Ολέθρια αποδείχθηκε η εμμονή του Γιάνη Βαρουφάκη με τη Θεωρία των Παιγνίων, αλλά και η υπερβολική αισιοδοξία του Αλέξη Τσίπρα να πιστεύει ότι σε τροχιά μετωπικής σύγκρουσης με τους δανειστές της Ελλάδας θα ήταν εκείνοι που θα «έστριβαν πρώτοι το τιμόνι». Οι Ελληνες που βρέθηκαν να ζουν υπό κατοχικές συνθήκες ανέχειας και αγωνίας δεν δείχνουν τίποτε άλλο παρά τις εσφαλμένες εκτιμήσεις και την πανωλεθρία της ελληνικής κυβέρνησης σε ένα επικίνδυνο παιχνίδι που παίχτηκε επιπόλαια
Ο ένας είχε «κόκκινες γραμμές». Ο άλλος κόκκινο μαρκαδόρο. Ο,τι έγραφε ο πρώτος οπισθοχωρώντας, ακόμη και παραβιάζοντας τις υποτιθέμενες κόκκινες γραμμές του, το διέγραφε με τον κόκκινο μαρκαδόρο του ο άλλος.
Η αναμέτρηση τυπικά ανήκε σαφώς στο είδος «game of chicken» ή, ελληνιστί, «παίγνιο του δειλού» - αλλά και όχι ακριβώς. Η Ελλάδα και οι δανειστές δεν είναι απλώς δύο οδηγοί που τρέχουν ο ένας καταπάνω στον άλλον για να δουν ποιος θα δειλιάσει πρώτος και θα στρίψει το τιμόνι ώστε να αποφύγει την ολέθρια μετωπική σύγκρουση. Είναι μια αναμέτρηση κατ’ ουσία ανέφικτη, εν ου παικτοίς. Και όχι επειδή η Ελλάδα υποτίθεται πως, με τους όρους του συγκεκριμένου παιγνίου, δεν είναι παρά ένα συφοριασμένο σαράβαλο το οποίο, ούτως ή άλλως, δεν θα είχε καμία δυνατότητα αντίδρασης απέναντι σε μια κολοσσιαία, σιδερόφρακτη αμαξοστοιχία που, πάνω στις ράγες της, ορμά ακάθεκτη ολοταχώς - φυσικά προς τα εμπρός και μόνο προς τα εμπρός. Η διαπραγμάτευση με τους Τσίπρα - Βαρουφάκη και Σία από τη μία και τους πιστωτές από την άλλη περιείχε τόσα στοιχεία αμοιβαίας καχυποψίας και αντιπάθειας, βασίστηκε εκ προοιμίου σε ένα τόσο βαθύ έλλειμμα εμπιστοσύνης, ώστε ήταν σχεδόν βέβαιο ότι τελικά αμφότερες οι πλευρές θα έπαιζαν όσο πιο βρώμικα μπορούσαν, αναιρώντας την ίδια την έννοια του παιγνίου, εφόσον κατά βάθος κανέναν τους δεν ένοιαζε η αναπόφευκτη μετωπική.
Ο Γιάνης Βαρουφάκης, κάπου χαμένος ανάμεσα στον ηρωικό ιδεασμό του και τον αφηρημένο δαίδαλο της περίφημης Θεωρίας των Παιγνίων, την οποία ως γνωστόν κατέχει σε επίπεδο γκραν μετρ, ο Αλέξης Τσίπρας, ως επίδοξος αναμορφωτής της Ευρώπης κ.λπ., πείστηκαν ότι η ιδανική διαπραγματευτική στρατηγική ήταν να ανεβάσουν το όχημα της Ελλάδας στις σιδηροτροχιές κόντρα στο τρένο (όχι το προεκλογικό του Καμμένου, αλλά των δανειστών), να πατήσουν τέρμα το γκάζι και, την κρίσιμη στιγμή όχι μόνο να μη στρίψουν, αλλά να πετάξουν από το παράθυρο το τιμόνι, με τη νοσηρή ηδονή που μόνο τα τελευταία δευτερόλεπτα της αυτοκτονίας μπορούν να προσφέρουν στον αυτόχειρα.
Kόκκινες γραμμές και κόκκινα δάνεια
Ο ένας είχε «κόκκινες γραμμές». Ο άλλος κόκκινο μαρκαδόρο. Ο,τι έγραφε ο πρώτος οπισθοχωρώντας, ακόμη και παραβιάζοντας τις υποτιθέμενες κόκκινες γραμμές του, το διέγραφε με τον κόκκινο μαρκαδόρο του ο άλλος.
