Αν και η πορεία της ελληνικής οικονομίας φαίνεται να είναι σε καλό σημείο, οι ανησυχίες για τα προβλήματα από την κάμψη στην αγορά ακινήτων, το ρωσικό εμπάργκο και η ουκρανική κρίση μπορεί να βάλουν φρένο στα σχέδια για ανάκαμψη, επισημαίνει η εφημερίδα Neue Zürcher Zeitung
«Στο δρόμο της βελτίωσης», είναι ο τίτλος άρθρου στην εφημερίδα Neue Zürcher Zeitung που αναφέρεται στις οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας για την τρέχουσα χρονιά. Όπως σημειώνει η εφημερίδα, «οικονομολόγοι και αναλυτές αναμένουν για το 2014 ελαφρά αύξηση του ΑΕΠ της τάξης του 0,6 έως 0,8%. Το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών όμως ήλπιζε σε ένα καλύτερο αποτέλεσμα (…) και για το σύνολο του έτους με τουλάχιστον 1%. Η υπέρβαση του συμπεφωνημένου με τους ευρωπαίους εταίρους στόχου του προγράμματος προσαρμογής, το οποίο προβλέπει μια μίνι ανάπτυξη του 0,6% για το 2014, είναι σημαντική για τους Έλληνες. Ενόψει της συζήτησης που αναμένεται να ξεκινήσει το φθινόπωρο για την περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους, η Αθήνα θέλει να πείσει τους εταίρους ότι δεν πρόκειται να προκύψει χρηματοδοτικό κενό τα επόμενα χρόνια και πως δεν θα χρειαστεί ένα –συνοδευόμενο από σκληρά μέτρα- τρίτο πακέτο στήριξης. Η κυβέρνηση εκτιμά ότι δεν υπάρχουν πολιτικά περιθώρια για την επιβολή νέων αυστηρών μέτρων».
Εντούτοις, όπως επισημαίνει η εφημερίδα, παρά την ραγδαία ανάπτυξη του τουριστικού κλάδου, πολλά συνηγορούν υπέρ του ότι οι ελπίδες για υπέρβαση αυτού του στόχου δεν θα εκπληρωθούν. Το άρθρο αναφέρεται στη συνεχιζόμενη κρίση της αγοράς ακινήτων, την οποία χαρακτηρίζει 'ατμομηχανή' της Ελλάδας στην εποχή προ κρίσης, στην ουκρανική κρίση και στις επιπτώσεις της στην ελληνική οικονομία, όπως τη μείωση του αριθμού των ρώσων επισκεπτών αλλά και το ρωσικό εμπάργκο στα ευρωπαϊκά αγροτικά προϊόντα.
«Ενθαρρυντικό είναι όμως», καταλήγει το άρθρο, «ότι η εξυγίανση των δημοσιονομικών παραμένει σε σταθερή τροχιά. Στο διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου και Ιουλίου το πρωτογενές πλεόνασμα ανήλθε στα 2,3 δις ευρώ, το οποίο ανταποκρίνεται στο 1,25% του ΑΕΠ, έναντι του αρχικού στόχου 800 εκατομμυρίων ευρώ».
«Με επιτόκια σαν της Ελλάδας θα κατέρρεε και η Γερμανία» λέει γερμανός οικονομολόγος
Πυρά κατά των οίκων αξιολόγησης εξαπολύει ο καθηγητής Οικονομικών Μάνφρεντ Γκέρτνερ, όπως μεταδίδει η Deutsche Welle. O διακεκριμένος οικονομολόγος υποστηρίζει μάλιστα ότι οι εταιρείες αξιολόγησης είναι συνυπεύθυνες για την παρ΄ολίγον χρεοκοπία χωρών της ευρωζώνης.
Πρόκειται, όπως σημειώνει η DW, για έναν «δημόσιο διαξιφισμό» με προϊστορία: το 2012 ο καθηγητής Γκέρτνερ και ο συνάδελφός του Μπιορν Γκρίσμπαχ δημοσίευσαν μία κοινή μελέτη, στην οποία κατηγορούν τους τρεις μεγαλύτερους οίκους αξιολόγησης (Standard & Poor's, Moody's, Fitch) για λανθασμένους χειρισμούς στην περίοδο της κρίσης, οι οποίοι επιτάχυναν την πορεία των υπερχρεωμένων χωρών της ευρωζώνης προς την οικονομική καταστροφή, γιατί, όπως υποστηρίζουν οι ερευνητές, τροφοδοτούσαν συνεχώς την ανασφάλεια των επενδυτών και τελικά προκάλεσαν έναν φαύλο κύκλο υποβαθμίσεων και ανόδου των επιτοκίων δανεισμού.
