Βέβαιη για τη σύληση του τάφου στο λόγο Καστά, είναι η επίτιμη διευθύντρια Αρχαιοτήτων, Κατερίνα Ρωμιοπούλου, τονίζοντας χαρακτηριστικά: «Έχουν βγάλει τόσα χώματα έξω από τον τάφο, κιβώτια ολόκληρα, τα οποία ξέρω καλά ότι τα κοσκινίζουν. Τίποτα δεν βρήκαν, κάποιες ενδείξεις; Γιατί δεν μας λένε; Δεν βρήκαν ούτε καρφιά; Τα καρφιά είναι πραγματικό στοιχείο. Όταν βρίσκεις καρφιά, και μάλιστα μεγάλα, αμέσως λες “έχουμε ξύλινο φορείο”».
Προτού ο νεκρός παραδοθεί στην πυρά τον εναπόθεταν σε ξύλινη κλίνη ή φορείο όπου επάνω υπήρχε ένα στρώμα πουπουλένιο ντυμένο με πολύτιμα υφάσματα, υφασμένα στον αργαλειό. Ο νεκρός ήταν στολισμένος με χρυσοΰφαντα υφάσματα.
«Η τελετουργία της καύσεως λάμβανε χώρα ή κοντά στον τάφο ή επάνω στον τάφο, στην οροφή του, όπως τη βρήκαν στη Βεργίνα, ή κάπου πίσω από τον τάφο, όπως τη βρήκα εγώ στα Λευκάδια, ή μπορεί ακόμα πιο μακριά από τον τάφο», αναφέρει η Κ. Ρωμιοπούλου.
Στην πυρά εναπόθεταν την κλίνη με το νεκρό και τα κτερίσματα, δηλαδή κοσμήματα, αγγεία και άλλα αντικείμενα, ό,τι θεωρούσαν πολύτιμο, διότι υποτίθεται ότι διά της καύσεως συνόδευαν το νεκρό στη μετέπειτα ζωή του.
Τα υπολείμματα της καύσεως, τις στάχτες και τα κόκαλα του νεκρού, το μισοκαμένο χρυσό στεφάνι -με τα δεδομένα που έχουμε ως τώρα πολλά στεφάνια είναι στραβωμένα γιατί έχουν υποστεί την πυρά- τα τύλιγαν σε ένα πολύτιμο ύφασμα και τα τοποθετούσαν σε λάρνακα.
Ήταν ένα χρυσό κουτί, είτε ασημένιο αγγείο είτε μπρούντζινο, γιατί -μην ξεχνάμε- ήταν και τα μπρούντζινα σπουδαία αγγεία. Μπορεί σήμερα να τα βρίσκουμε σκουριασμένα και πράσινα, αλλά όταν τα έφτιαχναν άστραφταν σαν χρυσά. Στη συνέχεια τοποθετούσαν τη λάρνακα στον τάφο, ποτέ πάνω στο έδαφος, αλλά μέσα σε ένα πέτρινο αγγείο.
Μερικές φορές έχτιζαν στον τάφο και έναν πάγκο όπου τοποθετούσαν ορισμένα αγγεία. Στις άκρες της πυράς ορισμένα αντικείμενα έμεναν πιο ζωντανά. Επίσης όταν μιλάμε για σπουδαία πρόσωπα οι κλίνες τις περισσότερες φορές δεν ήταν απλές αλλά “ντυμένες” με ελεφαντοστό και μπρούντζινες διακοσμήσεις".
Αυτά τα στοιχεία κάνουν την κ. Ρωμιοπούλου σίγουρη ότι ο τάφος έχει συληθεί και όπως τονίζει στον Τύπο της Κυριακής συλημένος βρέθηκε και ο μακεδονικός τάφος που ανέσκαψε η ίδια στη ρίζα του λόφου Καστά, στις αρχές της δεκαετίας του 1960.