Η αναμέτρηση τυπικά ανήκε σαφώς στο είδος «game of chicken» ή, ελληνιστί, «παίγνιο του δειλού» - αλλά και όχι ακριβώς. Η Ελλάδα και οι δανειστές δεν είναι απλώς δύο οδηγοί που τρέχουν ο ένας καταπάνω στον άλλον για να δουν ποιος θα δειλιάσει πρώτος και θα στρίψει το τιμόνι ώστε να αποφύγει την ολέθρια μετωπική σύγκρουση. Είναι μια αναμέτρηση κατ’ ουσία ανέφικτη, εν ου παικτοίς. Και όχι επειδή η Ελλάδα υποτίθεται πως, με τους όρους του συγκεκριμένου παιγνίου, δεν είναι παρά ένα συφοριασμένο σαράβαλο το οποίο, ούτως ή άλλως, δεν θα είχε καμία δυνατότητα αντίδρασης απέναντι σε μια κολοσσιαία, σιδερόφρακτη αμαξοστοιχία που, πάνω στις ράγες της, ορμά ακάθεκτη ολοταχώς - φυσικά προς τα εμπρός και μόνο προς τα εμπρός. Η διαπραγμάτευση με τους Τσίπρα - Βαρουφάκη και Σία από τη μία και τους πιστωτές από την άλλη περιείχε τόσα στοιχεία αμοιβαίας καχυποψίας και αντιπάθειας, βασίστηκε εκ προοιμίου σε ένα τόσο βαθύ έλλειμμα εμπιστοσύνης, ώστε ήταν σχεδόν βέβαιο ότι τελικά αμφότερες οι πλευρές θα έπαιζαν όσο πιο βρώμικα μπορούσαν, αναιρώντας την ίδια την έννοια του παιγνίου, εφόσον κατά βάθος κανέναν τους δεν ένοιαζε η αναπόφευκτη μετωπική.
Ο Γιάνης Βαρουφάκης, κάπου χαμένος ανάμεσα στον ηρωικό ιδεασμό του και τον αφηρημένο δαίδαλο της περίφημης Θεωρίας των Παιγνίων, την οποία ως γνωστόν κατέχει σε επίπεδο γκραν μετρ, ο Αλέξης Τσίπρας, ως επίδοξος αναμορφωτής της Ευρώπης κ.λπ., πείστηκαν ότι η ιδανική διαπραγματευτική στρατηγική ήταν να ανεβάσουν το όχημα της Ελλάδας στις σιδηροτροχιές κόντρα στο τρένο (όχι το προεκλογικό του Καμμένου, αλλά των δανειστών), να πατήσουν τέρμα το γκάζι και, την κρίσιμη στιγμή όχι μόνο να μη στρίψουν, αλλά να πετάξουν από το παράθυρο το τιμόνι, με τη νοσηρή ηδονή που μόνο τα τελευταία δευτερόλεπτα της αυτοκτονίας μπορούν να προσφέρουν στον αυτόχειρα.
Kόκκινες γραμμές και κόκκινα δάνεια
Εκτός από κόκκινες γραμμές η Ελλάδα είχε και κόκκινα, κατακόκκινα δάνεια να την πιέζουν στην καρωτίδα, ενώ οι Εταίροι -αντίπαλοι εν προκειμένω- διέθεταν πολλούς και γεμάτους κόκκινους μαρκαδόρους ώστε να έχουν αυτοί τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Σταδιακά αποκαλυπτόταν ότι σε αυτή τη μονομαχία η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε κανένα όριο. Για οποιοδήποτε λόγο, είτε διότι, εν μέρει δικαίως, ένιωσε εξαπατημένη και ταπεινωμένη από τη στάση των Εταίρων, είτε διότι θυμήθηκε αίφνης τον αριστερό της ριζοσπαστισμό και τις προεκλογικές της δεσμεύσεις, αποτόλμησε έναν απονενοημένο διπλό εκβιασμό: Των ξένων μέσω της απύθμενης δυστυχίας του ελληνικού λαού με τη λογική «κοιτάξτε τι μας κάνατε», αλλά και του ίδιου του ελληνικού λαού -«κοιτάξτε τι σας κάνουν». Ετσι, με μια απίθανη ταχυδακτυλουργία, φαντεζί όσο και η φιγούρα του Γιάνη Βαρουφάκη, η κυβέρνηση Τσίπρα επιχείρησε να απαλλάξει τον εαυτό της από οποιαδήποτε ευθύνη, αναδρομική ή μέλλουσα. Δηλαδή, αφού πέταξε το τιμόνι έξω από το παράθυρο και φρόντισε να στερεώσει έναν τσιμεντόλιθο στο πεντάλ του γκαζιού, με το δημοψήφισμα πήδηξε η ίδια έξω από το αυτοκίνητο και, βεβαίως, έξω από το «παίγνιο του δειλού». Το μόνο που άφησε πίσω, χωρίς την άδειά του φυσικά, είναι έναν λαό παγιδευμένο στην επιθανάτια αγωνία της μοιραίας σύγκρουσης.
