Δεν πήγε, όπως ήταν αναμενόμενο, στη σημερινή συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας.
Αντικείμενο της Επιτροπής είναι το σχέδιο συμφωνίας συμβιβασμού μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Siemens, για το οποίο ο κ. Στουρνάρας είχε κληθεί να καταθέσει από την πρόεδρος της Βουλής, Ζωή Κωνσταντοπούλου.
Στην ίδια συνεδρίαση ο διοικητής της ΤτΕ αναμενόταν να ερωτηθεί και για την έκθεση νομισματικής πολιτικής 2014-2015, η οποία χαρακτηρίστηκε ως πολιτική παρέμβαση από την πρόεδρο της Βουλής.
Σε επιστολή του προς την κυρία Κωνσταντοπούλου, η οποία εστάλη με φαξ, ο διοικητής της ΤτΕ ευχαρίστησε για την πρόσκληση, επισημαίνοντας ότι, «λόγω των δυσκολιών, που περνά σήμερα η οικονομία της χώρας και κατ' επέκταση του τραπεζικού συστήματος», η με πληρότητα εκτέλεση των καθηκόντων του δεν του επιτρέπει να παραστεί.
Ωστόσο, εξέφρασε την πρόθεσή του να παραστεί άλλη μέρα και πρότεινε εναλλακτικά τις εξής ημερομηνίες: 6, 7, 9, 10, 20, 21 ή 23 Ιουλίου.
Επιμένει η Ζωή Κωνσταντοπούλου
«Απαντώντας», ουσιαστικά, στην επιστολή Στουρνάρα, η κυρία Κωνσταντοπούλου, με παρέμβασή της στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας προανήγγειλε την κλήση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος στην Επιτροπή ΔΕΚΟ της Βουλής, για την «παρέμβαση που έκανε την προηγούμενη εβδομάδα».
Η κλήση του προγραμματίζεται για την ερχόμενη Παρασκευή, 26 Ιουνίου (ημέρα, ωστόσο, κατά την οποία ο κ. Στουρνάρας έχει ήδη δηλώσει ότι δεν μπορεί να παραστεί).
Όπως είπε η κυρία Κωνσταντοπούλου, ο κ. Στουρνάρας θα κληθεί με βάση τη διαδικασία του άρθρου 49Α που ορίζει ότι «η Επιτροπή μπορεί να καλεί σε ακρόαση οποιοδήποτε από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 3 οποτεδήποτε μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από το διορισμό τους ή από την προηγούμενη ακρόασή τους».
»Eπίσης, μπορεί να καλεί ανώτατα στελέχη των ίδιων επιχειρήσεων, τραπεζών, οργανισμών και φορέων κοινωνικής ασφάλισης ή και πρόσωπα που βρίσκονται έξω από αυτούς και έχουν αναγνωρισμένο κύρος και ειδική εμπειρία στο αντικείμενό τους».
»H Επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της για τα παραπάνω πρόσωπα, τη διαχείριση και πορεία των επιχειρήσεων, τραπεζών, οργανισμών και φορέων κοινωνικής ασφάλισης που προΐστανται, λαμβάνοντας υπόψη τα στρατηγικά και επιχειρησιακά σχέδιά τους και υποδεικνύει στους εποπτεύοντες υπουργούς τα μέτρα, πράξεις και πρακτική, που αυτή κρίνει κατάλληλα και επωφελή για το δημόσιο συμφέρον».