Του Γεώργιου Μάτσου
Έχοντας υπάρξει υποστηρικτής της άτακτης χρεοκοπίας για αρκετό καιρό μετά την έλευση του Μνημονίου, μπορώ να κατανοήσω το σκεπτικό όσων επιθυμούν ρήξη και δραχμή: Κάθε νέα απαίτηση των εταίρων και δανειστών μάς βυθίζει πιο βαθιά στην ύφεση και αναπαράγει το πρόβλημα των δημοσίων οικονομικών μας –άρα, λένε, όσο θα υποκύπτουμε στις απαιτήσεις τους για νέα μέτρα, τόσο θα μειώνεται η δυνατότητά μας να παραγάγουμε πλεονάσματα.
Νομίζω ακόμη και σήμερα ότι η συλλογιστική αυτή είχε κάποια βάση ως προς την πολιτική των ετών 2010-2011. Ασχέτως αληθών ή ψευδών θεωριών συνωμοσίας που εν μέρει εγκλώβισαν τον ελληνικό λαό σε κυνήγι ανεμόμυλων, η κυβέρνηση ΓΑΠ με κάθε της κίνηση πράγματι έσπρωχνε τη χώρα πιο βαθιά στην ύφεση. Ένα ξεχασμένο παράδειγμα: Η θετικότατη συμπεριφορά των ελληνικών ομολόγων επί 3-4 εβδομάδες μετά την απροσδόκητα επιτυχημένη αύξηση κεφαλαίου της Εθνικής τον Σεπτέμβριο 2010. Τα spreads κατέβαιναν ταχέως σε προμνημονιακά επίπεδα. Η βελτίωση εκείνη αντιστράφηκε απροσδόκητα με την αψυχολόγητη απειλή του ΓΑΠ για εθνικές εκλογές, εάν «έχανε» στις επικείμενες περιφερειακές εκλογές.
Το βάθεμα της ύφεσης, όμως, άρχισε να αντιστρέφεται σταδιακά μετά την κυβέρνηση Παπαδήμου. Ήδη τον Ιούλιο 2012, χωρίς να έχει μπει ακόμη ούτε ευρώ στα κρατικά ταμεία από τον φόρο εισοδήματος, η χώρα είχε σχεδόν ισοσκελίσει τον πρωτογενή προϋπολογισμό της (πρωτογενές έλλειμμα Γενικής Κυβέρνησης επταμήνου 2012: 229 εκατ. ευρώ). Τα στοιχεία Αυγούστου 2012 εμφάνιζαν –από τότε!– πρωτογενές πλεόνασμα. Παρά την χαμηλή δημοσιότητα, που τα στοιχεία εκείνα είχαν λάβει, για τους γνωρίζοντες ήταν σαφές: Η ελληνική δημοσιονομική κρίση, όπως την είχαμε γνωρίσει το 2010-2011 ως αυτοτροφοδοτούμενο μηχανισμό ύφεσης, είχε τελειώσει.
Η κυβέρνηση Σαμαρά εγκλημάτησε κατά του εαυτού της (και της χώρας) κρατώντας εκείνο το εντυπωσιακό «success story» στην πολιτική αφάνεια επί ενάμιση χρόνο. Όταν έκρινε ότι έπρεπε να δρέψει πολιτικούς καρπούς, ήταν πια πολύ αργά: Κανένας δεν την πίστευε! Το πλεόνασμα θεωρούνταν ψεύτικο, η μη βιωσιμότητα του χρέους δεδομένη, η έξοδος στις αγορές, έως και το πρωινό της 9ης Απριλίου 2014, κατασκευασμένο μύθευμα.
Κυρίως, όμως, η μείωση του εισοδήματος και η διεργασία συνεχούς αυτοϋποτίμησης του Έλληνα επί πέντε έτη προκάλεσαν συλλογική ψυχική κόπωση, που αποτυπώθηκε εντέλει στο αποτέλεσμα των εκλογών του 2015.
Στο πλαίσιο αυτό, η δραχμή φαντάζει σήμερα σε πολλούς ως λύτρωση και διέξοδος από τη συνεχή πίεση των δανειστών. Τουλάχιστον, λένε, δεν θα μπορούν πια να μας πιέζουν. Και θα έχουμε να φάμε διότι, λένε, φέτα και λάδι τα παράγουμε μόνοι μας.