«Από πού μπαίνουν οι κλέφτες; Από την κορυφή. Άνοιξαν μια, δυο, τρεις τρύπες. Και βεβαίως όταν έφυγαν εισχώρησε το χώμα. Δεν δέχομαι την ερμηνεία πως το χώμα λειτουργεί ως στατικό στοιχείο. Το χώμα φαίνεται σαν κώνος στη μέση, δεν στηρίζει τους τοίχους. Η αρχαιοκαπηλία έπρεπε να σταματήσει και θα σταματούσε μόνο αν γίνονταν συστηματικές ανασκαφές. Η περιοχή εκατέρωθεν του Στρυμόνα πάντα αποτελούσε πεδίο για τη δράση αρχαιοκαπήλων και τυμβωρύχων», λέει η Κ. Ρωμιοπούλου.
Αναφερόμενη στη μοναδικότητα του μνημείου περιγράφει ορισμένα χαρακτηριστικά στοιχεία:
«Αυτές οι ιδέες δεν βγαίνουν μόνο από το κεφάλι των τεχνιτών που παίρνουν λεφτά για να τις υλοποιήσουν. Βγαίνουν και από τα κεφάλια της πελατείας που επιθυμεί να γίνουν έτσι. Αν ο πελάτης ήταν ένας της αριστοκρατίας, που είχε λεφτά, μπορούσε να ζητήσει “και του πουλιού το γάλα”.
Ένας καλός τεχνίτης θα ικανοποιούσε την επιθυμία του». Η ανασκαφέας το χρονολογεί στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αιώνα, ανάμεσα στο 325 με 300 π.Χ. «Είμαι κατάπληκτη με την ιδέα να τις τοποθετήσουν εκεί», λέει η Κ. Ρωμιοπούλου για τις Καρυάτιδες που προκαλούν δέος με την ομορφιά τους. «Η ρωμαϊκή τέχνη έχει μια ψυχρότητα, μια καλλιγραφία, μια αντιγραφή ευσυνείδητη αλλά χωρίς ψυχή. Αυτά είναι αντίγραφα αλλά έχουν σάρκα και ψυχή. Τα χρονολογώ στα μέσα του 3ου αιώνα, χρονικά έως το 250 π.Χ.».
Οι Καρυάτιδες της Αμφίπολης μας δείχνουν και τα άκρα των ποδιών τους, τα οποία είναι ιδιαιτέρως λεπτοδουλεμένα. Κάτι που δεν βλέπουμε στις κόρες του Ερεχθείου. "Δείτε και τις κοπέλες των Δελφών, από το θησαυρό των Σιφνίων", μας προτρέπει η Κ. Ρωμιοπούλου. "Αυτές αποτελούν το αρχικό πρότυπο. Το θέμα δεν έγινε για πρώτη φορά τον 5ο αιώνα π.Χ., ξεκίνησε από τον 6ο αιώνα π.Χ.", συμπληρώνει.
Με βαθιές γνώσεις στη μακεδονική τέχνη και σημαντικό ανασκαφικό έργο στη Μακεδονία, δηλώνει και η ίδια εντυπωσιασμένη από τη διάρθρωση του εσωτερικού χώρου στο μνημείο. Το παρομοιάζει με "βαγόνι" και "τούνελ" διακοπτόμενο από χώρους. Χαρακτηρίζει μοναδικά τα ανοίγματα που έχουν αποκαλυφθεί μέχρι σήμερα, πρώτα με τις Σφίγγες και ακολούθως με τις Καρυάτιδες.
"Συνήθως έχουμε μαρμάρινες πόρτες που κλείνουν τον προθάλαμο", επισημαίνει στην εφημερίδα.
Μέχρι σήμερα στην Αμφίπολη δεν έχουν εντοπιστεί πόρτες. Τα θυρώματα είναι ανοιχτά, γεγονός που πυροδοτεί πολλές συζητήσεις στους κόλπους της αρχαιολογικής κοινότητας. Ορισμένοι κάνουν λόγο για πολυάνδριο, για ένα μνημείο που στην εποχή του ήταν επισκέψιμο.