Oπως εξηγεί ο καθηγητής Γκέρτνερ «ο κίνδυνος έγκειται στο ότι μία γνωμοδότηση μπορεί να γίνει μία αυτό-εκπληρούμενη προφητεία. Η αδικαιολόγητη και λανθασμένη υποβάθμιση μίας χώρας μπορεί να υπονομεύσει σε τέτοιο βαθμό την εμπιστοσύνη των αγορών στην αξιοπιστία της, ώστε τα επιτόκια δανεισμού να φτάσουν στα επίπεδα εκείνα που θα δικαιολογούσαν την αδικαιολόγητη υποβάθμιση ή ακόμα και να τα ξεπεράσουν. Όλα αυτά μπορούν να οδηγήσουν ακόμα και μία οικονομικά εύρωστη χώρα στη χρεοκοπία».
Eσυραν οι οίκοι την Ελλάδα στο κούρεμα;
Ο καθηγητής Γκέρτνερ αναφέρει ως παράδειγμα αυτό-εκπληρούμενης προφητείας την περίπτωση της Γαλλίας, η οποία τον Νοέμβριο του 2011 υποβαθμίστηκε «κατά λάθος» από την Standard & Poor's με αποτέλεσμα τα επιτόκια δανεισμού για τα γαλλικά κρατικά ομόλογα να εκτοξευθούν στα υψηλότερα επίπεδα από την καθιέρωση του ευρώ. Οι ερευνητές του φημισμένου ελβετικού πανεπιστημίου δεν αμφισβητούν βέβαια ότι οι υπερχρεωμένες χώρες της ευρωζώνης παρουσίασαν σημαντική επιδείνωση στους οικονομικούς δείκτες στην περίοδο 2009-2012, η οποία θα δικαιολογούσε κάποια υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας από τους οίκους αξιολόγησης. Υποστηρίζουν ωστόσο ότι οι συνεχείς υποβαθμίσεις πήγαιναν πολύ πιο πέρα από ότι θα δικαιολογούσαν τα οικονομικά προβλήματα των χωρών αυτών.
Αλλά όταν υποβάλει στους οίκους αξιολόγησης το ερώτημα, μήπως έχουν γίνει λανθασμένοι χειρισμοί και μήπως οι οίκοι επιφυλάσσουν ιδιαιτέρως ευμενή μεταχείριση στις αγγλοσαξονικές χώρες, από τις οποίες και οι ίδιοι προέρχονται, τότε η απάντηση είναι ένα κοφτό «όχι, δεν κάνουμε κάτι τέτοιο» χωρίς περαιτέρω συζήτηση. «Το ερώτημα που θέσαμε ήταν το εξής: μήπως οι αδικαιολόγητες υποβαθμίσεις ανάγκασαν την Ελλάδα να συρθεί στο κούρεμα του χρέους; Αντί να λάβουμε συγκεκριμένη απάντηση στο ερώτημα αυτό, μας λένε όλο αυταρέσκεια ότι ουσιαστικά κατάφεραν να προβλέψουν το ελληνικό κούρεμα. Αυτό σημαίνει ότι μάλλον δεν έχουν καταλάβει ούτε το ερώτημά μας, αλλά ούτε και την ουσία του προβλήματος» τονίζει ο ελβετός ερευνητής.
«Και η Γερμανία θα κατέρρεε με τέτοια επιτόκια»
Η «εν δήμω» αντιπαράθεση συνεχίζεται, καθώς ο καθηγητής Γκέρτνερ έχει κατηγορήσει δημοσίως τον Μόριτς Κρέμερ, επικεφαλής του τμήματος Ευρώπης, Μ. Ανατολής και Αφρικής στην Standard & Poor's, ότι «ψεύδεται» και «δεν αντιλαμβάνεται στοιχειώδεις συσχετισμούς της οικονομίας».
Σε ερώτηση της Deutsche Welle, η Standard & Poor's δεν θέλησε να σχολιάσει τις σχετικές αιτιάσεις. Πάντως σε πρόσφατο άρθρο του στη γερμανική οικονομική επιθεώρηση Wirtschaftswoche, ο Μόριτς Κρέμερ απορρίπτει τις αιτιάσεις περί «αυτό-εκπληρούμενης προφητείας» και κατηγορεί τον Μάνφρεντ Γκέρτνερ ότι ουσιαστικά συγχέει τη σχέση αιτίας και αποτελέσματος.
Ωστόσο ο ερευνητής στο πανεπιστήμιο του Ζανκτ Γκάλεν επιμένει και παραθέτει μάλιστα ως παράδειγμα την περίπτωση της Ελλάδας: «Πολλοί επισημαίνουν ότι στην περίπτωση της Ελλάδας και της Ιρλανδίας θα ήταν δικαιολογημένη μία υποβάθμιση κατά μία ή δύο βαθμίδες. Αντί γι αυτό, οι χώρες αυτές κατρακύλησαν οκτώ, εννέα, έντεκα βαθμίδες. Αποτέλεσμα: επιτόκια δανεισμού, στα οποία ούτε καν η Γερμανία και η Ελβετία δεν θα μπορούσαν να ανταποκριθούν. Είναι βέβαιο ότι αν η Γερμανία είχε να αντιμετωπίσει επιτόκια δανεισμού γύρω στο 23-25% θα πήγαινε για κούρεμα χρέους» δηλώνει ο καθηγητής Γκέρτνερ.