Η συλλογιστική αυτή είναι αυτοκαταστροφική. Διότι ακόμη και τη φέτα και το λάδι οι παραγωγοί τους θα τα εξάγουν για σκληρό συνάλλαγμα και δεν θα τα δίδουν στους πεινασμένους συμπατριώτες τους.
Η ρήξη και η δραχμή θα μπορούσαν να έχουν άμεσες θετικές επιπτώσεις σε συνθήκες αυτοτροφοδοτούμενης κρίσης, όπως αυτής που βιώσαμε το 2010-2011. Θα μπορούσαν τότε να είναι το σταμάτημά της και το μελλοντικό εφαλτήριο ανάκαμψης. Το κόστος θα ήταν μεγάλο –όσο μεγάλο θα ήταν και σήμερα– αλλά τουλάχιστον θα υπήρχε ορατό κέρδος: Θα πιάναμε απότομα «πάτο», που, στο τέλος του 2011, ακόμη δεν φαινόταν.
Σήμερα, αντιθέτως, η εισαγωγή της δραχμής δεν θα έχει άμεσα οφέλη και μόνον θα αναζωπυρώσει σφοδρά την ελληνική κρίση, την οποία η αβεβαιότητα και η μειωμένη ρευστότητα έχουν από μηνών αναστήσει.
Όμως, η αυτοτροφοδότηση της δημοσιονομικής κρίσης από την ύφεση που η ίδια παρήγαγε είχε πάψει από τον Ιούλιο 2012. Ποιος ο λόγος να προχωρήσουμε σήμερα σε ρήξη; Αν είναι μόνον να μην πάρουμε μερικά τελευταία μέτρα, όπως αυτά του δαιμονοποιημένου «mail Χαρδούβελη» ή όσα υπαινισσόταν η «λίστα Βαρουφάκη», τότε δεν αξίζει τον κόπο: Τα μέτρα αυτά θα ήταν με βεβαιότητα τα τελευταία μνημονιακά μέτρα, θα είχαν δε πολύ μικρότερες υφεσιακές επιπτώσεις από τυχόν επανεισαγωγή της δραχμής.
Άραγε με δραχμή θα έληγε τουλάχιστον η λιτότητα; Οι υποστηρικτές της δραχμής φαίνεται να πιστεύουν ότι η χώρα θα μπορεί να κόψει δραχμές «ελεύθερα» και, συνεπώς, να λύσει έτσι το χρηματοδοτικό της πρόβλημα.
Δεν επιτρέπει ο χώρος λεπτομερή ανάλυση των σφαλμάτων αυτού του τρόπου σκέψης. Επιγραμματικά ας υπενθυμιστεί, ότι υπέρμετρη έκδοση νομίσματος δεν προκαλεί πλουτισμό, αλλά μόνον πληθωρισμό. Το κράτος θα έκοβε μεν χρήμα και θα πλήρωνε μισθούς και συντάξεις, ο πληθωρισμός όμως θα μείωνε την αξία των πληρωμών που η κυβέρνηση θα προσπαθούσε δήθεν να προστατέψει με την αποχώρηση από το ευρώ.
Δεν γίνεται δηλαδή μια κοινωνία πλουσιότερη ή, έστω, λιγότερο φτωχή, κόβοντας χρήμα. Αντιθέτως. Παραμένει το ίδιο πλούσια ή φτωχή. Αυτό αποτελεί βασικότατο νόμο της οικονομικής επιστήμης. Και ενώ δεν θα γίνει πλουσιότερη, θα έχει περισσότερα προβλήματα, λόγω του πληθωρισμού.
Συνεπώς και με δραχμή ακόμη, η χώρα θα χρειάζεται πρόγραμμα σταθεροποίησης προτού ανακάμψει: Λιτότητα και μάλιστα σκληρή. Όπως τα οικονομικά προγράμματα των πρώτων μεταπολεμικών κυβερνήσεων. Όπως αυτό της κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου το 1985-87. Όπως της κυβέρνησης Μητσοτάκη πριν ακόμη τη συνθήκη του Μάαστριχτ.
