, από το θέατρο στον αυτοκρατορικό θρόνο, ίσως ενόχλησε και ενοχλούσε μέχρι τον θάνατό της τον ιστορικό Προκόπιο, από την Καισάρεια. Αυτός, καθώς αντιδρούσε με τον αυτοκράτορα και την πολιτική του, ωθήθηκε στο να γράψει κρυφά το βιβλίο «Απόκρυφη Ιστορία». Πρόκειται για ένα λιβελογράφημα, που στρέφεται τόσο εναντίον της Θεοδώρας, όσο και του Ιουστινιανού. Ο Προκόπιος προβάλλει ως σκοπό της συγγραφής αυτού του έργου την αποκάλυψη όλης της αλήθειας στις επόμενες γενεές. Το έργο, όμως, αποτελεί μάλλον μια συνειδητή προσπάθεια δυσφήμησης του αυτοκρατορικού ζεύγους.
Οι επικρίσεις πάντως στρέφονται κυρίως εναντίον της Θεοδώρας, της οποίας το παρελθόν πυροδοτεί σωρεία φανταστικών ή μη αφηγήσεων, που υποβαθμίζουν το πρόσωπό της και κατ’ επέκταση πλήττουν και το ήθος και το κύρος του Ιουστινιανού. Οι σχετικές αφηγήσεις, πάντως, για την «ηθική» της αυτοκράτειρας, χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερα «γαργαλιστικές» λεπτομέρειες.
Η κόρη του αρκουδιάρη
Η παρουσίαση αρχίζει από τη γέννησή της. Κατά τον συγγραφέα, ήταν κόρη κάποιου «αρκουδιάρη», που τον έλεγαν Ακάκιο. Γεννημένη στο περιβάλλον ενός τσίρκου, η Θεοδώρα δεν μπορούσε, παρά να ακολουθήσει μια προδιαγεγραμμένη πορεία. Πριν ακόμη ωριμάσει, εμφανίστηκε στη σκηνή ενός τσίρκου, γεγονός καταδικαστέο από την ηθική του Βυζαντίου, εφόσον οι «γυναίκες της σκηνής» ήταν πασίγνωστες για την ανηθικότητά τους. Εκτός από τις χυδαίες παραστάσεις τους, προσέφεραν στους άνδρες και «άλλου είδους» υπηρεσίες.
Ο Προκόπιος περιγράφει, με πολύ άσχημο τρόπο, ότι εφόσον η Θεοδώρα δεν είχε ακόμη ωριμάσει, επιδιδόταν σε ασέλγεια παρά φύσιν. Ωριμάζοντας, έγινε μια τυπική «παρακατιανή», κατά τον συγγραφέα, δηλαδή μια πόρνη, που προσέφερε τις υπηρεσίες της σε πεζούς στρατιώτες, ακόμη και σε δούλους. Αδίστακτη και «ξετσίπωτη», συνήθιζε να αλλάζει συχνά εραστές, με κόλπα του κρεβατιού όλο και πιο ασυνήθιστα: «Πουθενά στον κόσμο δεν γεννήθηκε κανείς παραδομένος σε κάθε είδους ηδονή, όσο αυτή». Ο Προκόπιος την παρουσιάζει, μάλιστα, να παραπονιέται ότι θα ήθελε να έχει περισσότερες… τρύπες, ώστε να ηδονίζεται πιο πολύ! Το αγαπημένο της νούμερο στο τσίρκο, κατά τον λιβελογράφο, ήταν να τοποθετεί κόκκους σιταριού στα απόκρυφά της σημεία, τα οποία τσιμπούσαν χήνες, προκειμένου να φάνε το σιτάρι.
Περιζήτητη πλέον στα συμπόσια, επιδιδόταν σε ολονύχτια όργια με όλους τους συνδαιτυμόνες. Όπως με περισσή υπερβολή αναφέρει ο συγγραφέας, μια φορά σε ένα συμπόσιο συνουσιάσθηκε με περισσότερους από 40 άνδρες. «Με τόση λαγνεία καμάρωνε για το κορμί της, ώστε φαινόταν ότι δεν έχει το αιδοίο της στη φυσική του θέση, όπως οι άλλες γυναίκες, αλλά ότι το έχει στο κούτελο». Ήταν πασίγνωστη για τον έκλυτο βίο και τη λαγνεία της και κάθε συνάντηση μαζί της είχε καταντήσει να θεωρείται το πλέον βρώμικο πράγμα. «Αλλά και εκείνοι που την πλησίαζαν, αμέσως αποκαλύπτονταν ότι δεν το συνήθιζαν να συνουσιάζονται κατά τους νόμους της φύσης.
Αργότερα, η Θεοδώρα έφυγε μαζί με κάποιον Εκηβόλο, που είχε αναλάβει τη διοίκηση της Πενταπόλεως (περιοχή με πέντε πόλεις στη Λιβύη), ο οποίος όμως την έδιωξε. Έτσι, η Θεοδώρα βρέθηκε να ασκεί ξανά το συνηθισμένο της επάγγελμα, πουλώντας άνομα το κορμί της. Αρχικά, πήγε στην Αλεξάνδρεια, έπειτα αφού περιπλανήθηκε σε όλη την Ανατολή, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, ασκώντας σε κάθε πόλη το επάγγελμά της. Μόλις όμως έφθασε εκεί, την ερωτεύτηκε ο Ιουστινιανός παράφορα, αιχμάλωτος ίσως από τα κόλπα της στο κρεβάτι. Στην αρχή την συναναστρεφόταν ως ερωμένη, μολονότι την είχε ανυψώσει στο αξίωμα της πατρικίας. Η Θεοδώρα, λοιπόν, κατάφερε αμέσως να αποκτήσει υπέρμετρη δύναμη και τεράστια πλούτη, «γιατί για τον άνθρωπο αυτόν -όπως συνήθως συμβαίνει με τους τρελά ερωτευμένους- το πιο γλυκό πράγμα στον κόσμο ήταν να κάνει όλα τα χατίρια της αγαπημένης του και να της προσφέρει όλα τα πλούτη του κόσμου. Όσο για το κράτος, καιγόταν σαν προσάναμμα για χάρη αυτού του έρωτα».
Ανεξάρτητα αν όλα τα παραπάνω είναι αλήθειά ή όχι, η Θεοδώρα έχει στιγματιστεί ανεξίτηλα στην ιστορία, ως η πόρνη που έγινε αυτοκράτειρα.
http://www.mixanitouxronou.gr