«Μου είχε πει παλιότερα ο Θανάσης ότι αν με έπιανε με άλλον θα σκότωνε πρώτα εμένα και ύστερα τον άλλον. Αυτό σκέφτηκα όταν είδα να με κοιτάει με βλέμμα γεμάτο μίσος».
Με τα λόγια αυτά η 37χρονη συζυγοκτόνος περιέγραψε σε μία από τις πολυσέλιδες καταθέσεις της στην Αστυνομία τα όσα υποστηρίζει ότι έζησε λίγο πριν ο καπετάνιος Θανάσης Λάμπρου πέσει νεκρός με δύο σφαίρες στην Κοιλάδα της Αργολίδας.
Όπως γράφει ο «Ελεύθερος Τύπος», ανώτατοι αξιωματικοί της Ασφάλειας που έχουν διαβάσει με προσοχή τις καταθέσεις της «διαβολικής χήρας» -όπως αποκαλείται πλέον στον τόπο της- έχουν εξετάσει ένα προς ένα τα λεγόμενά της προκειμένου να σχηματιστεί μια όσο το δυνατόν πιο πλήρη δικογραφία.
Σύμφωνα με την εφημερίδα, η 37χρονη περιγράφει την ολέθρια σχέση που είχε με τον 42χρονο καπετάνιο προσπαθώντας να πείσει τους αστυνομικούς και τη Δικαιοσύνη ότι όλα έγιναν λόγω της παθολογικής του ζήλιας. Για τη μοιραία ημέρα της 8ης Δεκεμβρίου 2014 αναφέρει: «Ανησύχησα που έλειπε ο Θανάσης και με το αυτοκίνητο πήγα στο σπίτι του επιστήθιου φίλου του. Πάρκαρα το αυτοκίνητο και εκεί είδα το μηχανάκι του. Ο άντρας μου ήταν όρθιος μπροστά στην είσοδο του σπιτιού. Ήταν σκυθρωπός με δολοφονικό βλέμμα και με κοιτούσε με μίσος. Πλησιάζοντας τον ρώτησα τι συμβαίνει. Το βλέμμα του τον πρόδιδε ότι κακό συνέβαινε. Εμφανώς εκνευρισμένος μου είπε ειρωνικά: «να μου απαντήσεις εσύ τι συμβαίνει» δίνοντας μου να καταλάβω ότι το μυαλό του είχε πάλι κολλήσει και πίστευε ότι έχω γκόμενο. Από το βλέμμα του και την ειρωνεία ήμουν σίγουρη ότι κάτι κακό θα επακολουθούσε».
«Ταυτόχρονα μου ήρθαν στο μυαλό οι κουβέντες που μου είχε πει ότι δηλαδή, εάν με έπιανε με γκόμενο, πρώτα θα σκότωνε εμένα και ύστερα τον άλλον. Όλα ήταν στη φαντασία του Θανάση. Με όποιον μίλαγα, νόμιζε ότι τον είχα γκόμενο. Ξαφνικά βλέπω το Θανάση και να με σημαδεύει με ένα όπλο. Τρόμαξα. Σταμάτησα απότομα και του λέω: τι κάνεις εκεί; Είσαι τρελός σημαδεύεις εμένα; Ο Θανάσης δεν μου απάντησε και συνέχισε να με σημαδεύει στο ύψος του στήθους. Παρέμενε σιωπηλός. Έδειχνε σαν ζόμπι και αποφασισμένος να με αποτελειώσει. Φοβήθηκα. Ταράχτηκα τόσο πολύ. Έπεσα στα γόνατα μπροστά στα πόδια του και εκλιπαρώντας τον του έλεγα να σκεφτεί τι πάει να κάνει και ότι δεν έχω γκόμενο. Συνέχισε να με σημαδεύει με παγερό βλέμμα, χωρίς να μιλάει και να κουνιέται».
Αστυνομικοί της Ασφάλειας εξηγούν ότι σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν συλλέξει δεν προκύπτει μόνο ότι ο καπετάνιος ζήλευε την 37χρονη αλλά και ότι εκείνη ζήλευε το σύζυγό της. Την ημέρα του εγκλήματος, μάλιστα, φέρεται να διάβασε μήνυμα γυναίκας στο κινητό τηλέφωνο του Θανάση Λάμπρου με αποτέλεσμα να εξαγριωθεί. Το μήνυμα φέρεται από την Αστυνομία να το διέγραψε μετά τη δολοφονία για να μην κινήσει υποψίες.
«Ήμουν βέβαιη ότι είχε έρθει το τέλος μου και ενστικτωδώς αντέδρασα. Σηκώθηκα απότομα και με το χέρι μου άρπαξα το όπλο για να τον σταματήσω. Απευθείας το έστρεψα στο κεφάλι μου, βάζοντας το δάχτυλό μου στη σκανδάλη και του είπα: «αφού δεν τα έκανες εσύ, θα το κάνω εγώ για να ησυχάσω». Βρέθηκα σε πλήρη σύγχυση και δεν έκανα μπλόφα. Το εννοούσα. Με το όπλο στο αυτί μου έκανα 3 βήματα πίσω για να μην με ζυγώσει και μου πάρει το όπλο. Αυτός όρμησε και με τα δυο του χέρια με άρπαξε από τα χέρια και βιαίως με τράβηξε προς το μέρος του κολλώντας με πάνω στο σώμα του. Με το δεξί χέρι του άρπαξε το αριστερό μου και με το άλλο το δεξί μου χέρι, με το όποιο κρατούσα το όπλο, με το δάχτυλο μου στη σκανδάλη».
Από τα λεγόμενα της οι αστυνομικοί επιβεβαιώνουν μόνο το γεγονός ότι πριν πέσει νεκρός ο Λάμπρου υπήρξε πάλη ανάμεσα σε εκείνον και τη δράστιδα. Αυτό προκύπτει από το DNA της συζυγοκτόνου που βρέθηκε σε συγκεκριμένα σημεία του σώματος του θύματος. Η «διαβολική χήρα» -παρά τα στοιχεία που δείχνουν ότι σκηνοθέτησε την «αυτοκτονία» του άντρα της- υποστήριζε σθεναρά στις καταθέσεις της ότι το όπλο εκπυρσοκρότησε: «Τραβώντας με βίαια πάνω στο σώμα του τα χέρια μου εκτάθηκαν, ακούμπησαν στο σώμα του στο ύψος του στήθους του σαν να τα οδήγησε ο ίδιος καθώς συνέχισε να με κρατά με δύναμη από τους καρπούς. Τότε προκλήθηκε πυροβολισμός. Είδα τον Θανάση να τραντάζεται και να λυγίζουν τα πόδια του συνεχίζοντας να κρατά με δύναμη τα χέρια μου, γονάτισε και με παρέσυρε προς τα κάτω, στιγμή κατά την οποία προκλήθηκε ο δεύτερος πυροβολισμός».