Δεν είναι το ευρώ η αιτία της λιτότητας. Αιτία της λιτότητας είναι τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Αυτά δεν θα πάψουν να υπάρχουν με τη δραχμή. Και εάν ακόμη κοπεί πληθωριστικό χρήμα, αυτό θα αφαιμάσσει τον πλούτο της κοινωνίας με άλλον, έμμεσο τρόπο.
Οι πολιτικές που επέβαλε η Ευρωζώνη στην Ελλάδα ενείχαν τεράστια σφάλματα, τόσο ως προς τις παραδοχές τους, όσο και ως προς τις μεθόδους τους. Άλλο όμως αυτό και άλλο οι ελπίδες που εσφαλμένως βασίζονται στη δραχμή. Έξω από το ευρώ θα υποστούμε σήμερα απολύτως αχρείαστα οικονομικά βασανιστήρια, για να βιώσουμε πιθανή ανάκαμψη χρόνια αργότερα και πάντως μετά πολύ περισσοτέρων κόπων και βασάνων.
Ο εξουθενωμένος από την κρίση ελληνικός λαός ας μην ελπίζει, λοιπόν, να τον «ξεκουράσει» η δραχμή. Ο δρόμος της δραχμής αυτή τη στιγμή είναι πολύ πιο δύσκολος από τον δρόμο του ευρώ. Ας αψηφήσουμε για λίγο ακόμη την μεγάλη συλλογική κόπωση της κρίσης και ας κάνουμε ένα τελευταίο συλλογικό κουράγιο να μείνουμε στο ευρώ. Και όσοι επιθυμούν τη δραχμή μπορούν, όταν πια στεκόμαστε εντελώς στα πόδια μας, να δώσουν το έναυσμα μιας νηφάλιας συζήτησης, που δυστυχώς ποτέ δεν κάναμε πριν την εισαγωγή του ευρώ.
* Γεώργιος Ι. Μάτσος - Δ.Ν., Δικηγόρος
(www.mtk-law.com)
Πηγή:www.capital.gr
Έχοντας υπάρξει υποστηρικτής της άτακτης χρεοκοπίας για αρκετό καιρό μετά την έλευση του Μνημονίου, μπορώ να κατανοήσω το σκεπτικό όσων επιθυμούν ρήξη και δραχμή: Κάθε νέα απαίτηση των εταίρων και δανειστών μάς βυθίζει πιο βαθιά στην ύφεση και αναπαράγει το πρόβλημα των δημοσίων οικονομικών μας –άρα, λένε, όσο θα υποκύπτουμε στις απαιτήσεις τους για νέα μέτρα, τόσο θα μειώνεται η δυνατότητά μας να παραγάγουμε πλεονάσματα.
Νομίζω ακόμη και σήμερα ότι η συλλογιστική αυτή είχε κάποια βάση ως προς την πολιτική των ετών 2010-2011. Ασχέτως αληθών ή ψευδών θεωριών συνωμοσίας που εν μέρει εγκλώβισαν τον ελληνικό λαό σε κυνήγι ανεμόμυλων, η κυβέρνηση ΓΑΠ με κάθε της κίνηση πράγματι έσπρωχνε τη χώρα πιο βαθιά στην ύφεση. Ένα ξεχασμένο παράδειγμα: Η θετικότατη συμπεριφορά των ελληνικών ομολόγων επί 3-4 εβδομάδες μετά την απροσδόκητα επιτυχημένη αύξηση κεφαλαίου της Εθνικής τον Σεπτέμβριο 2010. Τα spreads κατέβαιναν ταχέως σε προμνημονιακά επίπεδα. Η βελτίωση εκείνη αντιστράφηκε απροσδόκητα με την αψυχολόγητη απειλή του ΓΑΠ για εθνικές εκλογές, εάν «έχανε» στις επικείμενες περιφερειακές εκλογές.