Με λογική «δίχως αύριο»
Την κρίσιμη στιγμή Τσίπρας και Βαρουφάκης δεν είχαν καμία άλλη επιλογή από το να υποχωρήσουν, όμως ακόμη και αυτό δεν ήταν αρκετό
Οπως φάνηκε από τις αλλοπρόσαλλες, ικετευτικού τύπου προτάσεις που κατέθεσε ο Αλέξης Τσίπρας μετά το σφύριγμα της λήξης, γνωρίζοντας προφανώς ότι ήταν «too little, too late», όπως του κοινοποιήθηκε από τις Βρυξέλλες, οι «κόκκινες γραμμές» είχαν παραβιαστεί - ούτως ή άλλως ποτέ δεν είχαν σοβαρές πιθανότητες να αντέξουν στην κολοσσιαία πίεση. Ο κόκκινος μαρκαδόρος στα χέρια των εκπροσώπων των θεσμών χάραξε νέες γραμμές, προφανώς κόκκινες και αυτές, αλλά τελείως διαφορετικές από τις ελληνικές. Διότι, μερικές ημέρες πριν την προκήρυξη του δημοψηφίσματος, σε μια συμβολική κίνηση, η Ε.Ε. και το ΔΝΤ διέγραψαν την πλειονότητα των ελληνικών προτάσεων σαν να διόρθωναν γραπτό σε μαθητικό διαγώνισμα. Παραδόξως, όμως, στη συγκεκριμένη εκδοχή του game of chicken η παρτίδα ή το «χοντρό παιχνίδι», αντί να τελειώσει με την υποχώρηση του ενός από τους μονομάχους, άρχισε -και μάλιστα ακόμη πιο άγρια- ακόμη πιο ανελέητη.
Εάν χρησιμοποιηθεί ένα εποπτικό παράδειγμα από τον κινηματογράφο, η υπόθεση της διαπραγμάτευσης μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και θεσμών θυμίζει μια σκηνή από την ταινία «Η Μέρα της Μαρμότας». Σε αυτήν ο πρωταγωνιστής Μπιλ Μάρεϊ διερευνά τις συνέπειες που μπορεί να έχει το να ζει κανείς δίχως αύριο, μια και στην περίπτωσή του, όντως, δεν υπήρχε αύριο. Η Μέρα της Μαρμότας ξημέρωνε πάντα ίδια και απαράλλαχτη. Ο Μάρεϊ λοιπόν οδηγεί το αυτοκίνητό του σαν τρελός, ενώ μαζί του έχει ως συνεπιβάτες δύο κολλητούς του. Καθώς τον καταδιώκει ένα περιπολικό, ο Μάρεϊ ανεβάζει το αυτοκίνητό του στις γραμμές του τρένου, ενώ μια αμαξοστοιχία έρχεται καταπάνω του από την αντίθετη κατεύθυνση.
Με την έξαψη που τον κυρίευσε ενώπιον της θανάσιμης απειλής, ο Μπιλ Μάρεϊ, αλλοπαρμένος και φλερτάροντας υποσυνείδητα με την ιδέα ότι είναι άτρωτος, εξαπολύει τη μνημειώδη ατάκα: «Βάζω στοίχημα ότι το τρένο θα στρίψει πρώτο». Ο παραλογισμός της πεποίθησης του πρωταγωνιστή της ιστορίας δεν έχει σημασία, καθώς η συγκεκριμένη κατάσταση είναι ακριβώς το αρχετυπικό game of chicken. Ποιος θα γυρίσει πρώτος το τιμόνι ώστε να αποφευχθεί, την απολύτως τελευταία στιγμή, η μετωπική σύγκρουση;
Στη θέση του Μπιλ Μάρεϊ θα μπορούσε κάλλιστα να φανταστεί κάποιος καταρχάς τον Γιάνη Βαρουφάκη και κατόπιν τον Αλέξη Τσίπρα να οδηγούν το ταλαίπωρο όχημα της Ελλάδας με το γκάζι στο πάτωμα και το τιμόνι ακλόνητο σε ευθεία πορεία.
Οι γραμμές του τρένου έχουν στρωθεί προ πολλού, τόσο από την ίδια τη δόμηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας, την κυριαρχία της γερμανικής οικονομικής παντοκρατορίας κ.λπ., όσο και από τις ιδιαιτερότητες του ελληνικού δημόσιου βίου. Σε αυτές τις σιδηροτροχιές από την αντίθετη κατεύθυνση και με πολλαπλάσια φόρα, έρχεται ακάθεκτη η αμαξοστοιχία των δανειστών. Οπως αποδείχθηκε περίτρανα τις τελευταίες ημέρες στις Βρυξέλλες, το τρένο δεν πτοείται από την αποφασιστικότητα που επιδεικνύει ο εκάστοτε οδηγός του ελληνικού αυτοκινήτου. Και, ακόμη χειρότερα, οι δανειστές δεν είναι απλώς διατεθειμένοι να συντρίψουν οποιοδήποτε «όχημα» κινείται σε διεύθυνση αντίθετη από τη δική τους, αλλά και να το κυνηγήσουν ακόμη και αφότου ο οδηγός του έχει πλέον στρίψει το τιμόνι. Παραμένοντας στο ίδιο παράδειγμα από τη «Μέρα της Μαρμότας», είναι σαν το τρένο να έστριψε, να βγήκε από τις τραβέρσες με τη θέληση των μηχανοδηγών του, όχι όμως για να ακολουθήσει μια τρελή πορεία αυτοκαταστροφής και να αποφύγει τη μετωπική.
