13 Απριλίου 2015

Η νέα «γενιά» των Ελλήνων της Σμύρνης

Η νέα ελληνική κοινότητα στα παράλια

Η «Κ» ταξιδεύει στη Σμύρνη για να συναντήσει τους Έλληνες που μετακομίζουν εκεί τα τελευταία χρόνια για λόγους επαγγελματικούς ή σπουδών, αυξάνοντας ήδη σε 200 τα μέλη της κοινότητας.
«Απαντώ στο Αλίκη, στο Αλίς αλλά και στο Αλίτσια, ανάλογα με τον συνομιλητή μου», εξηγεί η κ. Αλίκη Πετρίνη, καθώς μας υποδέχεται στο ζαχαροπλαστείο Sevinç, αγαπημένο στέκι των παλιών Σμυρνιών, που λειτουργεί από το 1957. Τη ρωμαίικη καταγωγή της «μαρτυρά» η κομψότητα, ο βηματισμός αλλά και η τραγουδιστή εκφορά της ελληνικής. Στη Σμύρνη ζει από το 1972, εποχή που οι κάτοικοι ελληνικής καταγωγής ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα.

«Παλιά είχαμε αγωνία για το πότε και αν θα έρθει ο παπάς», θυμάται η κ. Πέτρινη. Τώρα, όμως, τα δεδομένα έχουν αλλάξει.

«Κάθε Κυριακή η Αγία Φωτεινή λειτουργεί και μάλιστα συναντώ συνεχώς νέα πρόσωπα», λέει με ικανοποίηση.

Στη λειτουργία η βασική γλώσσα είναι τα ελληνικά, αλλά το «Πιστεύω» και το «Πάτερ Ημών» ακούγονται σε πολλές γλώσσες. Στην Σμύρνη, άλλωστε, που δεν απώλεσε ποτέ τον πολυπολιτισμικό της χαρακτήρα, ζουν Ρώσοι, Γεωργιανοί, Ουκρανοί, Βούλγαροι, που μαζί συγκροτούν έναν ορθόδοξο πληθυσμό 5.000 ατόμων.

Τα τελευταία δύο χρόνια όμως υπάρχουν ολοένα και περισσότεροι Ελληνες. Την Κυριακή του Φεβρουαρίου, που επισκεπτόμαστε την εκκλησία, το «Πιστεύω» στα ελληνικά το λέει ένας από τους νεότερους, ο 17χρονος Δημήτρης Κόκκαλης.
«Ηρθα με την οικογένειά μου από τη Θεσσαλονίκη στη Σμύρνη πριν από δυόμισι χρόνια», λέει καθώς στεκόμαστε στον προαύλιο χώρο της Αγίας Φωτεινής μετά το πέρας της θείας λειτουργίας. Μαζί με τους γονείς και τη μικρή του αδελφή, ο Δημήτρης αποτελεί τη νέα γενιά των Ελλήνων της Σμύρνης: άλλοι μετακόμισαν εδώ για λόγους επαγγελματικούς –διδάσκουν στο πανεπιστήμιο, ιδρύουν επιχειρήσεις ή τις μεταφέρουν στην Τουρκία–, άλλοι σπουδάζουν ή συμμετέχουν σε προγράμματα ανταλλαγών.

Μόνιμος Εφημέριος
«Οι Ελληνες από λίγες δεκάδες έχουν φτάσει εσχάτως τους διακόσιους», εξηγεί στην «Κ» ο πατέρας Κύριλλος Συκής, ο πρώτος μόνιμος εφημέριος μετά το 1922 στον προτεσταντικό ναό της Αγίας Φωτεινής, που από το 1955 εξυπηρετεί τις πνευματικές ανάγκες του ελληνικού πληθυσμού. Ο 53χρονος αεικίνητος άνδρας, ήδη από το 1991 έχοντας έδρα τη Μητρόπολη της Μυτιλήνης, λειτουργούσε σποραδικά σε εκκλησίες από την Προύσα έως την Αττάλεια.
«Περάσαμε δύσκολες εποχές, που τελούσα μυστήρια με την αστυνομία στην είσοδο της εκκλησίας».

Η εν λόγω ατμόσφαιρα, όμως, τείνει να παρέλθει. Στις 14 Αυγούστου του 2013 ο Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος του ανακοίνωσε ότι τον διορίζει μόνιμο εφημέριο εδώ. Εναντι της εξαιρετικά τιμητικής πρότασης, ο πατέρας Κύριλλος είχε αρχικά αναστολές.
«Σκεφτόμουν ότι στον απαιτητικό αυτόν ρόλο ίσως θα ταίριαζε κάποιος νεότερός μου», λέει. Η πραγματικότητα, όμως, ήρθε να δικαιώσει την κρίση του Πατριάρχη. Σήμερα οι ταξιτζήδες της Σμύρνης αναγνωρίζουν τον πατέρα Κύριλλο από μακριά και τον αποκαλούν «παπάς εφέντημ» ή «χότζαμ». Η εκκλησία έχει γίνει πόλος έλξης των Ελλήνων της Σμύρνης. Μετά την κυριακάτικη θεία λειτουργία ακολουθεί καφές, μεζές και συζήτηση, με αποτέλεσμα η ελληνική ομήγυρη συχνά να το «διαλύει» αργά το απόγευμα.

