Θέμα το οποίο το γνωρίζει και από την καλή, αλλά και από την ανάποδη ο αναπληρωτής υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, Βαγγέλης Αποστόλου, ο οποίος ετοιμάζεται να επαναφέρει την αναγραφή της προέλευσης της πρώτης ύλης πάνω στις συσκευασίες των γαλακτοκομικών προϊόντων.
Σύμφωνα, λοιπόν,με παράγοντες της αγοράς, οι εισαγωγές αγελαδινού γάλακτος αγνώστου προελεύσεως έχουν χτυπήσει «κόκκινο», φτάνοντας τους 250.000 τόνους, όταν πριν από την αλλαγή του νόμου που επιμήκυνε τη χρονική διάρκεια του φρέσκου γάλακτος από τις πέντε ημέρες στις επτά ήταν 150.000 τόνοι. Και τι σημαίνουν απλώς αυτά τα νούμερα; Ότι 250.000 τόνοι βαφτίζονται στην πλειονότητά τους ελληνικοί, ενώ κατευθύνονται στην παρασκευή γάλακτος υψηλής παστερίωσης, γιαουρτιού καθώς και τυροκομικών προϊόντων.
Το θέμα, κατά ίδιες πηγές, είναι ότι, μολονότι οι εισαγωγές γάλακτος είναι καθ’ όλα νόμιμες, ωστόσο υπάρχει παραπλάνηση του καταναλωτή, ο οποίος επιλέγει ένα προϊόν, που θεωρεί ότι παρασκευάζεται με ελληνική πρώτη ύλη. Υπόθεση που βασίζεται στην ελληνική ονομασία που έχει το προϊόν πάνω στη συσκευασία του και η οποία δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα.
Δεν μπορούν να καλυφθούν οι ανάγκες
Παραγωγοί, με τους οποίους μιλήσαμε, μας επεσήμαναν ότι οι ανάγκες της χώρας μας σε γαλακτοκομικά προϊόντα –γάλα, γιαούρτια και τυριά– ανέρχονται σε περίπου 1,1εκατ. τόνους, που όμως είναι αδύνατον να καλυφθούν, λόγω της σταθερά μειούμενης εγχώριας παραγωγής (είτε σε αγελαδινό γάλα, είτε σε πρόβειο).
Γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τα τελευταία στοιχεία του Ελληνικού Γεωργικού Οργανισμού «Δήμητρα», σύμφωνα με τον οποίο η παραγωγή σήμερα αγελαδινού γάλακτος φθάνει μετά βίας τους 600.000 τόνους, από 627.000 τόνους που ήταν το 2013. Δυσμενής εξέλιξη που οφείλεται στην κατά 50% μείωση του αριθμού των Ελλήνων αγελαδοτρόφων, οι οποίοι, από 8.640 που ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 2000, σήμερα έχουν πέσει, όπως δείχνουν τα στοιχεία, και κάτω από τις 3.000, αριθμός που εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να συρρικνώνεται και στο μέλλον.
Την ίδια στιγμή,έντονα προβληματισμένοι δείχνουν κτηνοτρόφοι και από την κατακόρυφη μείωση της εγχώριας παραγωγής σε πρόβειο γάλα λόγω του καταρροϊκού πυρετού που ξέσπασε πέρυσι, προκαλώντας τον θάνατο πολλών προβάτων της χώρας.
Μειώθηκε η παραγωγή
Σύμφωνα με καλά επιβεβαιωμένες πληροφορίες, τον τελευταίο χρόνο, η εγχώρια παραγωγή πρόβειου γάλακτος μειώθηκε με διψήφιο ποσοστό. Εκτιμάται ότι χάθηκαν περί τους 150.000 τόνους πρόβειο γάλα. Για το συγκεκριμένο θέμα, κατά τις ίδιες πηγές, έχει ήδη λάβει γνώση το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, όπως και για τους φόβους των κτηνοτρόφων για αθρόες εισαγωγές πρόβειου γάλακτος από την Ιταλία. Παραγωγοί αποκάλυψαν ότι, ήδη, γίνονται από μεγάλες βιομηχανίες εισαγωγές πρόβειου γάλακτος από την Ιταλία –συγκεκριμένα από τη Σαρδηνία– για παρασκευή φέτας ή γιαουρτιών, εξαιτίας της χαμηλότερης τιμής που έχει εκεί η πρώτη ύλη. Συγκεκριμένα, το κόστος αγοράς της πρώτης ύλης από τη Σαρδηνία είναι 70 λεπτά έναντι 1 ευρώ, που φθάνει στην Ελλάδα.
