ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ
Αναφέρομαι στον «ένοικο του τάφου». (Αλλη υπέροχη συμβολή της δημοσιογραφίας στο ξεχαρβάλωμα της γλώσσας, αλλά δεν είναι της ώρας...) Αν μέσα στον τάφο, θέλω να πω, βρίσκονται τα απομεινάρια της φυσικής παρουσίας του ιστορικού εκείνου προσώπου το οποίο στη ζώσα ιδεολογία του Υπαρκτού Ελληνισμού έχει περάσει ως «Μεγαλέξαντρος», τι θα σημαίνει αυτό; Θα είναι καλό ή κακό για εμάς;
Απαντώ αμέσως, ώστε να αποφασίσετε αν αξίζει να συνεχίσετε την ανάγνωση παρακάτω: θα είναι το χειρότερο που θα μπορούσε να μας συμβεί, διότι θα εκθρέψει τις φαντασιώσεις που ως έθνος έχουμε πληρώσει πανάκριβα και θα μας απομακρύνει από τον ρεαλισμό και την κατανόηση της σημασίας του ευρήματος στον λόφο με το κάπως αστείο όνομα στην αρχαία Αμφίπολη.
Φανταστείτε ότι αποκαλύπτεται σε ένα έκθαμβο διεθνές ακροατήριο (τεραστίων διαστάσεων μάλιστα, καθώς, εξαιτίας του Χόλιγουντ, ο Αλέξανδρος είναι γνωστός ώς και στους ράπερ...) ότι η «τελευταία κατοικία» (εξ ου και «ο ένοικος του τάφου», φαντάζομαι...) του μεγαλύτερου και θρυλικότερου κατακτητή του αρχαίου κόσμου, ίσως του μεγαλύτερου «ιστορικού ανδρός» (με την έννοια που έδιναν οι παλαιοί ιστορικοί στον όρο) είναι εδώ. Κι όχι απλώς εδώ, στην ίδια χώρα με τον Παρθενώνα, τη Μύκονο και άλλα σπουδαία μνημεία-σταθμούς της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά και στην περιοχή της οποίας την ελληνικότητα αμφισβητούν οι ακατονόμαστοι γείτονες στα βόρεια: οι «Ρομασκοπιανοί»! (Αν μου επιτρέπεται να ταιριάξω τον παραδοσιακό όρο στα μέτρα της τρέχουσας πολιτικής ορθότητος...)
Η ανακάλυψη θα ερέθιζε ό,τι μας εμποδίζει περισσότερο να προοδεύσουμε ως χώρα: το κόμπλεξ της ιστορικά «αριστοκρατικής» καταγωγής μας, που το περιφέρουμε με τη χαρακτηριστική ευθιξία μας. Το παράπονο που προκαλείται όταν η αυτεπίγνωση που έχουμε για την ιστορική αξία μας έρχεται σε σύγκρουση με τη σχετική ασημαντότητά μας στον σύγχρονο κόσμο. Μεσοπρόθεσμα, η ανακάλυψη θα μας έκανε να νιώσουμε ακόμη πιο σπουδαίοι ως ιστορικοί κληρονόμοι και, συγχρόνως, ακόμη πιο παρακατιανοί σήμερα. Ας αφήσουμε την έξαρση της γελοιότητας που θα μας περίμενε ― φαντασθείτε, π.χ., τον Ανθιμο να απαιτεί να τελέσει αρχιερατικό τρισάγιο στον τάφο και να μην μπορεί κανείς να τον συγκρατήσει... Σε τελευταία ανάλυση, όμως, παρόμοιες εκδηλώσεις θα είναι το ευπρόσδεκτο ψυχαγωγικό κομμάτι των συνεπειών της ανακάλυψης. Παραλείπω, επίσης, τις απρόβλεπτες επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει στην ισορροπία ατόμων με ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία και οξυμένη εθνική ευαισθησία (Στ. Παπαθεμελής, Γ. Ιωαννίδης κ.ά.). Επί της ουσίας, όμως, θα ήταν ως εάν οι Σαουδάραβες έβρισκαν ακόμη ένα πετρελαϊκό κοίτασμα, που θα τους έκανε να νιώσουν ότι έχουν τον γάιδαρό τους δεμένο για ακόμη καμιά εικοσαριά χρόνια.
