Το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν έχει χρήματα για να πληρώσει το ΔΝΤ στις 30 Ιουνίου, χωρίς να έχει προηγουμένως υπάρξει συμφωνία με τους διεθνείς πιστωτές της, επιβεβαίωσε ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, μιλώντας στο πρακτορείο Reuters.
Ο κ. Τσακαλώτος επιβεβαίωσε ότι η Ελλάδα αυτή τη στιγμή δεν έχει τα χρήματα για να πληρώσει τη δόση των 1,6 δισ. ευρώ στο ΔΝΤ στις 30 Ιουνίου, χωρίς να έχει επιτευχθεί η συμφωνία που θα «ξεκλειδώσει» τη ρευστότητα.
«Αυτή τη στιγμή δεν έχουμε τα χρήματα. Ηδη η Αθήνα έχει στύψει και την τελευταία σταγόνα ρευστότητας για να υπηρετήσει το χρέος ως τώρα», συμπλήρωσε. «Χωρίς χρηματοδότηση, δεν έχουμε πρόσβαση στις αγορές, δεν έχουμε χρήματα που δεν έχουν καταβληθεί από το καλοκαίρι του 2014 οπότε προφανώς δεν θα έχουμε τα χρήματα για να πληρώσουμε τη δόση», εξήγησε.
Αναφερόμενος στις διαπραγματεύσεις, ο κ. Τσακαλώτος τόνισε ότι αυτές οι διαδικασίες είναι ένα «πάρε-δώσε» και όχι μία «σύγκλιση στην αρχική θέση της άλλης πλευράς». «Μετακινήθηκαν λίγο στους δημοσιονομικούς στόχους, αλλά στα περισσότερα ζητήματα θα δυσκολευόσασταν να βάλετε σε μία κόλλα τι έλεγαν το Φεβρουάριο και τι λένε τώρα, τον Ιούνιο. Και αυτό φαίνεται λίγο περίεργο», πρόσθεσε.
Ο κ. Τσακαλώτος απέκλεισε το ενδεχόμενο περαιτέρω περικοπών στις συντάξεις, αλλά παραδέχθηκε ότι το συνταξιοδοτικό πρέπει να αλλάξει. «Η μεταρρύθμισή του δεν είναι κόκκινη γραμμή για εμάς. Μας φαίνεται απόλυτα λογικό ότι οι περικοπές των συντάξεων δεν θα έπρεπε να είναι στην ατζέντα, αλλά η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού θα έπρεπε να είναι σε αυτή», τόνισε.
Αναφερόμενος στην ελάφρυνση χρέους, τόνισε ότι υπάρχουν πολλές τεχνικές λύσεις για το πώς μπορεί να γίνει αυτό. «Αν υπάρχει καλή θέληση, μπορώ να σκεφτώ τώρα 10-15 λύσεις για αυτό. Αν δεν υπάρχει πολιτική θέληση, τότε για κάθε λύση μπορώ να σκεφτώ και ένα μειονέκτημα», τόνισε.
Τέλος, όταν ρωτήθηκε για το πόσο σίγουρος είναι ότι μπορεί να επιτευχθεί η συμφωνία, ο κ. Τσακαλώτος απάντησε: «Νομίζω ότι αυτή η ερώτηση είναι κυρίως για τους Ευρωπαίους εταίρους τώρα». Είναι στο χέρι της Ευρώπης να δείξει ότι είναι πρόθυμη «να μάθει από τα λάθη της», συμπλήρωσε και αν είναι διατεθειμένη να αποδεχθεί μία κυβέρνηση που δεν είναι επικρατούσα τάση.
Ο κ. Τσακαλώτος επιβεβαίωσε ότι η Ελλάδα αυτή τη στιγμή δεν έχει τα χρήματα για να πληρώσει τη δόση των 1,6 δισ. ευρώ στο ΔΝΤ στις 30 Ιουνίου, χωρίς να έχει επιτευχθεί η συμφωνία που θα «ξεκλειδώσει» τη ρευστότητα.
«Αυτή τη στιγμή δεν έχουμε τα χρήματα. Ηδη η Αθήνα έχει στύψει και την τελευταία σταγόνα ρευστότητας για να υπηρετήσει το χρέος ως τώρα», συμπλήρωσε. «Χωρίς χρηματοδότηση, δεν έχουμε πρόσβαση στις αγορές, δεν έχουμε χρήματα που δεν έχουν καταβληθεί από το καλοκαίρι του 2014 οπότε προφανώς δεν θα έχουμε τα χρήματα για να πληρώσουμε τη δόση», εξήγησε.
Αναφερόμενος στις διαπραγματεύσεις, ο κ. Τσακαλώτος τόνισε ότι αυτές οι διαδικασίες είναι ένα «πάρε-δώσε» και όχι μία «σύγκλιση στην αρχική θέση της άλλης πλευράς». «Μετακινήθηκαν λίγο στους δημοσιονομικούς στόχους, αλλά στα περισσότερα ζητήματα θα δυσκολευόσασταν να βάλετε σε μία κόλλα τι έλεγαν το Φεβρουάριο και τι λένε τώρα, τον Ιούνιο. Και αυτό φαίνεται λίγο περίεργο», πρόσθεσε.
Ο κ. Τσακαλώτος απέκλεισε το ενδεχόμενο περαιτέρω περικοπών στις συντάξεις, αλλά παραδέχθηκε ότι το συνταξιοδοτικό πρέπει να αλλάξει. «Η μεταρρύθμισή του δεν είναι κόκκινη γραμμή για εμάς. Μας φαίνεται απόλυτα λογικό ότι οι περικοπές των συντάξεων δεν θα έπρεπε να είναι στην ατζέντα, αλλά η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού θα έπρεπε να είναι σε αυτή», τόνισε.
Αναφερόμενος στην ελάφρυνση χρέους, τόνισε ότι υπάρχουν πολλές τεχνικές λύσεις για το πώς μπορεί να γίνει αυτό. «Αν υπάρχει καλή θέληση, μπορώ να σκεφτώ τώρα 10-15 λύσεις για αυτό. Αν δεν υπάρχει πολιτική θέληση, τότε για κάθε λύση μπορώ να σκεφτώ και ένα μειονέκτημα», τόνισε.
Τέλος, όταν ρωτήθηκε για το πόσο σίγουρος είναι ότι μπορεί να επιτευχθεί η συμφωνία, ο κ. Τσακαλώτος απάντησε: «Νομίζω ότι αυτή η ερώτηση είναι κυρίως για τους Ευρωπαίους εταίρους τώρα». Είναι στο χέρι της Ευρώπης να δείξει ότι είναι πρόθυμη «να μάθει από τα λάθη της», συμπλήρωσε και αν είναι διατεθειμένη να αποδεχθεί μία κυβέρνηση που δεν είναι επικρατούσα τάση.