Μετακομίζοντας στα παράλια

Οι κοινές δραστηριότητες, όπως τα γεύματα, η χορωδία αλλά και η προετοιμασία για την έλευση του Πατριάρχη, μας έχουν φέρει όλους πιο κοντά», τονίζουν η Μαρία Κουτζιαμπασοπούλου, ο Κυριάκος Πατσίδης και η Μαρία Μπρόζου, άρτι πολιτογραφηθέντες Σμυρνιοί.


Την εβδομάδα που τους συναντήσαμε είχαν αναλάβει την υποδοχή των επισήμων κατά την επίσκεψη του Πατριάρχη, που (είχε να πραγματοποιηθεί 93 χρόνια) λειτούργησε στον Αγιο Βουκόλο και στην Αγία Φωτεινή της Σμύρνης, ενώ είχε πρωταγωνιστικό ρόλο σε αγιολογικό συνέδριο.

Οι τρεις 28χρονοι Βορειοελλαδίτες δεν θα είχαν συναντηθεί ποτέ, αν δεν υπήρχε η κρίση στην Ελλάδα. Σήμερα πίνουν καφέ στον 8ο όροφο μιας πολυκατοικίας στη συνοικία Üçyol, που στα τουρκικά σημαίνει τρίστρατο.

«Η 12μηνη παραμονή μου στο πλαίσιο του προγράμματος ανταλλαγής νέων Youth in Action ολοκληρώθηκε, αλλά αποφάσισα να παραμείνω και να αναζητήσω εδώ εργασία», λέει ο Κυριάκος Πατσίδης.

Οι επαγγελματικές ευκαιρίες στην Τουρκία είναι πολλές. «Ανοιξα προφίλ σε ένα από τα site καριέρας και μόνο σε μία μέρα έλαβα 60 αγγελίες μόνον στο κλάδο μου», σημειώνει ο νεαρός μηχανολόγος-μηχανικός, που από τον Οκτώβριο του 2010 δεν έβρισκε δουλειά στο αντικείμενό του στη Θεσσαλονίκη.

«Μέχρι πρότινος εργαζόμουν στην επιχείρηση του πατέρα μου, ουσιαστικά για να δικαιολογώ το χαρτζιλίκι μου», μας λέει. «Δεν μου άρεσε στα 26 μου να ζω έτσι και αποφάσισα να κάνω κάτι γι’ αυτό».

Την πολιτική επιστήμονα Μαρία Κουτζιαμπασοπούλου έφερε από το Λονδίνο στη Σμύρνη μια υποτροφία εκ Τουρκίας, που της δίνει τη δυνατότητα να εκπονήσει διδακτορικό αλλά και να μάθει τη γλώσσα. Η επίσης πολιτική επιστήμονας Μαρία Μπρόζου, έχοντας δύο χρόνια «θητεία» στην Κωνσταντινούπολη, ανέλαβε τη σκυτάλη από τον Κυριάκο στο ίδιο ευρωπαϊκό πρόγραμμα.

«Η Σμύρνη τελικά ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία μου, γιατί εδώ οι ρυθμοί ζωής είναι ανθρώπινοι», παρατηρεί, αν και δεν σχεδιάζει να μείνει για πάντα―σε αντίθεση με τον Κυριάκο, που, όπως και πολλοί άλλοι «έποικοι», δεν κρύβει τον ενθουσιασμό του για τη νέα του πατρίδα.
Οικονομικοί λόγοι

«Εδώ ζω σαν βασιλιάς», διαβεβαιώνει ο 75χρονος Κώστας Λιγνάδης, που αν και συνταξιούχος, δεν δίστασε να μεταναστεύσει πριν από περίπου έξι χρόνια στη Σμύρνη, κυρίως για οικονομικούς λόγους.

«Εβαλα τα πράγματα κάτω και είδα ότι δεν βγαίνω», ομολογεί. «Φόρτωσα τα μπαγκάζια μου στο αυτοκίνητό μου και ήρθα εδώ, όπου είχα από τα νιάτα μου έναν καλό φίλο, τον Αλή».

Τη Σμύρνη γνώριζε ήδη από τη δεκαετία του ’80, όταν ήταν μετανάστης στη Γερμανία. «Με καλούσε, άλλωστε, το αίμα, το σπίτι του πατέρα μου βρισκόταν εκεί που σήμερα είναι το Hilton της Σμύρνης».