Το θέμα σύμφωνα με τους Έλληνες κτηνοτρόφους είναι ότι για φέτος δεν προβλέπονται ελλείψεις σε φέτα, καθώς υπάρχει το απαιτούμενο στοκ από τις βιομηχανίες, που μπορεί να καλύψει τις όποιες καταναλωτικές ανάγκες στο εσωτερικό ή το εξωτερικό τουλάχιστον για ένα έτος. Κάτι που δεν ισχύει για του χρόνου, καθώς, όπως μας είπαν οι ίδιες πηγές, δεν υπάρχει γάλα και, αργά ή γρήγορα, οι ελλείψεις στο εθνικό προϊόν θα γίνουν ορατές.
Πώς γίνονται οι εισαγωγές
Με βυτία, λένε οι καλά γνωρίζοντες, γίνονται οι εισαγωγές γάλακτος, όπου το κάθε βυτίο χωράει από 25 τόνους γάλα μέχρι και 40. Οι νοθείες, δε, του γάλακτος μπορεί να είναι τρεις:α) η αφαίρεση λίπους ή προσθήκη αποβουτυρωμένου γάλακτος, β) η προσθήκη νερού και γ) η διπλή νοθεία, με ταυτόχρονη αφαίρεση λίπους και προσθήκη νερού.
Σχετικά, δε, με το ερώτημα γιατί γίνονται εισαγωγές, η απάντηση είναι διπλή: αφενός διότι πια το αγελαδινό γάλα δεν φτάνει να καλύψει τις εγχώριες ανάγκες, αφετέρου διότι η συγκεκριμένη πρώτη ύλη στο εξωτερικό είναι πολύ φθηνότερη απ’ό,τι στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, στην εσωτερική αγορά η μέση τιμή του κιλού –στο αγελαδινό γάλα– είναι σήμερα 0,46 λεπτά (από 0,55 λεπτά που ήταν πέρυσι), ενώ στο εξωτερικό το κόστος μπορεί να κυμαίνεται και κάτω από τα 0,35 λεπτά το κιλό. Ανάλογα ισχύουν, βεβαίως, και με το πρόβειο γάλα, το οποίο στο εξωτερικό μπορεί να το προμηθευτεί κανείς φθηνότερα, έως και περίπου 20 λεπτά.
Τρώμε τυριά-«μαϊμού»
Βαφτίζουν ελληνική τη φέτα που ανεξέλεγκτα εισάγεται από το εξωτερικό
Από το όργιο,όμως, της νοθείας και των παράνομων ελληνοποιήσεων δεν γλυτώνουν ούτε τα ελληνικά τυριά, ακόμη και αν αυτά είναι εθνικά.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι στην περίπτωση της φέτας, έναντι της γραβιέρας, οι παρανομίες είναι πολλές και εντοπίζονται στα εξής:
- Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία,για την παραγωγή φέτας απαιτείται 70% πρόβειο γάλα και 30% κατσικίσιο. Νομοθεσία που, όμως, αρκετές φορές καταστρατηγείται. Συγκεκριμένα, κατά την παραγωγή αυξάνεται το ποσοστό του κατσικίσιου γάλακτος εις βάρος του πρόβειου, καθώς το πρώτο είναι σημαντικά φθηνότερο από το δεύτερο. Το κατσικίσιο κοστίζει 60 λεπτά το κιλό, ενώ το πρόβειο 1 ευρώ το κιλό. Και ενώ η νοθεία αυτή δίνει και παίρνει στην εσωτερική αγορά, αυτό δεν συμβαίνει όταν μιλάμε για εξαγωγές φέτας, καθώς στο εξωτερικό οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν τη γνησιότητα του προϊόντος (αν, δηλαδή, ισχύει το 70% πρόβειο- 30% κατσικίσιο).
- Πωλείται λευκό τυρί ως φέτα(αυτό το φαινόμενο έχει παρατηρηθεί κατά βάση στους τουριστικούς προορισμούς). Μόνο που το λευκό τυρί είναι αγελαδινό και, άρα, δεν έχει τη θεσμοθετημένη σύνθεση που πρέπει να έχει η παραγωγή της φέτας.
- Μέσα σε τενεκέδες γίνονται εισαγωγές φθηνής φέτας από την Ευρώπη–οι οποίες είναι παράνομες, καθώς φέτα μπορεί να παράγει στην Ευρώπη μόνο η Ελλάδα– και βαφτίζονται ελληνικές.
- Ελληνικές εταιρείες μέσω θυγατρικώνπου έχουν συστήσει στο εξωτερικό κόβουν από εδώ (από την Ελλάδα δηλαδή) δελτίο αποστολής φέτας, αλλά το προϊόν φεύγει από την εταιρεία που διατηρούν στο εξωτερικό (έχει δηλαδή παραχθεί στο εξωτερικό) και, μάλιστα, με το προϊόν να έχει την ελληνική βούλα.