Η Κ. Ρωμιοπούλου επικεντρώνει τη σκέψη της στην ιδέα που ενέπνευσε τους δημιουργούς του μνημείου. "Επιθυμούσαν να τα αφήσουν ανοικτά για να τοποθετήσουν εκατέρωθεν τα γλυπτά. Η ιδέα ήταν ότι περνάς από τη μια πύλη στην άλλη. Όλα αυτά τα δημιούργησαν άριστοι τεχνίτες.
Οι τάφοι δεν χτίζονταν από έναν άνθρωπο. Περιοδεύοντα συνεργεία ήταν, που είχαν τον πρωτοκλασάτο μάστορα, το δευτεροκλασάτο και ακολουθούσε η “ουρά” των σκλάβων… Κάπως έτσι χτίστηκε κι αυτό το μνημείο», λέει. Σημειώνει, επίσης, πως «αν διαπιστωθεί πολλαπλή χρήση, ότι ο τάφος δηλαδή χρησιμοποιήθηκε σε διάφορες εποχές, τότε και τα πράγματα που θα βγουν από μέσα θα έχουν διαφορετικές χρονολογήσεις".
Η εσωτερική διάρθρωση του μνημείου -"γιατί το έκαναν τόσο βαθύ, τι έβαλαν μέσα, όλα αυτά θα τα δείξει η ανασκαφή γιατί ο τάφος δεν έχει ανοίξει ακόμα"- μαζί με τη γλυπτική διακόσμησή του, που είναι πρωτόγνωρη για μακεδονικό τάφο, συνιστούν τη μοναδικότητα του ευρήματος της Αμφίπολης, σύμφωνα με την επίτιμη διευθύντρια Αρχαιοτήτων. Η αποκάλυψη ενός ακόμη θυρώματος που οδηγεί σε έναν τέταρτο θάλαμο, ο οποίος βρίσκεται σε βαθύτερο επίπεδο από τους άλλους τρεις, περιπλέκει ακόμη περισσότερο την κατάσταση. "Μέχρι τον τρίτο θάλαμο λέω ότι τα πράγματα φαίνονται λογικά", σημειώνει η Κ. Ρωμιοπούλου.
Πηγή: Τύπος της Κυριακής
Προτού ο νεκρός παραδοθεί στην πυρά τον εναπόθεταν σε ξύλινη κλίνη ή φορείο όπου επάνω υπήρχε ένα στρώμα πουπουλένιο ντυμένο με πολύτιμα υφάσματα, υφασμένα στον αργαλειό. Ο νεκρός ήταν στολισμένος με χρυσοΰφαντα υφάσματα.
«Η τελετουργία της καύσεως λάμβανε χώρα ή κοντά στον τάφο ή επάνω στον τάφο, στην οροφή του, όπως τη βρήκαν στη Βεργίνα, ή κάπου πίσω από τον τάφο, όπως τη βρήκα εγώ στα Λευκάδια, ή μπορεί ακόμα πιο μακριά από τον τάφο», αναφέρει η Κ. Ρωμιοπούλου.
Στην πυρά εναπόθεταν την κλίνη με το νεκρό και τα κτερίσματα, δηλαδή κοσμήματα, αγγεία και άλλα αντικείμενα, ό,τι θεωρούσαν πολύτιμο, διότι υποτίθεται ότι διά της καύσεως συνόδευαν το νεκρό στη μετέπειτα ζωή του.
Τα υπολείμματα της καύσεως, τις στάχτες και τα κόκαλα του νεκρού, το μισοκαμένο χρυσό στεφάνι -με τα δεδομένα που έχουμε ως τώρα πολλά στεφάνια είναι στραβωμένα γιατί έχουν υποστεί την πυρά- τα τύλιγαν σε ένα πολύτιμο ύφασμα και τα τοποθετούσαν σε λάρνακα.