Πολλοί είναι οι συνομήλικοι φίλοι του στη Θεσσαλονίκη που σήμερα τον μακαρίζουν. «Με 2,5 λίρες τουρκικές μπορώ να διασχίσω μέχρι και 100 χιλιόμετρα και να απολαύσω τον καφέ μου σε ένα άλλο προάστιο», εξηγεί, ενώ μας δείχνει το ηλεκτρονικό του εισιτήριο: «Οταν θέλω να ψωνίσω κρέας ή ψάρι, που στην Τουρκία είναι ακριβά, περνώ απέναντι στη Χίο».

Στα παράλια άλλωστε οι περισσότερες ιστορίες που μας διηγούνται είναι μοιρασμένες ανάμεσα στις δύο ακτές.
«Από μικρό παιδί έβλεπα από το σπίτι μας στη Μυτιλήνη τα φώτα στην απέναντι όχθη και αναρωτιόμουν για τη ζωή των ανθρώπων εκεί», διηγείται από την πλευρά της η κ. Μυρσίνη Στέκα.

Εφτασε, λοιπόν, το πλήρωμα του χρόνου, να γνωρίσει τον γείτονα. «Η μετάβασή μου έγινε ομαλά, ξεκίνησα πριν από τρία χρόνια να μαθαίνω τη γλώσσα και εξ αυτού να επισκέπτομαι συχνότερα τη Σμύρνη».

Ως Μυτιληνιά και απόφοιτη του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ένιωσε στη Σμύρνη οικεία.

«Η Σμύρνη δεν έχει να ζηλέψει κάτι από άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, είναι μια μητρόπολη που προσφέρει πολλές ευκαιρίες στους κατοίκους της».

Ως αναπληρώτρια φιλόλογος σε σχολεία της ιδιαίτερης πατρίδας της, είχε πάντοτε την αίσθηση ότι δεν είχε ξεδιπλώσει όλα τα ταλέντα της. «Το σύστημα απαιτεί από τον εκπαιδευτικό να μπει σε ένα καλούπι, που δεν ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία μου», σχολιάζει.

Σε μια μεταβατική περίοδο ξεκινά την αναζήτηση εργασίας και στις δύο χώρες, αλλά τελικά υπογράφει συμβόλαιο στη Σμύρνη.

«Μπορεί να μην κερδίζω πολλά, αλλά εδώ είχα την ευκαιρία να εξελιχθώ παραμένοντας στον ίδιο κλάδο, να αξιοποιήσω τις νέες τεχνολογίες στη διδασκαλία, όπως τους έξυπνους πίνακες, ενώ βρίσκομαι σε κοντινή απόσταση από την οικογένειά μου».

Στη συνοικία της, το Alsançak, δύο χρόνια μετά, πολλοί την αναγνωρίζουν και τη χαιρετούν εγκάρδια, «στη Σμύρνη η γειτονιά είναι ζωντανό κύτταρο».

Η δουλειά αλλά και ο έρωτας έκανε και την Εύα Κασκάνη να «ριζώσει» στη Σμύρνη. «Ερχόμουν συχνά από το 2006 εδώ, αναζητώντας πρώτη ύλη για τα κοσμήματα και τα έθνικ ρούχα που σχεδιάζω», αναφέρει.

«Με τη Σμύρνη με συνέδεε ανέκαθεν μεγάλη αγάπη, καθώς η οικογένειά μου καταγόταν από το Λιθρί και τα Αλάτσατα της Μικράς Ασίας». Μετακομίζοντας στη Σμύρνη δέχεται πρόταση από έναν Τούρκο, που μόλις είχε ανοίξει αντικερί, να πωλεί τα κοσμήματά της στο μαγαζί του, ο οποίος έμελλε να γίνει σύζυγός της.
Σήμερα, το ζεύγος διατηρεί το Eskici Yusuf, όπου μοιραία φθάνουν πολλά αντικείμενα που κάποτε ανήκαν σε Ελληνες Σμυρνιούς: έπιπλα, εργόχειρα, μπιμπελό. «Φροντίζω αυτά να φτάνουν στην Ελλάδα, σε ιδιώτες ή μουσεία», επισημαίνει η κ. Κασκάνη, ενώ μας δείχνει ένα κόσμημα που φοράει: «Προέρχεται από μια μπομπονιέρα από έναν Αλέξανδρο που βαπτίστηκε στη Σμύρνη το 1918».

Με παλιούς, μάλιστα, ταφτάδες και πούλιες η κ. Κασκάνη δημιούργησε ένα νυφικό σε σύγχρονο σχέδιο, το οποίο δώρισε στον Σύλλογο Μικρασιατών Νέας Ερυθραίας με την προοπτική να το προσαρμόζει στο σώμα της κάθε φορά μια νύφη που δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να αγοράσει δικό της.