Το βάθεμα της ύφεσης, όμως, άρχισε να αντιστρέφεται σταδιακά μετά την κυβέρνηση Παπαδήμου. Ήδη τον Ιούλιο 2012, χωρίς να έχει μπει ακόμη ούτε ευρώ στα κρατικά ταμεία από τον φόρο εισοδήματος, η χώρα είχε σχεδόν ισοσκελίσει τον πρωτογενή προϋπολογισμό της (πρωτογενές έλλειμμα Γενικής Κυβέρνησης επταμήνου 2012: 229 εκατ. ευρώ). Τα στοιχεία Αυγούστου 2012 εμφάνιζαν –από τότε!– πρωτογενές πλεόνασμα. Παρά την χαμηλή δημοσιότητα, που τα στοιχεία εκείνα είχαν λάβει, για τους γνωρίζοντες ήταν σαφές: Η ελληνική δημοσιονομική κρίση, όπως την είχαμε γνωρίσει το 2010-2011 ως αυτοτροφοδοτούμενο μηχανισμό ύφεσης, είχε τελειώσει.
Η κυβέρνηση Σαμαρά εγκλημάτησε κατά του εαυτού της (και της χώρας) κρατώντας εκείνο το εντυπωσιακό «success story» στην πολιτική αφάνεια επί ενάμιση χρόνο. Όταν έκρινε ότι έπρεπε να δρέψει πολιτικούς καρπούς, ήταν πια πολύ αργά: Κανένας δεν την πίστευε! Το πλεόνασμα θεωρούνταν ψεύτικο, η μη βιωσιμότητα του χρέους δεδομένη, η έξοδος στις αγορές, έως και το πρωινό της 9ης Απριλίου 2014, κατασκευασμένο μύθευμα.
Κυρίως, όμως, η μείωση του εισοδήματος και η διεργασία συνεχούς αυτοϋποτίμησης του Έλληνα επί πέντε έτη προκάλεσαν συλλογική ψυχική κόπωση, που αποτυπώθηκε εντέλει στο αποτέλεσμα των εκλογών του 2015.
Στο πλαίσιο αυτό, η δραχμή φαντάζει σήμερα σε πολλούς ως λύτρωση και διέξοδος από τη συνεχή πίεση των δανειστών. Τουλάχιστον, λένε, δεν θα μπορούν πια να μας πιέζουν. Και θα έχουμε να φάμε διότι, λένε, φέτα και λάδι τα παράγουμε μόνοι μας.
Η συλλογιστική αυτή είναι αυτοκαταστροφική. Διότι ακόμη και τη φέτα και το λάδι οι παραγωγοί τους θα τα εξάγουν για σκληρό συνάλλαγμα και δεν θα τα δίδουν στους πεινασμένους συμπατριώτες τους.
Η ρήξη και η δραχμή θα μπορούσαν να έχουν άμεσες θετικές επιπτώσεις σε συνθήκες αυτοτροφοδοτούμενης κρίσης, όπως αυτής που βιώσαμε το 2010-2011. Θα μπορούσαν τότε να είναι το σταμάτημά της και το μελλοντικό εφαλτήριο ανάκαμψης. Το κόστος θα ήταν μεγάλο –όσο μεγάλο θα ήταν και σήμερα– αλλά τουλάχιστον θα υπήρχε ορατό κέρδος: Θα πιάναμε απότομα «πάτο», που, στο τέλος του 2011, ακόμη δεν φαινόταν.
Σήμερα, αντιθέτως, η εισαγωγή της δραχμής δεν θα έχει άμεσα οφέλη και μόνον θα αναζωπυρώσει σφοδρά την ελληνική κρίση, την οποία η αβεβαιότητα και η μειωμένη ρευστότητα έχουν από μηνών αναστήσει.
Όμως, η αυτοτροφοδότηση της δημοσιονομικής κρίσης από την ύφεση που η ίδια παρήγαγε είχε πάψει από τον Ιούλιο 2012. Ποιος ο λόγος να προχωρήσουμε σήμερα σε ρήξη; Αν είναι μόνον να μην πάρουμε μερικά τελευταία μέτρα, όπως αυτά του δαιμονοποιημένου «mail Χαρδούβελη» ή όσα υπαινισσόταν η «λίστα Βαρουφάκη», τότε δεν αξίζει τον κόπο: Τα μέτρα αυτά θα ήταν με βεβαιότητα τα τελευταία μνημονιακά μέτρα, θα είχαν δε πολύ μικρότερες υφεσιακές επιπτώσεις από τυχόν επανεισαγωγή της δραχμής.