Ήταν ένα χρυσό κουτί, είτε ασημένιο αγγείο είτε μπρούντζινο, γιατί -μην ξεχνάμε- ήταν και τα μπρούντζινα σπουδαία αγγεία. Μπορεί σήμερα να τα βρίσκουμε σκουριασμένα και πράσινα, αλλά όταν τα έφτιαχναν άστραφταν σαν χρυσά. Στη συνέχεια τοποθετούσαν τη λάρνακα στον τάφο, ποτέ πάνω στο έδαφος, αλλά μέσα σε ένα πέτρινο αγγείο.
Μερικές φορές έχτιζαν στον τάφο και έναν πάγκο όπου τοποθετούσαν ορισμένα αγγεία. Στις άκρες της πυράς ορισμένα αντικείμενα έμεναν πιο ζωντανά. Επίσης όταν μιλάμε για σπουδαία πρόσωπα οι κλίνες τις περισσότερες φορές δεν ήταν απλές αλλά “ντυμένες” με ελεφαντοστό και μπρούντζινες διακοσμήσεις".
Αυτά τα στοιχεία κάνουν την κ. Ρωμιοπούλου σίγουρη ότι ο τάφος έχει συληθεί και όπως τονίζει στον Τύπο της Κυριακής συλημένος βρέθηκε και ο μακεδονικός τάφος που ανέσκαψε η ίδια στη ρίζα του λόφου Καστά, στις αρχές της δεκαετίας του 1960.
«Από πού μπαίνουν οι κλέφτες; Από την κορυφή. Άνοιξαν μια, δυο, τρεις τρύπες. Και βεβαίως όταν έφυγαν εισχώρησε το χώμα. Δεν δέχομαι την ερμηνεία πως το χώμα λειτουργεί ως στατικό στοιχείο. Το χώμα φαίνεται σαν κώνος στη μέση, δεν στηρίζει τους τοίχους. Η αρχαιοκαπηλία έπρεπε να σταματήσει και θα σταματούσε μόνο αν γίνονταν συστηματικές ανασκαφές. Η περιοχή εκατέρωθεν του Στρυμόνα πάντα αποτελούσε πεδίο για τη δράση αρχαιοκαπήλων και τυμβωρύχων», λέει η Κ. Ρωμιοπούλου.
Αναφερόμενη στη μοναδικότητα του μνημείου περιγράφει ορισμένα χαρακτηριστικά στοιχεία:
«Αυτές οι ιδέες δεν βγαίνουν μόνο από το κεφάλι των τεχνιτών που παίρνουν λεφτά για να τις υλοποιήσουν. Βγαίνουν και από τα κεφάλια της πελατείας που επιθυμεί να γίνουν έτσι. Αν ο πελάτης ήταν ένας της αριστοκρατίας, που είχε λεφτά, μπορούσε να ζητήσει “και του πουλιού το γάλα”.
Ένας καλός τεχνίτης θα ικανοποιούσε την επιθυμία του». Η ανασκαφέας το χρονολογεί στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αιώνα, ανάμεσα στο 325 με 300 π.Χ. «Είμαι κατάπληκτη με την ιδέα να τις τοποθετήσουν εκεί», λέει η Κ. Ρωμιοπούλου για τις Καρυάτιδες που προκαλούν δέος με την ομορφιά τους. «Η ρωμαϊκή τέχνη έχει μια ψυχρότητα, μια καλλιγραφία, μια αντιγραφή ευσυνείδητη αλλά χωρίς ψυχή. Αυτά είναι αντίγραφα αλλά έχουν σάρκα και ψυχή. Τα χρονολογώ στα μέσα του 3ου αιώνα, χρονικά έως το 250 π.Χ.».