«Ηταν μια από τις πολλές ευχάριστες εκπλήξεις που μας περίμεναν στη Σμύρνη», λέει στην «Κ» η κ. Ειρήνη Δημάκη, μέλος του συλλόγου, που ταξίδεψε μέχρι τη Σμύρνη για να παρακολουθήσει την πατριαρχική επίσκεψη. «Είναι η έβδομη φορά που έρχομαι, αλλά αυτή τη φορά η συγκίνηση είναι διαφορετική», εξομολογείται.

Ο ρόλος του Πατριαρχείου και η επιστροφή


Στη δειλή ανασύσταση της ελληνικής κοινότητας έχουν συμβάλει πολλοί παράγοντες, από την προσωπικότητα του Πατριάρχη Βαρθολομαίου και την πολιτική βούληση των τουρκικών αρχών στη Σμύρνη, μέχρι την οικονομική κρίση στην Ελλάδα και την εγγύτητα στη νοοτροπία των δύο λαών.

«Παρά που ακόμα δεν έχουμε κάνει επίσημο διάβημα για νομική υπόσταση της κοινότητάς μας [η Συνθήκη της Λωζάννης δεν είχε αναγνωρίσει κοινότητα στη Σμύρνη] στην αλληλογραφία μου με τις αρχές με αφορμή τις εν λόγω εκδηλώσεις, μου απαντούν επίσημα ως εφημέριο, ενώ χθες κάλεσαν τη νέα πρόεδρο της κοινότητας από το γραφείο του Τούρκου πρωθυπουργού, Αχμέτ Νταβούτογλου, για να παρευρεθεί στο επίσημο δείπνο που θα παραθέσει στους προέδρους των μειονοτήτων» λέει με συγκίνηση ο πατέρας Κύριλλος, πρωτεργάτης της όλης προσπάθειας στην «Κ».

Στο δείπνο που έγινε την περασμένη Πέμπτη μάλιστα ο κ. Νταβούτογλου κάλεσε «τους πολίτες, όποια και αν είναι η καταγωγή τους, που έφυγαν από την Τουρκία εξαιτίας των ρήξεων που βιώθηκαν το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, να επιστρέψουν».

Ο πατέρας Κύριλλος τώρα σχεδιάζει να αιτηθεί την αξιοποίηση κάποιων εκ των ορθόδοξων εκκλησιών που έχουν διασωθεί, ώστε η νέα ελληνική κοινότητα συν τω χρόνω να στεγαστεί σε κάποιον βυζαντινό ναό, όπως τον Αγιο Βουκόλο, όπου έγινε η πατριαρχική λειτουργία της περασμένης εβδομάδας.

Μαζί με την πατριαρχική συνοδεία και αψηφώντας το κρύο εικοσαμελής παρέα από τον Σύλλογο Μικρασιατών Νέας Ερυθραίας ταξίδεψε έως τη γείτονα την προηγούμενη εβδομάδα, όπως και δεκάδες Μικρασιάτες από όλη την επικράτεια που ναύλωσαν αεροπλάνα και βαπόρια.


«Καλή πατρίδα» ήταν η πρόποση που άκουγαν από παιδιά στα γλέντια που γίνονταν στις αυλές των σπιτιών σε προσφυγικές γειτονιές, όπως η Νέα Ερυθραία. «Οι Ελλαδίτες μας είχαν ονομάσει “ντουρλαντάδες”, επειδή γρήγορα ερχόμασταν στο κέφι και χορεύαμε» εξηγεί η κ. Δημάκη όταν τη συναντάμε πρώτη φορά στην εβδομαδιαία συνάντηση των μελών του Συλλόγου κάθε πρώτη Δευτέρα του μήνα, ενόσω τα μέλη συζητούν τις λεπτομέρειες του ταξιδιού στη Σμύρνη.

«Την πρώτη φορά που πάτησα το πόδι μου εδώ, πήρα χώμα και το μετέφερα στο οστεοφυλάκιο του πατέρα μου» μας διηγήθηκε όταν την ξανασυναντήσαμε μερικές ημέρες αργότερα στα Βουρλά της Μικράς Ασίας.

Αυτή τη φορά, όμως, το κλίμα είναι εορταστικό. Οι ηλικιωμένοι ανάβουν το κερί, φιλούν το χέρι το πατέρα Κύριλλου και προσκυνούν με ευλάβεια την εικόνα της Αγίας Φωτεινής. «Δεν πιστεύαμε ότι θα μας αξίωνε ο Θεός να ζήσουμε μια τέτοια στιγμή», λένε.

Ρεπορτάζ: ΙΩΑΝΝΑ ΦΩΤΙΑΔΗ