Το τρένο των πιστωτών εκτροχιάστηκε εκούσια προκειμένου να καταδιώξει και να τιμωρήσει παραδειγματικά την κυβέρνηση Τσίπρα. Εφαρμόζοντας τη λογική Βαρουφάκη, με τη «δημιουργική ασάφεια» και την επίδειξη μιας ασυμβίβαστης, αγέρωχης και αντάρτικης στάσης απέναντι στους θεσμούς, ουσιαστικά ο Αλέξης Τσίπρας στέρησε από τον εαυτό του τη δυνατότητα ευελιξίας. Την κρίσιμη στιγμή δεν είχε καμία άλλη επιλογή από το να υποχωρήσει, όμως ακόμη και αυτό δεν ήταν αρκετό. Οι δανειστές έκριναν ότι ο Ελληνας πρωθυπουργός υποχώρησε, αλλά δεν υποχώρησε όπως εκείνοι ήθελαν. Οπότε ο Τσίπρας έμεινε να λέει ότι «με ανάγκασαν να αποχωρήσω από το τραπέζι της διαπραγμάτευσης» και ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ ότι «ήμασταν τόσο κοντά σε μια συμφωνία, μας χώριζαν κάποια παραμικρά ποσά, της τάξης των 60 εκατ. ευρώ, ξαφνικά όμως οι Ελληνες σηκώθηκαν και έφυγαν, μάλλον για ιδεολογικούς λόγους».
Η ιστορία της «κότας» διδάσκει
Με λογική «δίχως αύριο»
Την κρίσιμη στιγμή Τσίπρας και Βαρουφάκης δεν είχαν καμία άλλη επιλογή από το να υποχωρήσουν, όμως ακόμη και αυτό δεν ήταν αρκετό
Οπως φάνηκε από τις αλλοπρόσαλλες, ικετευτικού τύπου προτάσεις που κατέθεσε ο Αλέξης Τσίπρας μετά το σφύριγμα της λήξης, γνωρίζοντας προφανώς ότι ήταν «too little, too late», όπως του κοινοποιήθηκε από τις Βρυξέλλες, οι «κόκκινες γραμμές» είχαν παραβιαστεί - ούτως ή άλλως ποτέ δεν είχαν σοβαρές πιθανότητες να αντέξουν στην κολοσσιαία πίεση. Ο κόκκινος μαρκαδόρος στα χέρια των εκπροσώπων των θεσμών χάραξε νέες γραμμές, προφανώς κόκκινες και αυτές, αλλά τελείως διαφορετικές από τις ελληνικές. Διότι, μερικές ημέρες πριν την προκήρυξη του δημοψηφίσματος, σε μια συμβολική κίνηση, η Ε.Ε. και το ΔΝΤ διέγραψαν την πλειονότητα των ελληνικών προτάσεων σαν να διόρθωναν γραπτό σε μαθητικό διαγώνισμα. Παραδόξως, όμως, στη συγκεκριμένη εκδοχή του game of chicken η παρτίδα ή το «χοντρό παιχνίδι», αντί να τελειώσει με την υποχώρηση του ενός από τους μονομάχους, άρχισε -και μάλιστα ακόμη πιο άγρια- ακόμη πιο ανελέητη.
Εάν χρησιμοποιηθεί ένα εποπτικό παράδειγμα από τον κινηματογράφο, η υπόθεση της διαπραγμάτευσης μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και θεσμών θυμίζει μια σκηνή από την ταινία «Η Μέρα της Μαρμότας». Σε αυτήν ο πρωταγωνιστής Μπιλ Μάρεϊ διερευνά τις συνέπειες που μπορεί να έχει το να ζει κανείς δίχως αύριο, μια και στην περίπτωσή του, όντως, δεν υπήρχε αύριο. Η Μέρα της Μαρμότας ξημέρωνε πάντα ίδια και απαράλλαχτη. Ο Μάρεϊ λοιπόν οδηγεί το αυτοκίνητό του σαν τρελός, ενώ μαζί του έχει ως συνεπιβάτες δύο κολλητούς του. Καθώς τον καταδιώκει ένα περιπολικό, ο Μάρεϊ ανεβάζει το αυτοκίνητό του στις γραμμές του τρένου, ενώ μια αμαξοστοιχία έρχεται καταπάνω του από την αντίθετη κατεύθυνση.
Με την έξαψη που τον κυρίευσε ενώπιον της θανάσιμης απειλής, ο Μπιλ Μάρεϊ, αλλοπαρμένος και φλερτάροντας υποσυνείδητα με την ιδέα ότι είναι άτρωτος, εξαπολύει τη μνημειώδη ατάκα: «Βάζω στοίχημα ότι το τρένο θα στρίψει πρώτο». Ο παραλογισμός της πεποίθησης του πρωταγωνιστή της ιστορίας δεν έχει σημασία, καθώς η συγκεκριμένη κατάσταση είναι ακριβώς το αρχετυπικό game of chicken. Ποιος θα γυρίσει πρώτος το τιμόνι ώστε να αποφευχθεί, την απολύτως τελευταία στιγμή, η μετωπική σύγκρουση;
Στη θέση του Μπιλ Μάρεϊ θα μπορούσε κάλλιστα να φανταστεί κάποιος καταρχάς τον Γιάνη Βαρουφάκη και κατόπιν τον Αλέξη Τσίπρα να οδηγούν το ταλαίπωρο όχημα της Ελλάδας με το γκάζι στο πάτωμα και το τιμόνι ακλόνητο σε ευθεία πορεία.