Εξίσου σημαντικές είναι και οι παρανομίες που γίνονται στην παρασκευή γραβιέρας:
1) Σύμφωνα και πάλι με την ελληνική νομοθεσία, η σύνθεση της πρώτης ύληςπου πρέπει να χρησιμοποιείται για την παρασκευή γραβιέρας είναι 80% αγελαδινό γάλα και 20% αιγοπρόβειο. Και σε αυτή την περίπτωση καταστρατηγούνται τα ποσοστά υπέρ του πρώτου, που είναι φθηνότερο.
2) Κανείς δεν ελέγχει αν το αγελαδινό γάλα είναι πρώτη ύλη ή συμπύκνωμα αυτού –στο οποίο προστίθεται νερό και δίνει πολύ περισσότερη πρώτη ύλη– που, όπως λέγεται, γίνονται μεγάλες εισαγωγές λόγω της χρησιμοποίησής του στα γιαούρτια.
3) Γίνονται εισαγωγές γραβιέρας από βαλκανικά κράτη και στα ελληνικά σύνορα βαφτίζεται ντόπια.
Το καυτό ερώτημα, μετά και από τα παραπάνω, είναι πού βρίσκεται το κράτος και τι δουλειά ακριβώς κάνουν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του για την πάταξη, τελικά, των παράνομων ελληνοποιήσεων που βλάπτουν την εθνική οικονομία, τον κλάδο της κτηνοτροφίας, αλλά και τον καταναλωτή.
Στελέχη της αγοράς αναρωτιούνται, δε, γιατί οι ελεγκτικοί μηχανισμοί που έχουν καταγεγραμμένες όλες τις εισαγωγές που γίνονται σε γάλα δεν έχουν ποτέ δημοσιεύσει στοιχεία με τον ακριβή αριθμό των εισαγωγών (δηλαδή το ισοζύγιο), καθώς και τα ονόματα των εταιρειών που τις πραγματοποιούν, υπονοώντας παράνομα συμφέροντα μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών.
Η αναγραφή της προέλευσης
Το θετικό, από την άλλη, είναι ότι ο αναπληρωτής υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, Βαγγέλης Αποστόλου, έχει βάλει πλώρη και σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την επαναφορά της αναγραφής προέλευσης της πρώτης ύλης στις συσκευασίες των προϊόντων. Υπενθυμίζεται ότι η κατάργηση της υποχρέωσης αναγραφής της προέλευσης της πρώτης ύλης στα γαλακτοκομικά προϊόντα έγινε με αλλαγή της αγορανομικής διάταξης το 2013 από τον υφυπουργό Ανάπτυξης, ΑθανάσιοΣκορδά. Αλλαγή που πυροδότησε τότε την έντονη αντίδραση των Ελλήνων κτηνοτρόφων, οι οποίοι υποστήριζαν ότι αυτή θα ήταν και η «ταφόπλακα» της ελληνικής παραγωγής, η οποία πολύ γρήγορα θα αντικαθίστατο από αθρόες εισαγωγές. Όπερ και εγένετο!
Σήμερα, η επαναφορά της αναγραφής προέλευσης της πρώτης ύλης στο σύνολο των γαλακτοκομικών προϊόντων φαίνεται πλέον να έχει μπει σε τελική ευθεία με τον Β. Αποστόλου, καθώς ο ίδιος το έθεσε επί τάπητος και στο τελευταίο συμβούλιο υπουργών Γεωργίας της ΕΕ. Το σίγουρο είναι ότι η επαναφορά της διάταξης που υποχρεώνει την αναγραφή προέλευσης της πρώτης ύλης στις συσκευασίες των προϊόντων δεν αφορά άμεσα και δεν θα κακοκαρδίσει τους λιανέμπορους (μεταξύ των οποίων τους ιδιοκτήτες των μεγάλων σούπερ μάρκετ), οι οποίοι ποτέ δεν έκρυψαν τις εισαγωγές τους (νόμιμες και ελεγχόμενες) ούτε και τη χώρα προέλευσης αυτών. Κάτι που δεν ισχύει με τους μεγάλους παίκτες της γαλακτοβιομηχανίας, οι οποίοι κρατούν επτασφράγιστο μυστικό –προασπίζοντας έτσι τα συμφέροντά τους– τις «ρίζες» των πρώτων υλών που χρησιμοποιούν για την παρασκευή των γαλακτοκομικών τους προϊόντων.
Το όλο θέμα βρίσκεται σε διαβούλευση, ενώ, σύμφωνα με πληροφορίες μας, η ένδειξη της χώρας καταγωγής δεν θα αφορά μόνο τα γαλακτοκομικά προϊόντα, αλλά και άλλα αγροτικά προϊόντα που πλήττονται ανεπανόρθωτα από τις παράνομες ελληνοποιήσεις, όπως κρέατα(χοιροειδή, προβατοειδή, αιγοειδή και πουλερικά), μη επεξεργασμένα είδη διατροφής, προϊόντα από ένα μόνο συστατικό κ.λπ.
Από την έντυπη έκδοση του Παρασκηνίου