Άραγε με δραχμή θα έληγε τουλάχιστον η λιτότητα; Οι υποστηρικτές της δραχμής φαίνεται να πιστεύουν ότι η χώρα θα μπορεί να κόψει δραχμές «ελεύθερα» και, συνεπώς, να λύσει έτσι το χρηματοδοτικό της πρόβλημα.
Δεν επιτρέπει ο χώρος λεπτομερή ανάλυση των σφαλμάτων αυτού του τρόπου σκέψης. Επιγραμματικά ας υπενθυμιστεί, ότι υπέρμετρη έκδοση νομίσματος δεν προκαλεί πλουτισμό, αλλά μόνον πληθωρισμό. Το κράτος θα έκοβε μεν χρήμα και θα πλήρωνε μισθούς και συντάξεις, ο πληθωρισμός όμως θα μείωνε την αξία των πληρωμών που η κυβέρνηση θα προσπαθούσε δήθεν να προστατέψει με την αποχώρηση από το ευρώ.
Δεν γίνεται δηλαδή μια κοινωνία πλουσιότερη ή, έστω, λιγότερο φτωχή, κόβοντας χρήμα. Αντιθέτως. Παραμένει το ίδιο πλούσια ή φτωχή. Αυτό αποτελεί βασικότατο νόμο της οικονομικής επιστήμης. Και ενώ δεν θα γίνει πλουσιότερη, θα έχει περισσότερα προβλήματα, λόγω του πληθωρισμού.
Συνεπώς και με δραχμή ακόμη, η χώρα θα χρειάζεται πρόγραμμα σταθεροποίησης προτού ανακάμψει: Λιτότητα και μάλιστα σκληρή. Όπως τα οικονομικά προγράμματα των πρώτων μεταπολεμικών κυβερνήσεων. Όπως αυτό της κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου το 1985-87. Όπως της κυβέρνησης Μητσοτάκη πριν ακόμη τη συνθήκη του Μάαστριχτ.
Δεν είναι το ευρώ η αιτία της λιτότητας. Αιτία της λιτότητας είναι τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Αυτά δεν θα πάψουν να υπάρχουν με τη δραχμή. Και εάν ακόμη κοπεί πληθωριστικό χρήμα, αυτό θα αφαιμάσσει τον πλούτο της κοινωνίας με άλλον, έμμεσο τρόπο.
Οι πολιτικές που επέβαλε η Ευρωζώνη στην Ελλάδα ενείχαν τεράστια σφάλματα, τόσο ως προς τις παραδοχές τους, όσο και ως προς τις μεθόδους τους. Άλλο όμως αυτό και άλλο οι ελπίδες που εσφαλμένως βασίζονται στη δραχμή. Έξω από το ευρώ θα υποστούμε σήμερα απολύτως αχρείαστα οικονομικά βασανιστήρια, για να βιώσουμε πιθανή ανάκαμψη χρόνια αργότερα και πάντως μετά πολύ περισσοτέρων κόπων και βασάνων.
Ο εξουθενωμένος από την κρίση ελληνικός λαός ας μην ελπίζει, λοιπόν, να τον «ξεκουράσει» η δραχμή. Ο δρόμος της δραχμής αυτή τη στιγμή είναι πολύ πιο δύσκολος από τον δρόμο του ευρώ. Ας αψηφήσουμε για λίγο ακόμη την μεγάλη συλλογική κόπωση της κρίσης και ας κάνουμε ένα τελευταίο συλλογικό κουράγιο να μείνουμε στο ευρώ. Και όσοι επιθυμούν τη δραχμή μπορούν, όταν πια στεκόμαστε εντελώς στα πόδια μας, να δώσουν το έναυσμα μιας νηφάλιας συζήτησης, που δυστυχώς ποτέ δεν κάναμε πριν την εισαγωγή του ευρώ.
* Γεώργιος Ι. Μάτσος - Δ.Ν., Δικηγόρος
(www.mtk-law.com)
Πηγή:www.capital.gr