Οι γραμμές του τρένου έχουν στρωθεί προ πολλού, τόσο από την ίδια τη δόμηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας, την κυριαρχία της γερμανικής οικονομικής παντοκρατορίας κ.λπ., όσο και από τις ιδιαιτερότητες του ελληνικού δημόσιου βίου. Σε αυτές τις σιδηροτροχιές από την αντίθετη κατεύθυνση και με πολλαπλάσια φόρα, έρχεται ακάθεκτη η αμαξοστοιχία των δανειστών. Οπως αποδείχθηκε περίτρανα τις τελευταίες ημέρες στις Βρυξέλλες, το τρένο δεν πτοείται από την αποφασιστικότητα που επιδεικνύει ο εκάστοτε οδηγός του ελληνικού αυτοκινήτου. Και, ακόμη χειρότερα, οι δανειστές δεν είναι απλώς διατεθειμένοι να συντρίψουν οποιοδήποτε «όχημα» κινείται σε διεύθυνση αντίθετη από τη δική τους, αλλά και να το κυνηγήσουν ακόμη και αφότου ο οδηγός του έχει πλέον στρίψει το τιμόνι. Παραμένοντας στο ίδιο παράδειγμα από τη «Μέρα της Μαρμότας», είναι σαν το τρένο να έστριψε, να βγήκε από τις τραβέρσες με τη θέληση των μηχανοδηγών του, όχι όμως για να ακολουθήσει μια τρελή πορεία αυτοκαταστροφής και να αποφύγει τη μετωπική.
Το τρένο των πιστωτών εκτροχιάστηκε εκούσια προκειμένου να καταδιώξει και να τιμωρήσει παραδειγματικά την κυβέρνηση Τσίπρα. Εφαρμόζοντας τη λογική Βαρουφάκη, με τη «δημιουργική ασάφεια» και την επίδειξη μιας ασυμβίβαστης, αγέρωχης και αντάρτικης στάσης απέναντι στους θεσμούς, ουσιαστικά ο Αλέξης Τσίπρας στέρησε από τον εαυτό του τη δυνατότητα ευελιξίας. Την κρίσιμη στιγμή δεν είχε καμία άλλη επιλογή από το να υποχωρήσει, όμως ακόμη και αυτό δεν ήταν αρκετό. Οι δανειστές έκριναν ότι ο Ελληνας πρωθυπουργός υποχώρησε, αλλά δεν υποχώρησε όπως εκείνοι ήθελαν. Οπότε ο Τσίπρας έμεινε να λέει ότι «με ανάγκασαν να αποχωρήσω από το τραπέζι της διαπραγμάτευσης» και ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ ότι «ήμασταν τόσο κοντά σε μια συμφωνία, μας χώριζαν κάποια παραμικρά ποσά, της τάξης των 60 εκατ. ευρώ, ξαφνικά όμως οι Ελληνες σηκώθηκαν και έφυγαν, μάλλον για ιδεολογικούς λόγους».
Η ιστορία της «κότας» διδάσκει
Το τι είναι λογικό και τι όχι στη Θεωρία των Παιγνίων και συγκεκριμένα στο game of chicken, το «παίγνιο του δειλού», δεν είναι πάντα αυτονόητο ή προφανές. «Θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε την άποψη ότι το παίγνιο του δειλού αναφέρεται σε παίκτες που είναι παράλογοι και που έχουν όμως τη δυνατότητα να γίνουν λογικοί για να αποφύγουν τον τραυματισμό τους», γράφει χαρακτηριστικά ο Πάρις Βαρβαρούσης στη μελέτη του «Στρατηγική των Παιγνίων» (εκδ. Παπαζήση). Το game of chicken παίζεται με τους δικούς του, ιδιαίτερους όρους, οι οποίοι δεν συνάδουν απαραιτήτως με την κοινή λογική. Επομένως, πολλά από τα οποία λέγονται ανάμεσα στους αντιπάλους ενδεχομένως φαντάζουν ανήκουστα - είτε αναφέρεται κανείς στη στάση των δανειστών της Ελλάδας, είτε στην απόφαση του Τσίπρα να καταφύγει σε δημοψήφισμα.
Κατά κάποιον τρόπο, το τρέχον «παίγνιο του δειλού» παρουσιάζει ομοιότητες με τον περίφημο διάλογο Αθηναίων και Μηλίων, τον οποίο παραδίδει ο Θουκυδίδης στην Ιστορία του, από τόσο μακριά στο παρελθόν όσο το 416 π.Χ. Εάν παραλληλίσουμε τη Γερμανία με την Αθήνα, δηλαδή την υπερδύναμη της κλασικής αρχαιότητας, ενώ την Ελλάδα με τη μικροσκοπική και παντελώς ανίσχυρη Μήλο, το κατά Θουκυδίδη game of chicken θα μπορούσε να συμπυκνώνεται σε μια-δυο φράσεις ακραίου κυνισμού και αλαζονείας εκ μέρους των κυρίαρχων: «Σας συμφέρει να γίνετε δούλοι μας γιατί, εάν υποταχθείτε, θα αποφύγετε τη χειρότερη καταστροφή, ενώ και εμείς θα έχουμε κέρδος εάν δεν σας καταστρέψουμε. Η έχθρα σας δεν μας βλάπτει τόσο όσο η φιλία σας. Κι αυτό γιατί η φιλία σας θα είναι για τους υπηκόους μας μια απόδειξη της αδυναμίας μας, ενώ το μίσος σας θα δείχνει ξεκάθαρα τη δύναμή μας». Κάποιες χιλιετίες αργότερα, ο Θουκυδίδης επαναλαμβάνεται, καθώς οι αγορές ελάχιστα πτοήθηκαν από τη χρεοκοπία της Ελλάδας, σε πείσμα των νταουλιών του Αλέξη Τσίπρα και της Ραχήλ Μακρή.
