Συνεχίζοντας την προσωποποίηση της πολιτικής ο Μπάρμπερ σημειώνει πως οι δύο δρόμοι του ΣΥΡΙΖΑ είναι ο Τσάβες ή ο Λούλα. Είτε δηλαδή θα ακολουθήσει τη ριζοσπαστική εκδοχή της Βενεζουέλας ή την μεταρρυθμιστική πλευρά της Βραζιλίας. Στο μεταξύ η σύγκριση με τον Ανδρέα Παπανδρέου στέκει στον πυρήνα του προβληματισμού του.
Γράφει χαρακτηριστικά: «Ένα αριστερό κόμμα καταγράφει μία σαρωτική νίκη στην Ελλάδα, γεμίζοντας ανησυχία τους Ευρωπαίους συμμάχους. Ο ηγέτης του δηλώνει ότι οι Έλληνες έχουν να διαλέξουν «ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, ανάμεσα στην πρόοδο και την οπισθοδρόμηση, ανάμεσα στην εξάρτηση ή την εθνική ανεξαρτησία». Είναι η φωνή του Αλέξη Τσίπρα, του ηγέτη του ριζοσπαστικού ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος νίκησε στις εκλογές της Κυριακής στην Ελλάδα; Ακούγεται σαν τον Τσίπρα, αλλά στην πραγματικότητα αυτά ήταν τα λόγια του Ανδρέα Παπανδρέου. Η εκλογική του νίκη τον Οκτώβριο του 1981 έφερε άνω κάτω την ελληνική πολιτική. Δημιούργησε αβεβαιότητα στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες αναφορικά με την αξιοπιστία της Ελλάδας, όπως ακριβώς συμβαίνει τώρα και με το θρίαμβο του ΣΥΡΙΖΑ».
Οι χειρισμοί του Ανδρέα
Ο Μπάρμπερ συνεχίζει την καταγραφή της παράλληλης πορείας του Ανδρέα Παπανδρέου το 1980 με την τωρινή του Αλέξη Τσίπρα και σημειώνει: «Ο Παπανδρέου κυβέρνησε κατά τη δεκαετία του 1980. Ο τρόπος με τον οποίο άσκησε την εξουσία και χειρίστηκε τις σχέσεις με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ προσφέρει κάποιες ενδείξεις για το πώς θα κινηθεί ο κ. Τσίπρας. Οι διαφορές των συνθηκών στην Ελλάδα τότε και τώρα είναι εξίσου σημαντικές με τις ομοιότητες. Ο κ. Τσίπρας αναμένεται να κυβερνήσει σε μία χώρα της οποίας το δημόσιο χρέος ανέρχεται στο 175% του ΑΕΠ. Τις επόμενες εβδομάδες και μήνες, η σταθερότητα των οικονομικών και του τραπεζικού συστήματος της Ελλάδας θα εξαρτηθούν σε μεγάλο βαθμό από τους διεθνείς πιστωτές – την ΕΕ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο – που έχουν κρατήσει ζωντανή τη χώρα από το 2010.
Το 1981 ο Παπανδρέου είχε περισσότερα περιθώρια ανεξάρτητης δράσης από ότι θα έχει ο κ. Τσίπρας. Πριν 34 χρόνια, η Ελλάδα είχε χρέος στο 25% ου ΑΕΠ. Αυτό επέτρεψε στον Παπανδρέου να επιδοθεί σε μία τεράστια επέκταση του δημοσίου τομέα, αποικίζοντάς τον με διορισθέντες του ΠΑΣΟΚ, σε τέτοιο σημείο που η διαχωριστική γραμμή μεταξύ του κόμματος και του κράτους ήταν σχεδόν αόρατη».