Μικρή παρέκβαση. Δεν είναι τυχαίο ότι, ειδικά στην Ελλάδα, ο τύπος του Σαουδάραβα πρίγκιπα των πετρελαίων έχει θέση υψηλού προτύπου στη λαϊκή φαντασία. (Η ανεπανάληπτη φάρσα με τον Τσάκα, τον σεΐχη και τον Παναθηναϊκό παιζόταν μέχρι προ δύο ετών, θυμίζω...) Τέτοιες προτιμήσεις, στις οποίες ρέπουμε και σπανίως μπορούμε να τις ελέγξουμε, είναι υπόμνηση της πολιτισμικής διχοστασίας μας: διεκδικούμε την αναγνώριση, τον σεβασμό και διάφορα άλλα προνόμια (π.χ. χαμηλά επιτόκια για κρατικό δανεισμό, ει δυνατόν μάλιστα καθόλου επιτόκια...) ως λίκνο του δυτικού πολιτισμού, όμως ονειρευόμαστε τους εαυτούς μας Σαουδάραβες. Να είμαστε εξασφαλισμένοι και να έχουμε όλους (ή περίπου όλους) τους άλλους γραμμένους κανονικά. Αυτό είναι το Greek dream.
Δέχομαι, ωστόσο, ότι υπάρχει η άλλη πλευρά σε όλα αυτά. Τα έσοδα από τον τουρισμό θα είναι το μικρότερο από τα οφέλη. Το σημαντικότερο θα μπορούσε να ήταν μια ώθηση στην Αρχαιολογία και τις Κλασικές Σπουδές. Μόνο και μόνο το κτίσμα που έφερε στο φως του ήλιου η ανασκαφή θα γινόταν ολόκληρο κεφάλαιο έρευνας για τα επόμενα χρόνια στην Αρχαιολογία. Αν είχαμε δε μια σταθερή κυβέρνηση με ρεαλιστική πολιτική, θα μπορούσε να αξιοποιήσει το κύμα του διεθνούς ενδιαφέροντος, ώστε να αναβαθμισθεί η χώρα ως διεθνές κέντρο αρχαιολογικών σπουδών. (Υπάρχουν, άλλωστε, οι υποδομές για κάτι τέτοιο: οι ξένες αρχαιολογικές σχολές, κατ’ αρχάς, που λειτουργούν στη χώρα με μακροχρόνια και γόνιμη παρουσία.) Γιατί να στερηθούμε αυτές τις ευκαιρίες, επειδή θα ανεβούν στα κάγκελα οι ψεκασμένοι και θα ωρύονται;
Απάντηση σίγουρη δεν έχω. Αλλά μας έχω δει, στη μέχρι τώρα ζωή μου, να σπαταλάμε δύο μοναδικές ευκαιρίες. Πρώτα, την ένταξή μας στην Ευρώπη από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, αντιλαμβανόμενοι τη συμμετοχή μας ως πρόσβαση σε έναν λογαριασμό για κατανάλωση. Θυμηθείτε, δε, ότι επιλέξαμε να χαραμίσουμε τις δυνατότητες της ένταξης την περίοδο την οποία θεωρούμε ως «την καλύτερη» για τη Δημοκρατία μας, στη σύντομη σύγχρονη ιστορία μας ως κράτους. Επειτα, ήταν η ευκαιρία με τους Ολυμπιακούς της Αθήνας. Αντί να αξιοποιήσουμε ως επένδυση για το μέλλον την κολοσσιαία δαπάνη πόρων, εμείς οργανώσαμε το σούπερ πάρτι των ονείρων μας, νομίζοντας οι αθώοι ότι έτσι εντασσόμαστε κι εμείς στους «μουράτους» του κλαμπ των πλουσίων. Ακόμη αισθανόμαστε ικανοποίηση, είμαι βέβαιος, όποτε θυμόμαστε την εξαιρετική δουλειά του Δημήτρη Παπαϊωάννου στην τελετή έναρξης των Αγώνων. Αλλά δεν μας χαλάει καθόλου να βλέπουμε τα κουφάρια των ολυμπιακών έργων να σαπίζουν αναξιοποίητα.
Εν πάση περιπτώσει, όλα τα παραπάνω είναι ακόμη κάπως ρευστά μέσα μου και αύριο μπορεί να βλέπω τα πράγματα λιγάκι διαφορετικά. Το μόνο για το οποίο δηλώνω 100% βέβαιος είναι πόσο τυχερός ήταν ο αείμνηστος Μανόλης Ανδρόνικος, που έκανε την ανακάλυψή του σε μια εποχή την οποία δεν μάστιζαν η φρενίτιδα του τηλεοπτικού ανταγωνισμού, το Διαδίκτυο που συνδέει κάθε άσχετο και σχετικό και, βεβαίως, τα κοινωνικά δίκτυα...