Παρ’ όλα αυτά, η Ιστορία δείχνει π.χ. ότι η κρίση των πυραύλων στην Κούβα, το 1962, όταν απειλήθηκε πυρηνική σύρραξη ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ενωση, η αμοιβαία υποχώρηση και η ματαίωση της σύγκρουσης, δεν έθιξε σοβαρά την υπόληψη ή το κύρος καμίας από τις τότε υπερδυνάμεις. Το εν λόγω, απολύτως πραγματικό, game of chicken εκτυλίχθηκε ενόσω ολόκληρος ο πλανήτης κρατούσε την αναπνοή του από την αγωνία. Ο JFK εκ μέρους της Αμερικής και ο Νικίτα Χρουστσόφ από την πλευρά της ΕΣΣΔ, επί σχεδόν δύο εβδομάδες αντάλλασσαν απειλές και επιδείκνυαν με κάθε τρόπο το πόσο αποφασισμένοι ήταν να προχωρήσουν στα σχέδιά τους, ακόμη και αν η αντίδραση του ενός απέναντι στον άλλον περιλάμβανε την έναρξη του πυρηνικού ολοκαυτώματος για την υφήλιο. Οι Σοβιετικοί επέμεναν στην εγκατάσταση πυραύλων στην Κούβα, οι Αμερικανοί δήλωναν ότι ετοίμαζαν ναυτικό αποκλεισμό του νησιού και αναχαίτιση του εχθρού. Τελικώς, κανένα κουμπί δεν πατήθηκε και οι εκατέρωθεν λεονταρισμοί απλώς διατηρήθηκαν σε εγχειρίδια ιστορίας και διεθνούς πολιτικής.
Το βιβλίο-ορόσημο των Τζον Φον Νόιμαν και Οσκαρ Μόργκενστερν (φωτ. πάνω), «Theory of Games and Economic Behaviour» («Θεωρία Παιγνίων και Οικονομική Συμπεριφορά», 1944), δημιούργησε νέο κλάδο των οικονομικών σχετικό με τα παιχνίδια μηδενικού αθροίσματος (zero-sum games) και κύριο αντικείμενο την ανάλυση των αποφάσεων σε καταστάσεις στρατηγικής αλληλεξάρτησης. Από τους πιο διάσημους θεμελιωτές της θεωρίας είναι ο οικονομολόγος Τζον Νας, η ζωή του οποίου έγινε ταινία με τον Ράσελ Κρόου («Ενας υπέροχος άνθρωπος»), ενώ το 2015 οι θεωρητικοί παιγνίων Τόμας Σέλινγκ και Ρόμπερτ Αουμαν (φωτ. δεξιά) κέρδισαν το Νόμπελ
Η μπλόφα και το πείραμα
Κατά κάποιον τρόπο, το τρέχον «παίγνιο του δειλού» παρουσιάζει ομοιότητες με τον περίφημο διάλογο Αθηναίων και Μηλίων, τον οποίο παραδίδει ο Θουκυδίδης στην Ιστορία του, από τόσο μακριά στο παρελθόν όσο το 416 π.Χ. Εάν παραλληλίσουμε τη Γερμανία με την Αθήνα, δηλαδή την υπερδύναμη της κλασικής αρχαιότητας, ενώ την Ελλάδα με τη μικροσκοπική και παντελώς ανίσχυρη Μήλο, το κατά Θουκυδίδη game of chicken θα μπορούσε να συμπυκνώνεται σε μια-δυο φράσεις ακραίου κυνισμού και αλαζονείας εκ μέρους των κυρίαρχων: «Σας συμφέρει να γίνετε δούλοι μας γιατί, εάν υποταχθείτε, θα αποφύγετε τη χειρότερη καταστροφή, ενώ και εμείς θα έχουμε κέρδος εάν δεν σας καταστρέψουμε. Η έχθρα σας δεν μας βλάπτει τόσο όσο η φιλία σας. Κι αυτό γιατί η φιλία σας θα είναι για τους υπηκόους μας μια απόδειξη της αδυναμίας μας, ενώ το μίσος σας θα δείχνει ξεκάθαρα τη δύναμή μας». Κάποιες χιλιετίες αργότερα, ο Θουκυδίδης επαναλαμβάνεται, καθώς οι αγορές ελάχιστα πτοήθηκαν από τη χρεοκοπία της Ελλάδας, σε πείσμα των νταουλιών του Αλέξη Τσίπρα και της Ραχήλ Μακρή.