Οι Καρυάτιδες της Αμφίπολης μας δείχνουν και τα άκρα των ποδιών τους, τα οποία είναι ιδιαιτέρως λεπτοδουλεμένα. Κάτι που δεν βλέπουμε στις κόρες του Ερεχθείου. "Δείτε και τις κοπέλες των Δελφών, από το θησαυρό των Σιφνίων", μας προτρέπει η Κ. Ρωμιοπούλου. "Αυτές αποτελούν το αρχικό πρότυπο. Το θέμα δεν έγινε για πρώτη φορά τον 5ο αιώνα π.Χ., ξεκίνησε από τον 6ο αιώνα π.Χ.", συμπληρώνει.
Με βαθιές γνώσεις στη μακεδονική τέχνη και σημαντικό ανασκαφικό έργο στη Μακεδονία, δηλώνει και η ίδια εντυπωσιασμένη από τη διάρθρωση του εσωτερικού χώρου στο μνημείο. Το παρομοιάζει με "βαγόνι" και "τούνελ" διακοπτόμενο από χώρους. Χαρακτηρίζει μοναδικά τα ανοίγματα που έχουν αποκαλυφθεί μέχρι σήμερα, πρώτα με τις Σφίγγες και ακολούθως με τις Καρυάτιδες.
"Συνήθως έχουμε μαρμάρινες πόρτες που κλείνουν τον προθάλαμο", επισημαίνει στην εφημερίδα.
Μέχρι σήμερα στην Αμφίπολη δεν έχουν εντοπιστεί πόρτες. Τα θυρώματα είναι ανοιχτά, γεγονός που πυροδοτεί πολλές συζητήσεις στους κόλπους της αρχαιολογικής κοινότητας. Ορισμένοι κάνουν λόγο για πολυάνδριο, για ένα μνημείο που στην εποχή του ήταν επισκέψιμο.
Η Κ. Ρωμιοπούλου επικεντρώνει τη σκέψη της στην ιδέα που ενέπνευσε τους δημιουργούς του μνημείου. "Επιθυμούσαν να τα αφήσουν ανοικτά για να τοποθετήσουν εκατέρωθεν τα γλυπτά. Η ιδέα ήταν ότι περνάς από τη μια πύλη στην άλλη. Όλα αυτά τα δημιούργησαν άριστοι τεχνίτες.
Οι τάφοι δεν χτίζονταν από έναν άνθρωπο. Περιοδεύοντα συνεργεία ήταν, που είχαν τον πρωτοκλασάτο μάστορα, το δευτεροκλασάτο και ακολουθούσε η “ουρά” των σκλάβων… Κάπως έτσι χτίστηκε κι αυτό το μνημείο», λέει. Σημειώνει, επίσης, πως «αν διαπιστωθεί πολλαπλή χρήση, ότι ο τάφος δηλαδή χρησιμοποιήθηκε σε διάφορες εποχές, τότε και τα πράγματα που θα βγουν από μέσα θα έχουν διαφορετικές χρονολογήσεις".
Η εσωτερική διάρθρωση του μνημείου -"γιατί το έκαναν τόσο βαθύ, τι έβαλαν μέσα, όλα αυτά θα τα δείξει η ανασκαφή γιατί ο τάφος δεν έχει ανοίξει ακόμα"- μαζί με τη γλυπτική διακόσμησή του, που είναι πρωτόγνωρη για μακεδονικό τάφο, συνιστούν τη μοναδικότητα του ευρήματος της Αμφίπολης, σύμφωνα με την επίτιμη διευθύντρια Αρχαιοτήτων. Η αποκάλυψη ενός ακόμη θυρώματος που οδηγεί σε έναν τέταρτο θάλαμο, ο οποίος βρίσκεται σε βαθύτερο επίπεδο από τους άλλους τρεις, περιπλέκει ακόμη περισσότερο την κατάσταση. "Μέχρι τον τρίτο θάλαμο λέω ότι τα πράγματα φαίνονται λογικά", σημειώνει η Κ. Ρωμιοπούλου.
Πηγή: Τύπος της Κυριακής