Οι έμπιστοι στο κράτος
Οι εκτιμήσεις του αρθρογράφου των FT είναι πως ο Τσίπρας θα βάλει δικούς του ανθρώπους στον κρατικό μηχανισμό, όπως έκανε και το ΠΑΣΟΚ: «Ο κ. Τσίπρας υπόσχεται μεγάλη αύξηση των δημοσίων δαπανών. Θα θελήσει να βάλει έμπιστους του ΣΥΡΙΖΑ στον κρατικό μηχανισμό. Μέτρο που θα θυμίσει την εδραίωση των «Πράσινοφρουρών» στις θέσεις εργασίας των δημοσίων υπαλλήλων. Τα οικονομικά της Ελλάδας όμως, είναι τόσο δυσχερή, καθώς το Μάρτιο λήγουν πληρωμές ομολόγων 4,3 δισ. ευρώ κα πολλά ακόμη δισεκατομμύρια τον Αύγουστο, που είναι αδιανόητο να υπάρξει έκρηξη δαπανών όπως είχε κάνει το ΠΑΣΟΚ. Ο κ. Τσίπρας θα θελήσει να εκπληρώσει τις λιγότερο δαπανηρές προεκλογικές του υποσχέσεις, αποκαθιστώντας το ηλεκτρικό ρεύμα στους φτωχούς και παρέχοντας κουπόνια τροφίμων για άπορους Έλληνες».
Οι ολιγάρχες
Όσο για τη μάχη κατά τον ολιγαρχών το άρθρο αναφέρει τα εξής: «Θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει τέτοια βήματα μέχρι 2 δισ. ευρώ με την κατάργηση διάφορων απαλλαγών σε φορολογία και δαπάνες κοινωνικής ασφάλισης. Μπορεί επίσης να κάνει αποδιοπομπαίο τράγο έναν ή δύο από τους ολιγάρχες που κυριαρχούν στην ελληνική επιχειρηματική σκηνή. Στην προσπάθειά του να επαναδιαπραγματευτεί το πρόγραμμα στήριξης των 245 δισ. ευρώ και να κερδίσει ελάφρυνση του χρέους με κάθε δυνατό μέσο, ο κ. Τσίπρας μοιάζει με τον Παπανδρέου, ο οποίος είχε απειλήσει να αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ και από την ΕΟΚ, στην οποία η Ελλάδα είχε μπει στις αρχές του 1981. Στο τέλος, ο κ. Παπανδρέου δεν έκανε τίποτα από τα δύο. Η πολιτική του τακτική ήταν συγκρουσιακή και η ρητορική του ήταν φλογερή, αλλά η ουσία της εξωτερικής του πολιτικής ήταν ρεαλιστική. Οι γενναιόδωρες ευρωπαϊκές αγροτικές επιδοτήσεις και, τα επόμενα χρόνια, τα περιφερειακά κονδύλια στήριξης, μετρίασαν το ριζοσπαστισμό του ΠΑΣΟΚ».
Ο Λούλα ή ο Τσάβες
Συνοψίζοντας ο Μπάρμπερ αναφέρει τους δύο δρόμους που έχει μπροστά του ο Τσίπρας: «Το κεντρικό ερώτημα, στο οποίο δεν μπορεί να δοθεί ακόμη οριστική απάντηση, είναι εάν ο κ. Τσίπρας θα εξελιχθεί παρομοίως σε μία μετριοπαθή κυβέρνηση, που είναι διατεθειμένη να προχωρήσει σε συμφωνίες με τους πιστωτές της χώρας. Επί τρία χρόνια, ορισμένες φορές ακουγόταν σαν τον Ούγκο Τσάβες της Βενεζουέλας, τον εφιάλτη των ΗΠΑ, και άλλες φορές σαν τον Luiz Inácio Lula da Silva, τον πρώην πρόεδρο της Βραζιλίας, που, ενόσω ήταν στην προεδρία, κυβέρνησε ως μεταρρυθμιστής και όχι ως εξτρεμιστής αριστερός.
Εάν ο κ. Τσίπρας επιλέξει την οδό του ρεαλισμού, τότε προς όφελός του είναι το γεγονός ότι η Ελλάδα το 2015 δεν έχει τον ιδεολογικό πόλεμο που υπήρχε το 1981, μόλις 32 χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Εναντίον του είναι το γεγονός ότι οι ακροαριστερές συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ απεχθάνονται τον ρεαλισμό. Οι αποφάσεις είναι βασανιστικά δύσκολες. Η μόνη ασφαλής πρόβλεψη ίσως είναι ότι, εν αντιθέσει με τον Παπανδρέου, ο κ. Τσίπρας είναι μάλλον απίθανο να παραμείνει επί 8 συναπτά έτη στην κυβέρνηση».