Παρ’ όλα αυτά, η Ιστορία δείχνει π.χ. ότι η κρίση των πυραύλων στην Κούβα, το 1962, όταν απειλήθηκε πυρηνική σύρραξη ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ενωση, η αμοιβαία υποχώρηση και η ματαίωση της σύγκρουσης, δεν έθιξε σοβαρά την υπόληψη ή το κύρος καμίας από τις τότε υπερδυνάμεις. Το εν λόγω, απολύτως πραγματικό, game of chicken εκτυλίχθηκε ενόσω ολόκληρος ο πλανήτης κρατούσε την αναπνοή του από την αγωνία. Ο JFK εκ μέρους της Αμερικής και ο Νικίτα Χρουστσόφ από την πλευρά της ΕΣΣΔ, επί σχεδόν δύο εβδομάδες αντάλλασσαν απειλές και επιδείκνυαν με κάθε τρόπο το πόσο αποφασισμένοι ήταν να προχωρήσουν στα σχέδιά τους, ακόμη και αν η αντίδραση του ενός απέναντι στον άλλον περιλάμβανε την έναρξη του πυρηνικού ολοκαυτώματος για την υφήλιο. Οι Σοβιετικοί επέμεναν στην εγκατάσταση πυραύλων στην Κούβα, οι Αμερικανοί δήλωναν ότι ετοίμαζαν ναυτικό αποκλεισμό του νησιού και αναχαίτιση του εχθρού. Τελικώς, κανένα κουμπί δεν πατήθηκε και οι εκατέρωθεν λεονταρισμοί απλώς διατηρήθηκαν σε εγχειρίδια ιστορίας και διεθνούς πολιτικής.
Το βιβλίο-ορόσημο των Τζον Φον Νόιμαν και Οσκαρ Μόργκενστερν (φωτ. πάνω), «Theory of Games and Economic Behaviour» («Θεωρία Παιγνίων και Οικονομική Συμπεριφορά», 1944), δημιούργησε νέο κλάδο των οικονομικών σχετικό με τα παιχνίδια μηδενικού αθροίσματος (zero-sum games) και κύριο αντικείμενο την ανάλυση των αποφάσεων σε καταστάσεις στρατηγικής αλληλεξάρτησης. Από τους πιο διάσημους θεμελιωτές της θεωρίας είναι ο οικονομολόγος Τζον Νας, η ζωή του οποίου έγινε ταινία με τον Ράσελ Κρόου («Ενας υπέροχος άνθρωπος»), ενώ το 2015 οι θεωρητικοί παιγνίων Τόμας Σέλινγκ και Ρόμπερτ Αουμαν (φωτ. δεξιά) κέρδισαν το Νόμπελ
Η μπλόφα και το πείραμα
Αντιθέτως, όμως, στην αρχή της δεκαετίας του 1990, όταν ο Σαντάμ Χουσεΐν κόμπαζε ότι το Ιράκ μπορούσε να τα βάλει με σύσσωμη την πολεμική αρμάδα Αμερικής και ΝΑΤΟ, επιχειρούσε μια μπλόφα με ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας, εφόσον οι αντίπαλοί του γνώριζαν με πάσα λεπτομέρεια το οπλοστάσιο και τις δυνατότητες των ιρακινών ενόπλων δυνάμεων. Ο Σαντάμ υιοθέτησε το δόγμα του brinkmanship, της λεγόμενης «ακροσφαλούς» πολιτικής, για την οποία, παρεμπιπτόντως, κατηγορούνται από τους εταίρους της Ελλάδας ο Αλέξης Τσίπρας και ο Γιάνης Βαρουφάκης. Ο δεύτερος, ως αυθεντία στη Θεωρία των Παιγνίων, θέλησε να αδράξει μια μοναδική ευκαιρία που του δινόταν να εφαρμόσει στην πράξη όσα τον απασχόλησαν στην καριέρα του ως πανεπιστημιακού, κάνοντας ένα ζωντανό πείραμα -και με εντελώς πραγματικές συνέπειες- για το τι θα μπορούσε να κερδίσει η Ελλάδα εάν έπαιζε σκληρό πόκερ με τους δανειστές της. Εάν τα κατάφερνε θα γινόταν εθνικός σωτήρας, όποιο όμως κι αν ήταν το αποτέλεσμα, ο Γιάνης Βαρουφάκης θα μπορούσε να περάσει το υπόλοιπο του βίου του αναλύοντας στα βιβλία, στις ανά την υφήλιο διαλέξεις του κ.λπ. το ελληνικό ζήτημα. Ο Αλέξης Τσίπρας πείστηκε ότι μόνο όφελος θα είχε εάν υιοθετούσε την ακροσφαλή στρατηγική Βαρουφάκη και επί πέντε μήνες έπαιζε «κάλυψη και απόκρυψη» με τους θεσμούς, εφόσον κάτι τέτοιο ήταν επιπλέον σε πλήρη συντονισμό με το μαχητικό πνεύμα του ΣΥΡΙΖΑ και τον ενθουσιασμό του «πρώτη φορά Αριστερά».
Το «Γεράκι» στην ουρά του ΑΤΜ
Το «Γεράκι» στην ουρά του ΑΤΜ
Θεωρητικοί όπως ο Γιάνης Βαρουφάκης, όταν θέλουν να εκλαϊκεύσουν την υπερβολικά σύνθετη, σχεδόν αποκρυφιστική θεωρία των παιγνίων αποφεύγοντας παραπομπές στα ανώτερα μαθηματικά, χρησιμοποιούν συχνά το παράδειγμα του game of chicken ή, ενός άλλου που θεωρούν πανομοιότυπο, το «Παίγνιο Γερακιού-Περιστεριού». Οπως ο ίδιος ο Βαρουφάκης γράφει στο ογκώδες σύγγραμμά του επί της Θεωρίας των Παιγνίων, «δύο παιδιά, η Μαρία και ο Γιώργος, βρίσκουν ένα παγωτό. Καθένας τους έχει μια βασική επιλογή: Είτε να αρπάξει ολόκληρο το παγωτό (στρατηγική “γερακιού”), είτε να μην το αρπάξει (στρατηγική “περιστεριού”). Αν και οι δύο επιλέξουν τη γερακίσια, δηλαδή την επιθετική συμπεριφορά, τότε θα τσακωθούν και το παγωτό θα πέσει στο έδαφος με αποτέλεσμα να μην το γευτεί κανείς. Ετσι, όχι μόνο δεν θα φάνε το παγωτό, αλλά θα έχουν τσακωθεί κιόλας. Αν και οι δύο επιλέξουν την ήρεμη συμπεριφορά, τότε θα μοιραστούν το παγωτό. Τέλος, εάν ο ένας παίξει το γεράκι και ο άλλος το περιστέρι, τότε ο πρώτος παίρνει όλο το παγωτό, ενώ ο δεύτερος δεν παίρνει καθόλου».
Εως ένα μέτρο φαινόταν ότι με υπερηφάνεια και αυταρέσκεια -ή έστω για εσωτερική κατανάλωση- η ελληνική κυβέρνηση φαινόταν ότι διεκδικούσε για τον εαυτό της τον ρόλο του «γερακιού». Τελικά όμως αποδείχθηκε ότι, χωρίς τα φαντασμαγορικά εφέ αυταπάρνησης, το μόνο που έκαναν οι Τσίπρας και Βαρουφάκης ήταν να αφήσουν, εννοείται από κοινού με τους δανειστές, το παγωτό να λιώσει. Πιθανώς διότι το δικό τους ατού στο παίγνιο Γερακιού - Περιστεριού είναι μια σκληρή και άβολη για την ελληνική κυβέρνηση αλήθεια. Χωρίς το οικονομικό πακέτο διάσωσης η Ελλάδα απλώς χρεοκόπησε. Χωρίς την Ελλάδα, όμως, δεν είναι σαφές το τι θα συμβεί στην Ευρωζώνη και την Ε.Ε. Για κάθε δημοσίευμα που μιλά για καταστροφικές συνέπειες, ακόμη και διάλυση της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης εξαιτίας ενός Grexit, υπάρχουν πολλαπλάσια που ευλογούν την αποπομπή της Ελλάδας από την κοινότητα του ευρώ μια ώρα αρχύτερα. Και αυτό είναι μια στρατηγική ασάφεια μεν, από αυτές που γοητεύουν τον Γιάνη Βαρουφάκη, ουδόλως ενθαρρυντική δε για όσους ελπίζουν σε λύτρωση - ενώ περιμένουν στην ουρά του ΑΤΜ για τα τελευταία ψίχουλα. Τα οποία, μόνο ως γεράκι δεν κάνουν τον Ελληνα να νιώθει.
Εως ένα μέτρο φαινόταν ότι με υπερηφάνεια και αυταρέσκεια -ή έστω για εσωτερική κατανάλωση- η ελληνική κυβέρνηση φαινόταν ότι διεκδικούσε για τον εαυτό της τον ρόλο του «γερακιού». Τελικά όμως αποδείχθηκε ότι, χωρίς τα φαντασμαγορικά εφέ αυταπάρνησης, το μόνο που έκαναν οι Τσίπρας και Βαρουφάκης ήταν να αφήσουν, εννοείται από κοινού με τους δανειστές, το παγωτό να λιώσει. Πιθανώς διότι το δικό τους ατού στο παίγνιο Γερακιού - Περιστεριού είναι μια σκληρή και άβολη για την ελληνική κυβέρνηση αλήθεια. Χωρίς το οικονομικό πακέτο διάσωσης η Ελλάδα απλώς χρεοκόπησε. Χωρίς την Ελλάδα, όμως, δεν είναι σαφές το τι θα συμβεί στην Ευρωζώνη και την Ε.Ε. Για κάθε δημοσίευμα που μιλά για καταστροφικές συνέπειες, ακόμη και διάλυση της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης εξαιτίας ενός Grexit, υπάρχουν πολλαπλάσια που ευλογούν την αποπομπή της Ελλάδας από την κοινότητα του ευρώ μια ώρα αρχύτερα. Και αυτό είναι μια στρατηγική ασάφεια μεν, από αυτές που γοητεύουν τον Γιάνη Βαρουφάκη, ουδόλως ενθαρρυντική δε για όσους ελπίζουν σε λύτρωση - ενώ περιμένουν στην ουρά του ΑΤΜ για τα τελευταία ψίχουλα. Τα οποία, μόνο ως γεράκι δεν κάνουν τον Ελληνα να νιώθει.
Βασίλης Τσακίρογλου
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